Ποιοι κινούν τα νήματα της εξουσίας στη Ρωσία; Είναι οι πανίσχυροι «ολιγάρχες», οι οποίοι κατά την προηγούμενη δεκαετία δημιούργησαν αμύθητες περιουσίες εκμεταλλευόμενοι τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους της χώρας και τις σκοτεινές σχέσεις τους με την εξουσία; Ή μήπως είναι η νέα πολιτική ελίτ που αναδύθηκε ύστερα από την άνοδο στην προεδρία του Βλαντίμιρ Πούτιν;


H απάντηση στα ερωτήματα αυτά φαντάζει τουλάχιστον περίπλοκη. Οπως σημειώνουν χαρακτηριστικά οι «New York Times» σε δημοσίευμα της περασμένης Τετάρτης, ακόμη και οι περίφημοι «κρεμλινολόγοι» που ασχολούνταν με την ανάλυση των τεκταινομένων στους διαδρόμους της εξουσίας επί Σοβιετικής Ενωσης, δεν μπορούν να ερμηνεύσουν με ασφάλεια όσα συμβαίνουν σήμερα. H μυστικοπάθεια της κομμουνιστικής περιόδου παραμένει αναλλοίωτη.


Οσοι πιστεύουν ότι οι ολιγάρχες λειτουργούν ως «κράτος εν κράτει» στη σημερινή Ρωσία ίσως πρέπει να γυρίσουν τα φύλλα του ημερολογίου τους στις 2 Ιουλίου 2003. Την ημέρα εκείνη συνελήφθη αιφνιδίως ο Πλάτον Λεμπέντεφ, βασικός μέτοχος της Yukos, της δεύτερης μεγαλύτερης πετρελαϊκής εταιρείας της Ρωσίας και στενότατος συνεργάτης του διευθύνοντος συμβούλου της, Μιχαήλ Κοντορκόφσκι. Ο τελευταίος θεωρείται ο πλουσιότερος άνθρωπος σήμερα στη Ρωσία, με περιουσία η οποία, σύμφωνα με το αμερικανικό περιοδικό «Forbes», ανέρχεται σε 10 δισεκατομμύρια δολάρια.


Ο κ. Λεμπέντεφ είναι διευθυντής του ομίλου Menatep, ο οποίος έχει έδρα το Γιβραλτάρ και ελέγχει τη Yukos. Στο εναντίον του κατηγορητήριο αναφέρεται ότι απεκόμισε παράνομα κέρδη από αγοραπωλησία μετοχών κατά τη διάρκεια ιδιωτικοποίησης μιας εταιρείας παραγωγής λιπασμάτων, το 1994. Ο κ. Λεμπέντεφ εξακολουθεί να κρατείται στις φυλακές Λεφόρτοβο, καθώς απορρίφθηκε η αίτηση καταβολής εγγύησης. Λίγες ημέρες ύστερα από τη σύλληψή του όμως, ένοπλοι αστυνομικοί εισέβαλαν στα γραφεία της Yukos αναζητώντας στοιχεία για φοροδιαφυγή, ενώ ο ίδιος ο κ. Κοντορκόφσκι εκλήθη να καταθέσει.


H εκστρατεία εναντίον της Yukos θεωρείται από πολιτικούς αναλυτές προειδοποίηση εναντίον του κ. Κοντορκόφσκι εν όψει της διπλής εκλογικής αναμέτρησης που αντιμετωπίζει ο πρόεδρος Πούτιν. Τον ερχόμενο Δεκέμβριο διεξάγονται οι εκλογές για την κρατική Δούμα και τον Μάρτιο του 2004 οι προεδρικές εκλογές, όπου ο κ. Πούτιν αναμένεται να εκλεγεί με σχετική ευκολία. Ωστόσο, η κοινή γνώμη βλέπει με θετικό μάτι τη σκληρή στάση του κράτους έναντι των επιχειρηματιών. Απόδειξη συνιστά το ότι η δημοτικότητα του προέδρου ανήλθε από 70% σε 78% έπειτα από τις έρευνες στη Yukos. Την ίδια περίοδο, το κόμμα Ενωμένη Ρωσία, που υποστηρίζεται από το Κρεμλίνο, κέρδισε τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες φθάνοντας από το 23% στο 27% των προτιμήσεων των ψηφοφόρων.


Ποιοι κρύβονται πίσω από την υπόθεση Yukos; Οι εκτιμήσεις συγκλίνουν στο γεγονός ότι το περιβάλλον του κ. Πούτιν έχει χωριστεί σε δύο στρατόπεδα. Το πρώτο αποτελείται από τους οικονομικούς συμβούλους του, επικεφαλής των οποίων θεωρείται ο πρωθυπουργός Μιχαήλ Κασιάνοφ. Αυτοί τάσσονται υπέρ των μεταρρυθμίσεων στη ρωσική οικονομία.


Το έτερο στρατόπεδο αποτελούν οι αποκαλούμενοι «σιλοβίκι» (siloviki). Πρόκειται για πρώην στελέχη των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών και βετεράνους της KGB που προσαρμόστηκαν στη νέα πραγματικότητα. Αυτοί επιθυμούν την ισχυροποίηση του κράτους και την απόκτηση επιρροής εν όψει μιας δεύτερης προεδρικής θητείας Πούτιν. Ουσιαστικά ζητούν επαναδιανομή του πλούτου προς όφελός τους, περιορίζοντας δραστικά την επιρροή των ολιγαρχών. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 58% του συμβουλίου ασφαλείας αποτελείται από μέλη των «σιλοβίκι» όταν στο Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΣΕ επί Μιχαήλ Γκορμπατσόφ το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 5%.


Αρκετοί εξ αυτών φοβούνται ότι ο κ. Κοντορκόφσκι ίσως επιχειρήσει να πραγματοποιήσει αυτό το οποίο ο ίδιος έχει αφήσει εντέχνως να διαρρεύσει, ότι δηλαδή πρόκειται να θέσει υποψηφιότητα για πρόεδρος το 2008. H προσπάθεια του ρώσου μεγιστάνα να προετοιμάσει το έδαφος για την κάθοδό του στην πολιτική καταδεικνύεται από την απόφασή του να υποστηρίξει τα δεξιά φιλελεύθερα κόμματα, τα οποία αντιπολιτεύονται τον κ. Πούτιν, εν όψει εκλογών. Σύμφωνα με τους «σιλοβίκι», μια τέτοια εξέλιξη πρέπει να αποτραπεί πάση θυσία.


H συμφωνία κυρίων με το Κρεμλίνο TI ΑΠΕΓΙΝΑΝ ΟΣΟΙ EK ΤΩΝ ΠΛΟΥΣΙΩΝ ΠΑΡΑΒΙΑΣΑΝ TA ΣΥΜΦΩΝΗΘΕΝΤΑ ME TON ΡΩΣΟ ΠΡΟΕΔΡΟ


Οι πολιτικές φιλοδοξίες του κ. Κοντορκόφσκι παραβαίνουν τη συμφωνία κυρίων μεταξύ του κ. Πούτιν και των ολιγαρχών, η οποία έλαβε χώρα λίγο μετά την άνοδο του πρώτου στον προεδρικό θώκο, το 2000. H συμφωνία ανέφερε ότι ο κ. Πούτιν δεν θα ασχολούνταν με τις ύποπτες συναλλαγές χάρη στις οποίες οι ρώσοι μεγιστάνες απέκτησαν τις αμύθητες περιουσίες τους, αρκεί αυτοί να μην αναμειγνύονταν στις πολιτικές διεργασίες.


Στην ομάδα των ολιγαρχών που συμμετείχαν στη συμφωνία περιλαμβάνονταν μεταξύ άλλων οι Βλαντίμιρ Ποτάνιν, Αλεκσάντρ Μάμουτ, Μιχαήλ Φρίντμαν, Αλεξάντερ Σμολένσκι, Ρομάν Αμπράμοβιτς, Βαγκίτ Αλεκπέροφ και φυσικά ο κ. Κοντορκόφσκι. Ωστόσο, οι δύο ισχυρότεροι ήταν ο Μπορίς Μπερεζόφσκι και ο Βλαντίμιρ Γκουζίνσκι. Κατά τραγική ειρωνεία όμως, ήταν οι πρώτοι που παρενέβησαν τον κανόνα. H μοίρα τους υπήρξε κοινή, καθώς αναγκάστηκαν να πάρουν τον δρόμο της αυτοεξορίας για να αποφύγουν τη σύλληψη. H αντίδρασή τους στα μέτρα του ρώσου προέδρου για ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας εξελήφθη από τους δύο επιχειρηματίες ως απειλή για τα συμφέροντά τους.


Ο κ. Μπερεζόφσκι ζει πλέον στο Λονδίνο. Οι ρωσικές αρχές ζητούν την έκδοσή του για φοροδιαφυγή και άλλες οικονομικές απάτες ύψους περίπου 13 εκατ. δολαρίων. Πρώην καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας, ο 57χρονος μεγιστάνας εισήλθε στον χώρο των επιχειρήσεων το 1989, συστήνοντας την εταιρεία LogoVaz που πωλούσε αυτοκίνητα Lada. Διατηρώντας άριστες διασυνδέσεις με τον πρόεδρο Γέλτσιν, αγόρασε μερίδιο της πρώην κρατικής αεροπορικής εταιρείας Aeroflot και το 1995 απέκτησε τον έλεγχο της πετρελαϊκής εταιρείας Sibneft. Στην κατοχή του διατηρούσε επίσης το 49% των μετοχών του τηλεοπτικού δικτύου ORT, προτού αναγκαστεί να το πουλήσει στο κράτος αντί 170 εκατ. δολαρίων για να αποφυλακισθεί ο στενός συνεργάτης του Νικολάι Γκλουσκόφ. Ο κ. Μπερεζόφσκι αντιμετωπίζει επίσης την κατηγορία υπεξαίρεσης περίπου 700 εκατ. δολαρίων από την Aeroflot και τη μεταφορά τους σε λογαριασμούς στην Ελβετία.


H υπόθεση του κ. Γκουζίνσκι έλαβε μεγάλη έκταση στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης εξαιτίας της σύλληψής του στο αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» στις 21 Αυγούστου. Ο αποκαλούμενος και «Ρούπερτ Μέρντοκ της Ρωσίας» ήλεγχε το σπουδαιότερο ιδιωτικό τηλεοπτικό κανάλι της χώρας, το NTV. Τα τεράστια χρέη του και η πολιτική αντιπαράθεση με τον πρόεδρο Πούτιν τον οδήγησαν όμως μέχρι τη δεύτερη πατρίδα του, το Ισραήλ, για να γλιτώσει από την… τσιμπίδα του νόμου. H ρωσική δικαιοσύνη ζητεί επιμόνως από την ελληνική κυβέρνηση την έκδοσή του για φοροδιαφυγή ύψους περίπου 250 εκατ. δολαρίων.


Το ενδιαφέρον στρέφεται τώρα στους κκ. Κοντορκόφσκι και Αμπράμοβιτς. Ο πρώτος φαίνεται ότι ακολουθεί τον δρόμο της αντιπαράθεσης με το Κρεμλίνο. Προερχόμενος από φτωχή οικογένεια, ο 37χρονος μεγιστάνας των ρωσικών πετρελαίων διετέλεσε κάποτε αναπληρωτής γραμματέας της Κομμουνιστικής Νεολαίας (Κομσομόλ) προτού εισέλθει στον κόσμο των επιχειρήσεων. Πρότυπό του έχει τον αμερικανό πολυεκατομμυριούχο Τζον Ροκφέλερ, ιδρυτή της Standard Oil. Προτού αγοράσει το 85% της Yukos αντί μόλις 350 εκατ. δολαρίων (η κεφαλαιοποίηση της εταιρείας ανέρχεται σήμερα σε 9 δισ. δολάρια), ο κ. Κοντορκόφσκι ασχολούνταν με τις δραστηριότητες της τράπεζας Menatep.


H επόμενη κίνησή του ήταν η συγχώνευση της Yukos με τη Sibneft του κ. Αμπράμοβιτς. Ο τελευταίος όμως, σε αντίθεση με τον κ. Κοντορκόφσκι αλλά και τον μέντορά του Μπορίς Μπερεζόφσκι, ακολουθεί πορεία συμπόρευσης με τη ρωσική εξουσία. Ο κ. Αμπράμοβιτς, τα συμφέροντα του οποίου εκτείνονται στους τομείς του πετρελαίου, του αλουμινίου και προσφάτως του ποδοσφαίρου – λόγω της αγοράς του αγγλικού συλλόγου Τσέλσι -, είναι επίσης κυβερνήτης της ημιαυτόνομης επαρχίας της Τσουκότκα στη μακρινή Σιβηρία. Τα… πολιτικά σχέδιά του περιλαμβάνουν, σύμφωνα με φήμες, ακόμη και την κατασκευή σήραγγας για τη σύνδεση της Τσουκότκα με την Αλάσκα, καθώς οι δύο περιοχές βρίσκονται στις δύο πλευρές του Βερίγγειου Πορθμού.