Η ζωή της διασημότερης «geiko» του αιώνα έγινε βιβλίο από τον Αρθουρ Γκόλντεν και θα γίνει ταινία από τον Στίβεν Σπίλμπεργκ. Η θρυλική Μινέκο Αϊουασάκι είναι τώρα έξω φρενών με τον συγγραφέα, ο οποίος μοιράστηκε με εκατομμύρια αναγνώστες την πιο απόκρυφη ερωτική εμπειρία της: την εξαγορά της αγνότητάς της αντί αστρονομικού ποσού



Πάνε 20 χρόνια από τότε που αποσύρθηκε και όμως ο κόσμος στην Τζιόν ­ την περίφημη συνοικία-άντρο των γκεϊσών ­ μιλάει ακόμη για τη γοητευτική και πανέμορφη Μινέκο. Στις δόξες της, τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, έλεγαν ότι ανήκει στο είδος των «geiko» που συναντά κανείς μόνο μία φορά στα εκατό χρόνια. Ηταν ένας θρύλος. Η ωραιότερη όλων. Η πιο περιζήτητη γκέισα του κόσμου. Ο,τι είναι ο Καρέρας για την όπερα και ο Νουρέγεφ για το μπαλέτο ήταν εκείνη για τον γυάλινο και λουλουδένιο κόσμο του «karyukai». Είχε κληθεί να χορέψει για τη βασίλισσα Ελισάβετ, να διασκεδάσει τον πρίγκιπα Φίλιππο, να προσφέρει ποτό στον Κάρολο και να χαρίσει την ευχάριστη παρέα της σε κάθε σημαντική προσωπικότητα που βρέθηκε τότε στο Κιότο.


Η ζωή της ενέπνευσε τον αμερικανό συγγραφέα Αρθουρ Γκόλντεν να την κάνει βιβλίο. Τη συνάντησε και πήρε τη συγκατάθεσή της να γράψει ένα μυθιστόρημα με ηρωίδα κάποια που υποτίθεται ότι θα ήταν εκείνη. Το βιβλίο «Απομνημονεύματα μιας γκέισας» έμεινε στις λίστες των μπεστ σέλερ επί μήνες, μεταφράστηκε σε 21 γλώσσες, πούλησε τέσσερα εκατομμύρια αντίτυπα μόνο στη Βρετανία και αγαπήθηκε από περισσότερους ακόμη αναγνώστες ανά τον κόσμο. Ως εδώ όλα καλά.


Η προδοσία…


Οταν το βιβλίο μεταφράστηκε στα γιαπωνέζικα η Μινέκο Αϊουασάκι υπέστη μεγάλο σοκ, όπως τουλάχιστον ισχυρίζεται. «Λάθος, λάθος, όλα είναι λάθος» δηλώνει με απελπισία και μετανιωμένη που μίλησε στον Γκόλντεν. Πρόκειται, λέει, για προδοσία και συκοφαντία εναντίον της προσωπικότητάς της. Η διάσημη πρώην γκέισα φαίνεται ενοχλημένη τόσο από μικρές λεπτομέρειες της αφήγησης που αφορούν τον τρόπο ζωής των συναδέλφων της όσο και από τη σκιαγράφηση των χαρακτήρων.


Το βιβλίο εξιστορεί την πορεία μιας γυναίκας, της Σαγιούρι, που γεννιέται μέσα στη φτώχεια τη δεκαετία του 1920, πουλιέται σαν σκλάβα στην Τζιόν, περνάει τα πάνδεινα, ώσπου τελικά θριαμβεύει κερδίζοντας επάξια τον τίτλο της πιο πετυχημένης γκέισας της γενιάς της. Οι κριτικοί επαίνεσαν τη συγγραφική ικανότητα του Γκόλντεν και κυρίως τον τρόπο με τον οποίο διεισδύει στην ψυχή μιας γυναίκας ­ προερχόμενης μάλιστα από έναν τελείως ξένο σε εκείνον πολιτισμό. Τον συνέκριναν με τον Ντίκενς. Η ιστορία έφθασε στα αφτιά των παραγωγών του Χόλιγουντ, που είδαν αμέσως στις σελίδες του βιβλίου ένα κινηματογραφικό σενάριο, ενώ οι πληροφορίες λένε ότι τη μεταφορά του στο πανί έχει ήδη αναλάβει ο Στίβεν Σπίλμπεργκ.


Στην άλλη πλευρά του Ειρηνικού όμως η αληθινή ­ και δυσαρεστημένη ­ γκέισα ζητεί την αποκατάσταση της αλήθειας και της αξιοπρέπειάς της. Εκείνο που την έχει περισσότερο από όλα εξοργίσει, όπως λέει, είναι η αναφορά του συγγραφέα σε ένα ζήτημα-ταμπού για τον μυστικοπαθή κόσμο των γκεϊσών: το mizuage. Ο Γκόλντεν το κάνει καθοριστικό για την υπόθεση του βιβλίου και αυτό είναι που έχει αναστατώσει τις γυναίκες της Τζιόν. Mizuage είναι η παραδοσιακή διαδικασία κατά την οποία μια γκέισα χαρίζει την παρθενιά της στον άντρα που θα της κάνει τη μεγαλύτερη χρηματική προσφορά. Στο βιβλίο η ηρωίδα προσφέρει την αγνότητά της έναντι του αστρονομικού ποσού των 850.000 δολαρίων. Δεν πρόκειται βέβαια παρά για ένα μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας του μπεστ σέλερ δήλωσε ωστόσο σε ραδιοφωνική συνέντευξή του ότι η εν λόγω λεπτομέρεια προέρχεται κατευθείαν από εξομολογήσεις της ίδιας της Μινέκο, αφού διαφορετικά δεν είχε λόγο να φανταστεί μια τόσο υψηλή «ταρίφα»: «Ακόμη και ένα ποσό 30.000 δολαρίων θα ακουγόταν αρκούντως εξωφρενικό για τους αναγνώστες, εκείνη όμως μου είπε ότι πούλησε την παρθενιά της για 850.000».


…και η αντίδραση


Ομολογουμένως, ένας κύριος δεν μοιράζεται τις σεξουαλικές εμπειρίες που του εκμυστηρεύθηκε μια κυρία με μερικά εκατομμύρια ακροατές. Ειδικά όταν αυτή η κυρία είναι μια σεβαστή «απόμαχος» γκέισα της Τζιόν, η οποία από την πλευρά της ισχυρίζεται ότι ποτέ δεν του εκμυστηρεύθηκε κάτι τέτοιο. «Του είπα ότι ποτέ δεν θα πουλούσα τον εαυτό μου για κανένα αντίτιμο. Οταν μια γκέισα είναι τόσο πετυχημένη, φήμες τέτοιου είδους πάντα διαδίδονται. Αν η γκέισα είναι ερωτευμένη με τον προστάτη της, μπορεί αν θέλει να θέσει τέτοιο ζήτημα “αγοράς” της παρθενιάς της αλλά ποτέ δεν συνέβη σε μένα». Ο Γκόλντεν παραμένει στη δική του εκδοχή, προβάλλοντας ως αποδεικτικό στοιχείο τις μαγνητοφωνημένες συζητήσεις του με τη Μινέκο. «Δεν θα το έλεγα δημοσίως, αν ήξερα ότι θα ταραχτεί τόσο πολύ».


Το επίμαχο σημείο της παρθενιάς μιας γκέισας είναι προφανώς εκείνο που ευθύνεται για την τεράστια επιτυχία του βιβλίου. Πρόκειται για το εξής θεμελιώδες ερώτημα: «Τελικά οι γκέισες ερωτοτροπούν;». Και η απάντηση είναι: «Και ναι και όχι». Η γκέισα έχει τις ίδιες ομοιότητες με μια κοινή πόρνη όσες έχει και ο μουσικός συμφωνικής ορχήστρας με έναν οργανοπαίχτη του δρόμου. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και ο επαγγελματίας μουσικός δεν κάνει πού και πού ένα μεροκάματο του πεζοδρομίου, όταν οι καιροί είναι δύσκολοι ή έτσι για την πλάκα του. Οι γκέισες δεν είναι πόρνες, κατοικοεδρεύουν όμως στον κόσμο της εξουσίας και φλερτάρουν με το χρήμα και τα κοινωνικά προνόμια. Εκεί όπου η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη διασκέδαση και στη σεξουαλική πράξη είναι ιδιαίτερα λεπτή και μάλλον ακαθόριστη.


Το βιβλίο του Αρθουρ Γκόλντεν «Αναμνήσεις μιας γκέισας» κυκλοφορεί μεταφρασμένο στα ελληνικά από τις εκδόσεις Λιβάνη.