Τα επενδυτικά προϊόντα custom made ή, επί το ελληνικότερον, προσαρμοσμένα σε συγκεκριμένες ανάγκες επενδυτών μεγάλου βεληνεκούς δημιουργούν σταδιακά μια νέα τάση για τα δεδομένα της ελληνικής αγοράς, η οποία αρχίζει πλέον να αποκτά μια εξωστρέφεια. Τα προϊόντα αυτά, όπως δείχνει και η ονομασία τους, δεν είναι απλά, τυποποιημένα προϊόντα αλλά «κόβονται και ράβονται» στα μέτρα, στις ανάγκες και στις επιθυμίες των επενδυτών, οι οποίοι όμως θα πρέπει να διαθέτουν συνολικά κεφάλαια τουλάχιστον 1 εκατ. ευρώ.
Η ανάγκη για τα προϊόντα αυτού του είδους, σύμφωνα με εκπροσώπους τραπεζών, πηγάζει αφενός από την τάση μείωσης των επιτοκίων και των αποδόσεων στο νέο περιβάλλον της ευρωζώνης και αφετέρου από την αναγνώριση της χρησιμότητάς τους από όλο και περισσότερους επενδυτές. Το κυριότερο στοιχείο που διαφοροποιεί αυτή την κατηγορία επενδύσεων είναι ότι ο επενδυτής μπορεί μέσω της τοποθέτησής του να πάρει συγκεκριμένη θέση, ανάλογα με την άποψη που ο ίδιος έχει για την πορεία κάποιου δείκτη ή μετοχών ή της ισοτιμίας νομισμάτων.
Σε γενικές γραμμές στο εγγύς μέλλον προβλέπεται ότι θα αυξηθεί η ζήτηση των προϊόντων αυτών καθώς όλο και περισσότερες τράπεζες, ελληνικές ή ξένες, δείχνουν να δραστηριοποιούνται προς την κατεύθυνση αυτή.
Σύμφωνα με τον κ. Βασίλη Κουτεντάκη, περιφερειακό διευθυντή του δικτύου καταστημάτων Citibank, η εξοικείωση των ελλήνων επενδυτών με αυτά τα επενδυτικά προϊόντα θα οδηγήσει σε αύξηση της ζήτησής τους και στην Ελλάδα.
Ειδικότερα, όπως τονίζει ο ίδιος στο «Βήμα», ο τραπεζικός κλάδος στην Ελλάδα, σε επίπεδο λιανικής, προκειμένου να ανταποκριθεί στις ανάγκες του έλληνα επενδυτή, έχει προχωρήσει στη δημιουργία προϊόντων τα οποία σχεδιάζονται και προσφέρονται μαζικά με στόχο την κάλυψη ενός ευρέος φάσματος αναγκών. Αυτό είναι αποτέλεσμα του συνεχούς ανταγωνισμού για την αύξηση του μεριδίου αγοράς αλλά και της ανάγκης για την επίτευξη οικονομιών κλίμακος.
Παρ’ όλα αυτά, ένα σημαντικό μέρος των ελλήνων επενδυτών, και ειδικότερα οι ιδιώτες με κεφάλαια άνω των 20-30 εκατ. δρχ., δεν ικανοποιείται από τέτοιου είδους τυποποιημένα προϊόντα αλλά επιζητεί ιδιαίτερες λύσεις τοποθετήσεων που να έχουν σχεδιαστεί με βάση μια στρατηγική επενδύσεων ειδικά για το δικό τους επενδυτικό προφίλ. Αυτό συμβαίνει επειδή δεν υπάρχει ένα μόνο είδος επένδυσης που να ταιριάζει σε όλους τους επενδυτές. Κάθε επενδυτής έχει μοναδικές ανάγκες, στόχους και ιδιαιτερότητες που καθορίζουν την επιλογή των κατάλληλων επενδύσεων για εκείνον.
Οι επενδυτές-καταθέτες αρχίζουν να εξοικειώνονται με την ιδέα αυτών των επενδυτικών προϊόντων και να αναγνωρίζουν τη χρησιμότητά τους, γεγονός που θα οδηγήσει και στην αύξηση της ζήτησης και κατά συνέπεια και της προσφοράς τέτοιων προϊόντων. Ο κυριότερος λόγος που οι τράπεζες στον ελλαδικό χώρο δεν προσφέρουν ακόμη μεγάλη ποικιλία εξειδικευμένων προϊόντων είναι η ιδιαίτερα απαιτητική υποδομή που χρειάζεται. Η υποδομή αυτή, εξηγεί ο κ. Κουτεντάκης, περιλαμβάνει κυρίως έμπειρο και άρτια εκπαιδευμένο προσωπικό, διευρυμένο διεθνώς δίκτυο, υψηλή τεχνολογική υποστήριξη, ενώ παράλληλα χρειάζεται σωστό υπολογισμό κόστους δημιουργίας και εξυπηρέτησης, χωρίς να απαιτείται απαραιτήτως μεγάλο ποσό επένδυσης.
Στο πλαίσιο της ενοποίησης του ευρωπαϊκού επενδυτικού χώρου αλλά και στο περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων που έχει διαμορφωθεί αποδίδεται, σύμφωνα με τον κ. Αλέξη Κομνηνό, αναπληρωτή διευθυντή Private Banking της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, η έντονη κινητικότητα που διαπιστώνεται στον τομέα δημιουργίας και διάθεσης νέων προϊόντων και εναλλακτικών επενδύσεων. Μεταξύ αυτών, επισημαίνει ο ίδιος στο «Βήμα», περιλαμβάνονται και κάποια ιδιαίτερα εξειδικευμένα προϊόντα, για τις ανάγκες του πελάτη.
«Με τον όρο custom made» αναφέρει «περιγράφονται όλα τα προϊόντα που δημιουργούνται από τις τράπεζες “επί παραγγελία” κάποιου ή κάποιων πελατών προκειμένου να εξυπηρετήσουν συγκεκριμένη επενδυτική ανάγκη. Ο πελάτης είναι σε θέση να επιλέξει το διάστημα της επένδυσης, το ποσοστό του αναλαμβανόμενου ρίσκου (και της προσδοκώμενης απόδοσης), καθώς και το νόμισμα στο οποίο θα πραγματοποιηθεί η τοποθέτηση των κεφαλαίων του».
Ο τρόπος σχεδιασμού του προϊόντος είναι παρόμοιος με εκείνον που χρησιμοποιείται για τα προϊόντα εγγυημένου κεφαλαίου. Προϋποθέτει, δηλαδή, τη χρήση παραγώγων (ελληνικών ή άλλων αγορών) είτε επί χρηματιστηριακών δεικτών και μετοχών είτε επί τίτλων σταθερού εισοδήματος. Στην πιο απλή του μορφή ο μηχανισμός περιλαμβάνει την αγορά ομολόγου zero coupon λήξης της αρεσκείας του πελάτη ούτως ώστε να εξασφαλιστεί η ολική ή η μερική εγγύηση του κεφαλαίου κατά τη λήξη (πάλι σύμφωνα με την προτίμηση του επενδυτή) και το υπολειπόμενο αρχικό κεφάλαιο επενδύεται σε παράγωγα ανάλογης λήξης που εξυπηρετούν τη συγκεκριμένη επενδυτική άποψη του επενδυτή.
Σε περίπτωση που η άποψη αποδειχθεί σωστή στη λήξη, ο επενδυτής ανταμείβεται με μεγάλη απόδοση επί του συνολικού επενδεδυμένου κεφαλαίου (λόγω του παραγώγου), ενώ σε αντίθετη περίπτωση απλώς διατηρεί το κεφάλαιό του στον βαθμό που εκείνος έχει επιλέξει. Ανάλογα προϊόντα νέας γενεάς επιτρέπουν και την πιο ενεργητική διαχείριση του υπολειπόμενου κεφαλαίου. Τέτοιες επενδύσεις προσφέρονται από τα dealing rooms των περισσοτέρων τραπεζών και απευθύνονται σε πελάτες που, εκτός από πλήρη κατανόηση των επενδυτικών κινδύνων που αναλαμβάνουν, πρέπει να έχουν κάποια συγκεκριμένη άποψη για την πορεία μιας αγοράς αλλά και κεφάλαια προς επένδυση της τάξεως του 1 εκατ. ευρώ.
Τα βήματα για μια σωστή εξειδικευμένη τοποθέτηση
Ας δημιουργήσουμε ένα φανταστικό σενάριο, το οποίο όμως μπορεί να αποτελεί και πραγματικότητα: κάποιος διαθέτει ένα ποσό προς επένδυση που μπορεί να ξεκινά από τα 20 εκατ. δρχ. και να φθάνει ως και πάνω από περίπου 300 εκατ. δρχ., δηλαδή 1 εκατ. ευρώ.
Οσο δύσκολο και αν φαίνεται αυτό, μπορούμε να υποθέσουμε όλες τις πιθανές αιτίες: από το να κερδίσει, δηλαδή, κάποιος ένα σημαντικό ποσό στο λαχείο ή σε άλλα τυχερά παιχνίδια ως ακόμη και να κληρονομήσει μια μεγάλη περιουσία. Μάλιστα μπορούμε ακόμη να υποθέσουμε ότι το ποσό αυτό μπορεί και να προέρχεται από κάποιες μεθοδικές και «αιματηρές» οικονομίες.
Μία ακόμη υπόθεση που μπορούμε να κάνουμε είναι ότι το άτομο αυτό είναι κάτω των 40 ετών και θέλει να επενδύσει το ποσό αυτό, το μεγαλύτερο προφανώς ποσό που έχει επενδύσει.
Φυσικά το πρώτο πράγμα που θα σκεφθεί αυτός ο υποψήφιος επενδυτής είναι να μην κάνει κάποια λανθασμένη τοποθέτηση και να μη «ρισκάρει» το αρχικό κεφάλαιό του.
Ξεκινώντας από τα βασικά το πρώτο πράγμα που πρέπει να φροντίσουν είναι να δημιουργήσουν ένα μικρό κεφάλαιο που θα τους εξασφαλίσει τα προς το ζην για περίπου ένα εξάμηνο, εκτός από τον μηνιαίο μισθό τους ή άλλους πόρους που μπορεί να διαθέτουν. Το μικρό αυτό κεφάλαιο ασφαλείας μπορεί να λειτουργήσει σαν ένα είδος «αερόσακου» σε περίπτωση που κάτι δεν πάει καλά και συνεπώς δεν θα αναγκαστούν να πειράξουν το ποσό που θα επενδύσουν.
Το δεύτερο βήμα είναι να κάνουν έλεγχο του θάρρους τους. Η ιδέα είναι να σκεφθούν και να καταλήξουν στον βαθμό του επενδυτικού κινδύνου που μπορούν να αντέξουν. Στην ηλικία μεταξύ των 30 και των 40 ετών θα πρέπει να σκεφθούν μακροπρόθεσμα. Αυτό σημαίνει ότι θα μπορούσαν να εμπιστευθούν την επένδυσή τους σε μετοχές ή σε μετοχικά αμοιβαία. Βεβαίως για τον άνθρωπο η έννοια του μακροχρόνιου είναι κάτι το πολύ μακρινό. Συνεπώς οι επενδυτές επηρεάζονται ψυχολογικά από τις διακυμάνσεις, απότομες ή μη, των δεικτών. Ετσι σε μια δεδομένη στιγμή μπορεί να δειλιάσουν άλλωστε και αυτό είναι ένα ανθρώπινο χαρακτηριστικό και να προβούν σε κάποια σπασμωδική κίνηση. Μπορεί λοιπόν μέσα στον πανικό τους να προβούν σε ρευστοποιήσεις αν δουν ότι το αρχικό κεφάλαιό τους έχει πέσει κατά 20%, π.χ., σε διάστημα λίγων μηνών. Το ερώτημα είναι λοιπόν αν όντως θα κάνουν κάτι τέτοιο ή, αντίθετα, αν θα σκεφθούν ότι υπάρχει περισσότερος χρόνος για την επένδυσή τους να ανακάμψει.
Με δεδομένο ότι οι επενδυτές έχουν σκεφθεί λογικά προχωρούμε στο επόμενο βήμα, το οποίο δεν είναι άλλο από τη δημιουργία ενός χαρτοφυλακίου με μια σύνθεση που να αρμόζει στον χαρακτήρα του επενδυτή. Με δεδομένη την ηλικία, ο κύριος όγκος του κεφαλαίου, δηλαδή 70% ή και περισσότερο, θα πρέπει να επενδυθεί σε μετοχές ή μετοχικά αμοιβαία. Σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία, οι μετοχές έχουν την καλύτερη δυναμική στο να μεγαλώσουν το αρχικό κεφάλαιο μακροπρόθεσμα. Ακόμη σημαντικότερο είναι και το στοιχείο ότι η αξία τους ανεβαίνει ταχύτερα από τον πληθωρισμό. Βεβαίως ο επενδυτής της συγκεκριμένης περίπτωσης θα χρειασθεί να τοποθετήσει και ένα ποσό σε ομόλογα ως αντιστάθμισμα του επενδυτικού ρίσκου. Βεβαίως οι τοποθετήσεις σε ομόλογα δεν προσφέρουν τις εντυπωσιακές αποδόσεις του παρελθόντος αλλά προφυλάσσουν το χαρτοφυλάκιο σε εποχές άσχημες για το Χρηματιστήριο.
Οτιδήποτε και να αποφασίσει δεν θα πρέπει να ψάχνει για επενδύσεις σε τίτλους ή αμοιβαία που στο παρελθόν έχουν παρουσιάσει κορυφαίες αποδόσεις. Αυτό που έχει ανάγκη είναι επενδύσεις με σταθερή, μακροχρόνια απόδοση, λίγο ανώτερη του μέσου όρου. Επομένως ο επενδυτής θα πρέπει να αναζητεί μια ομάδα αξιόπιστων μετοχών, ομολόγων ή αμοιβαίων που να μπορούν να αποδίδουν ως σύνολο.
Ενα ενδεικτικό παράδειγμα μπορεί να είναι και τα αμοιβαία πάνω σε δείκτες ή index funds. Πρόκειται για χαμηλού κόστους αμοιβαία κεφάλαια τα οποία προσπαθούν να εναρμονισθούν με τις αποδόσεις της αγοράς ή των αγορών και όχι να τις υπερβούν.
Φυσικά ο γενικός κανόνας είναι ότι στον κόσμο των επενδύσεων δεν υπάρχουν εγγυήσεις. Αλλά, αν κάποιος ακολουθήσει τα παραπάνω βήματα, θα πρέπει να είναι βέβαιος ότι έχει όλες τις πιθανότητες για μια σημαντική απόδοση στο τέλος του χρονικού διαστήματος που έχει θέσει ως μακροχρόνιο ορίζοντα.



