Από τους καταλόγους των μπεστ σέλερ και τις συνεντεύξεις των συγγραφέων, αλλά και από τις βιβλιοπαρουσιάσεις και τις κριτικές, τεκμαίρεται η μηδαμινή σημασία που δίνεται, τα τελευταία χρόνια, στο πρωταρχικό υλικό με το οποίο δομείται η λογοτεχνία, τη γλώσσα, καθώς αποτιμήσεις και συγκριτολογικές αναλύσεις εξαντλούνται ουσιαστικά στη ρευστή περιοχή που αντιπροσωπεύει το περιεχόμενο ενός έργου. Σε αυτό το κλίμα φαίνεται μάλλον άσκοπη μια συζήτηση για τον παπαδιαμάντειο Τσέχωφ. Ακριβέστερα, όχι τόσο άσκοπη όσο ανούσια, όταν η μεταφορά και η απόδοση ενός πεζού στη γλώσσα μας έχει και αυτή πάρει στις ημέρες μας διεκπεραιωτικό χαρακτήρα, με κύριο μέλημα την ακριβή απόδοση του νοήματος. Αλλωστε και ο κριτικός έλεγχος που ασκείται ουδόλως απασχολείται με τη γλώσσα του μεταφράσματος. Κατ’ επέκταση, αν και ο συγγραφέας Παπαδιαμάντης εξάπτει τελευταίως το ενδιαφέρον, ο μεταφραστής θεωρείται, από τους περισσότερους, ανάξιος λόγου· ένας χειρώνακτας, ο οποίος μετέφραζε «εξ ανάγκης και προς βιοπορισμόν» κατά τα γούστα του εκάστοτε εκδότη. Αποψη που μερικώς μόνον ευσταθεί, μια και όταν ο Παπαδιαμάντης άρχισε να αναγνωρίζεται ως συγγραφέας, το πιθανότερο να συμμετείχε στην επιλογή των προς μετάφραση κειμένων, τουλάχιστον, στις εφημερίδες όπου εργαζόταν. Ακόμη όμως και οι μεταφράσεις του, συγγραφέων τότε του συρμού, αποτελούν συστατικό στοιχείο του έργου του, «τα αντικλείδια που μας μπάζουν σε αυτό», κατά τον Λ. Καμπερίδη, που είχε ασχοληθεί με την παπαδιαμαντική μετάφραση του αμερικανού διηγηματογράφου Μπρετ Χαρτ. Πόσο μάλλον οι μεταφράσεις συγγενών προς αυτόν συγγραφέων, όπως η περίπτωση του Τσέχωφ.


Στην εφημερίδα «Το Αστυ», στις 25 Αυγούστου 1901, σε ένα αρθρίδιο περί Τσέχωφ ανακοινώνεται η δημοσίευση «από της αύριον» τεσσάρων διηγημάτων του. Και πράγματι, ακολουθούν στα επόμενα τέσσερα φύλλα της εφημερίδας ανυπόγραφες οι μεταφράσεις. Παρατηρούμε πως ο ανώνυμος αρθρογράφος δίνει την ανακριβή πληροφορία ότι η πρώτη εκδοθείσα συλλογή διηγημάτων του Τσέχωφ είναι αυτή του 1887, ενώ πρόκειται για την τρίτη στη σειρά, με την πρώτη τρία χρόνια νωρίτερα. Το πιθανότερο, παρασύρεται από τη συλλογή από την οποία και πήρε τα διηγήματα, πρωτοδημοσιευμένα, όπως εξακριβώνουμε, στη διετία 1886-1887. Ο Γ. Βαλέτας, που βιβλιογραφεί και ανυπόγραφες μεταφράσεις του Παπαδιαμάντη, δεν τις συμπεριλαμβάνει, έτσι κι αλλιώς όμως δεν φαίνεται να αποδελτιώνει «Το Αστυ». Νεότεροι φιλόλογοι αποδίδουν αορίστως και έργα του Τσέχωφ στον Παπαδιαμάντη (Ελ. Ι. Δαμβουνέλη), ενώ άλλοι ζητούν αποδείξεις (Ελ. Πολίτου-Μαρμαρινού). Τελικά, η Λ. Τριανταφυλλοπούλου, βιβλιογραφώντας πρόσφατα παπαδιαμαντικές μεταφράσεις, περιλαμβάνει και τα διηγήματα του Τσέχωφ.


Αποτέλεσμα το παρόν βιβλιάριον, όπου ως μεταφραστής αναγράφεται ο Παπαδιαμάντης· πολυτίμητο δώρο, για να χαρούμε τον δικό του Τσέχωφ στα δικά του ελληνικά, όπως χαρακτηριστικά γράφει στον πρόλογό του ο Ζ. Λορεντζάτος. Οσο για τα αποδεικτικά στοιχεία περί της ταυτότητος του μεταφραστή, θα δοθούν προσεχώς. Πάντως ο Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, ειδικός στην παπαδιαμάντεια ιχνηλασία, επισημαίνει στο πρώτο διήγημα (ούτως ή άλλως, ένας είναι ο μεταφραστής) τη λέξη φαραώνια, που απαντάται και στο διήγημα του Παπαδιαμάντη «Κοκκώνα θάλασσα», δημοσιευμένο Δεκέμβριο 1900. Μάλλον από τα γαλλικά η μετάφραση, όπως και «Το έγκλημα και η τιμωρία», δώδεκα χρόνια νωρίτερα. Αναμφιβόλως ωραία, μένει ωστόσο το ερώτημα κατά πόσον είναι και πιστή. Προσώρας το γαλλικό πρωτότυπο δεν έχει εντοπιστεί ούτε έγινε σύγκριση με το ρωσικό κείμενο. Αν και μια πρώτη ενδεικτική απάντηση προσφέρουν άλλες μεταφράσεις των ιδίων διηγημάτων.


Πρώτος μεταφραστής διηγημάτων του Τσέχωφ στα ελληνικά, απευθείας από τα ρωσικά, ο Αγαθοκλής Γ. Κωνσταντινίδης, από τη Σκύρο, συνομήλικος του Παπαδιαμάντη (γενν. 1854), που παρέμεινε για χρόνια εμπορευόμενος στη Ρωσία, προτού εγκατασταθεί στην Αθήνα, το 1892, ως διερμηνέας της ρωσικής πρεσβείας και αργότερα υποπρόξενος της Ρωσίας στον Πειραιά. Για πρώτη φορά ο Κωνσταντινίδης δημοσίευσε μετάφραση διηγήματος του Τσέχωφ στο περιοδικό «Παναθήναια», Οκτώβριο 1900, και συνέχισε τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου με τη μετάφραση του διηγήματος «Η θλίψις», τίτλος που παραπέμπει στο διήγημα «Η λύπη», που ο Τσέχωφ πρωτοδημοσίευσε το 1885. Ωστόσο το 1960 η μετάφραση της «Θλίψεως» του Κωνσταντινίδη αναδημοσιεύεται στο αφιέρωμα της «Νέας Εστίας», περιοδικού ευρύτερα προσιτού. Ετσι ανακαλύπτουμε ότι πρόκειται για το διήγημα «Πόνος βαθύς», το τέταρτο του πρόσφατου βιβλιαρίου. Την ίδια εποχή, τρία από τα «Τέσσερα διηγήματα» μεταφράζονται από τη Μ. Αξιώτη, το πιθανότερο εκ του γαλλικού.


Παραδόξως η αντιπαραβολή δείχνει ότι ο Παπαδιαμάντης, αυτή τη φορά, στάθηκε πιστός· ούτε παραλλαγές ούτε περικοπές, ωστόσο το ύφος του στην απόδοση πιστεύουμε πως είναι αμέσως αναγνωρίσιμο. Ως εξ αίματος συγγενής του Τσέχωφ, αποδίδει και αυτός με τα ελάχιστα – την ευστοχότερη λέξη και την πλέον καίρια διατύπωση – τους παγιδευμένους ήρωες και τις αδιέξοδες καταστάσεις, το τραγικό και τις χιουμοριστικές αποχρώσεις. Και πάντα αφήνει ένα χαρακτηριστικό γλωσσικό ίχνος· οι εύθυμοι νεανίες ή και γλεντζέδες γίνονται άσωτοι, οι βελζεβούληδες φαραώνια.