Είναι γόνος επιχειρηματικής οικογένειας, λένε ότι έχει ταλέντο, έγινε διεθνώς γνωστός, ο ελληνικός και ο ξένος Τύπος δεν ήταν καθόλου φειδωλός μαζί του, υπέγραψε με το όνομά του τα προϊόντα περισσοτέρων από 15 ελληνικών βιοτεχνιών και βιομηχανιών και περίπου 10 ξένων, δημιούργησε σειρά καταστημάτων και ένα εργοστάσιο· και όμως δεν έβγαλε λεφτά! Είναι δυνατόν; Αυτή είναι η περίπτωση του κ. Γιάννη Τσεκλένη, ενός από τους πιο διάσημους σχεδιαστές που έβγαλε η Ελλάδα.


Το χαϊδεμένο παιδί της ελληνικής ελίτ, στα 19 του χρόνια προσλαμβάνεται στην οικογενειακή επιχείρηση υφασμάτων. Το 1967 αρχίζει τη σχεδίαση ολοκληρωμένων συλλογών μόδας και ιδρύει αλυσίδα μπουτίκ με το όνομά του. Σήμερα, μετά από μια πορεία που αρχίζει από ρούχα και καταλήγει στον σχεδιασμό αεροπλάνων, δηλώνει πως δεν έβγαλε λεφτά, όχι γιατί θέλει να τον λυπηθούμε ή γιατί δεν έχει να ζήσει αλλά «γιατί το χρήμα δεν ήταν η πρώτη προτεραιότητα».


«Ηταν τόσο πρωτοποριακά αυτά που έφτιαχνα», εξηγεί, «που ήταν πολύ δύσκολο να απορροφηθούν από το ελληνικό επιχειρηματικό περιβάλλον. Αυτό το περιβάλλον δουλεύει πολύ καλά στο εμπόριο και στον εφοπλισμό αλλά δεν δουλεύει καθόλου καλά στη βιομηχανία και στην ανάπτυξη προϊόντων. Γι’ αυτό και έχουμε αυτή τη συνεχή αποβιομηχάνιση. Η χώρα δεν προσέφερε ποτέ διάσημα προϊόντα στη διεθνή αγορά. Εγώ, από την αρχή της καριέρας μου, ήθελα να εφαρμόσω τους διεθνείς κανόνες παιχνιδιού στην Ελλάδα. Σχεδίαζα για ξένους κολοσσούς σειρά προϊόντων μόδας και μόδας ζωής και προσπαθούσα να πείσω το ελληνικό βιομηχανικό κατεστημένο να τα παραγάγει στην Ελλάδα. Δεν το κατάλαβαν και αναγκάστηκα να κάνω εγώ και τον βιομήχανο, σαν καραγκιόζης Ελληνας!».


Και γιατί δεν έκανε παραγωγή σε ξένα εργοστάσια; «Δεν ήθελα. Ολα τα συμβόλαια που υπέγραφα στο εξωτερικό τα έφερνα για υλοποίηση στην Ελλάδα, όπου είναι παντελής η άγνοια τεχνογνωσίας. Και σήμερα ακόμη, που η κλωστοϋφαντουργία σε λίγα χρόνια δεν θα υπάρχει, αν τους πεις ενωθείτε να κάνετε μεικτές επιχειρήσεις και να φτιάξετε ένα τελικό προϊόν με όνομα, δεν θα το κάνουν. Δεν καταλαβαίνουν πως κανένα βιομηχανικό συγκρότημα του εξωτερικού δεν είναι άσχετο από κάποιο πολύ μεγάλο όνομα στον σχεδιασμό».


Πικρία; «Καθόλου. Εχω ένα μεγάλο πλούτο με τρεις άξονες: Συνεχίζω να δημιουργώ στις παρυφές της τέχνης επεμβαίνοντας στη ζωή των ανθρώπων, έχω την ικανοποίηση πως έδωσα από τον διεθνή Τύπο τέτοια δημοσιότητα στη χώρα μου όσο κανείς πολιτικός μας, έβγαλα την ελληνική μόδα στο πεζοδρόμιο και στον διεθνή χώρο, εφήρμοσα πρωτοποριακές τεχνικές στην παραγωγή υφασμάτων και πρώτος εφήρμοσα πρακτικές όπως το λίζινγκ ή το φραντσάιζ τη στιγμή που δεν υπήρχε καν σχετική νομολογία στην Ελλάδα. Οταν πρότεινα το πρώτο φραντσάιζ σε επιχειρηματία με ρώτησε αν τρώγεται! Αυτή τη μανία να είμαι πρωτοπόρος την πλήρωσα πολύ ακριβά. Πάντα θαύμαζα τον Πολ Πουαρέ. Ηθελα να του μοιάσω σε όλα, εκτός από ένα. Ηταν ο πρώτος σχεδιαστής μόδας που πήγε στο Ταμείο Ανεργίας. Εγώ δεν θα του μοιάσω γιατί δεν είχα ποτέ εργοδότη».


Και το εργοστάσιο; «Εγινε με υστέρηση κεφαλαίων κινήσεως και με δάνειο 6.700.000 δρχ. Δεν είχα ταλέντο να διεκδικώ δάνεια. Δυστυχώς, όταν έμαθαν ότι έπαθα μελάνωμα έκοψαν όλα τα κεφάλαια κίνησης. Εβλεπαν το εργοστάσιο σαν όνομα ενός ανθρώπου και όχι σαν Α.Ε. Και όμως υπήρχαν από τους ξένους συνεργάτες μου συμβόλαια για παραγγελίες εκατομμυρίων δολαρίων αλλά δεν μπορούσαν να εξυπηρετηθούν. Ο μόνος έλληνας επιχειρηματίας που κατάλαβε την ανταλλαγή ταλέντων ήταν ο Γιάννης Γεωργακάς του “Μινιόν”, αλλά είχαμε την ατυχία να του κάψουν το κατάστημα το 1980. Προσπάθησε να με στηρίξει και ο Ανδρέας Καρέλλας του “Αιγαίον”, αλλά δεν με στήριξε η ΕΤΒΑ».


Σήμερα; «Αισθάνομαι σαν τον Μαρκ Σπιτς με τα μετάλλιά του· τα καμαρώνω, τα γυαλίζω, απολαμβάνω την αίγλη του κύρους του ονόματός μου και έχω πολύ καλές συνεργασίες στον χώρο της αισθητικής ζωής».


Μήπως όμως και ο ίδιος δεν ήταν συνεργάσιμος; «Ημουν και είμαι πάρα πολύ συνεργάσιμος. Δεν διέρρηξα ποτέ σχέσεις. Απλώς δεν ήξεραν οι έλληνες επιχειρηματίες να τις εκμεταλλευθούν και εξέπνεαν. Οι κακόπιστοι που συνάντησα δεν ήταν πάνω από 2 ή 3. Οι σχεδιαστές μόδας δημιουργούν προϊόντα λίζινγκ για να πάνε χέρι χέρι με τους παραγωγούς. Κανείς δεν πάει μόνος του. Στην Ελλάδα ή περίμεναν το προϊόν να πάει μόνο του ή περίμεναν να το φορτώσεις με λιλιά για να πουλήσει. Ενα όνομα σαν το δικό μου, για να το φτιάξεις σήμερα, αν δεν είσαι ο ίδιος ταλέντο, επιεικώς πρέπει να ξοδέψεις από 3 ως 10 δισ. δρχ. Το δικό μου όνομα, που έχει τα ζητούμενα συστατικά, αν το ακουμπήσω στην Ομόνοια δεν μπορεί να το πάρει κανείς, όχι γιατί δεν το θέλει αλλά γιατί δεν ξέρει να το εκμεταλλευθεί. Αυτό είναι το κατηγορώ μου προς το ελληνικό επιχειρηματικό περιβάλλον».