Οταν έληξε ο Τριακονταετής Πόλεμος
(1618-1648), ο τελευταίος της σειράς των θρησκευτικών πολέμων που αιματοκύλησαν την Ευρώπη, η Γερμανία παρέμενε κατακερματισμένη σε 350 κρατίδια. Κάθε ελπίδα ενοποίησης καταποντίστηκε ολοσχερώς μαζί με το όραμα περί «κυριαρχίας του κόσμου» (dominium mundi) που τόσο αυτάρεσκα είχε υπερασπιστεί η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Εθνους, μια αυτοκρατορία που παρά το στομφώδες του ονόματός της δεν ξεπέρασε ποτέ τα γερμανικά και ιταλικά σύνορα. Η παλαιά αντίληψη ότι η Γηραιά Ηπειρος έπρεπε να αποτελεί μια ρωμαιοκαθολική αυτοκρατορία με έναν πνευματικό ηγέτη, τον πάπα, και έναν κοσμικό ηγέτη, τον αυτοκράτορα, εγκαταλείφθηκε διά παντός. Ανεξάρτητα από νικητές και ηττημένους, μετά το τέλος του Τριακονταετούς Πολέμου και την υπογραφή της Συνθήκης της Βεστφαλίας, η Ιστορία άλλαξε σελίδα: στην πραγματικότητα μπήκαν τα θεμέλια της βασικής δομής της σύγχρονης Ευρώπης ως κοινότητας κυρίαρχων εθνικών κρατών.


Η διαμελισμένη Γερμανία δυσκολευόταν πάντα να προσδιορίσει τη θέση της στον χάρτη. Τα κρατίδια που απάρτιζαν το γερμανικό μωσαϊκό σε όλη τη διάρκεια του 17ου και 18ου αιώνα ήταν τόσο διαφορετικά μεταξύ τους, ως προς την εδαφική τους έκταση, την πολιτική δομή τους (κοσμικές ή εκκλησιαστικές ηγεμονίες, ελεύθερες δημοκρατίες) και τις θρησκευτικές αντιλήψεις τους (καθολικοί της Νότιας Γερμανίας, καλβινιστές της Βορειοδυτικής, Λουθηρανοί της Βορειανατολικής) που ήταν δύσκολο να γίνει λόγος για ενιαίο γερμανικό έθνος. Μόνο στις αρχές του 19ου αιώνα, στη διάρκεια της γαλλικής κατοχής και ενώπιον ενός κοινού εχθρού, του Ναπολέοντος, κατάφερε αισίως να αφυπνιστεί το μουδιασμένο εθνικό αίσθημα των Γερμανών. Με τις 14 Αγορεύσεις του προς το Γερμανικό Εθνος (1807) ο φιλόσοφος Φίχτε έθεσε τις βάσεις γι’ αυτή την αργοπορημένη έστω αφύπνιση. Για πρώτη φορά η γερμανική αστική τάξη και οι μεγάλες λαϊκές μάζες μπήκαν με ενθουσιασμό στον αγώνα κατά της Γαλλίας.


Οι καρποί της εθνικής ομοψυχίας δεν άργησαν να φανούν. Στις 9 Ιουνίου 1815 το Συνέδριο της Βιέννης σήμανε το τέλος των ναπολεοντείων πολέμων και επανακαθόρισε, μεταξύ άλλων, τη δομή της Γερμανίας. Τη θέση της παλαιάς Αγίας Αυτοκρατορίας πήρε τώρα η Γερμανική Ομοσπονδία, αποτελούμενη από 39 μόνο (!) κράτη. Κάθε κράτος έστειλε τους δικούς του αντιπροσώπους στην Ομοσπονδιακή Δίαιτα, μια συνέλευση που είχε έδρα τη Φραγκφούρτη, υπό την καθοδήγηση του υπερσυντηρητικού αυστριακού πρίγκιπα Μέτερνιχ. Μπροστά στα δεκάδες λιλιπούτεια και πολιτικώς ανύπαρκτα δουκάτα και αρχιδουκάτα, τα ηνία έσπευσαν να πάρουν οι δύο γίγαντες της Γερμανίας: η Αυστρία και η Πρωσία. Ο αυστροπρωσικός ανταγωνισμός επεκτάθηκε σιγά σιγά σε όλα τα επίπεδα. Η Αυστρία (με τον Μέτερνιχ) εμφανιζόταν αποφασισμένη να καθυποτάξει κάθε εθνικιστικό κίνημα. Η Πρωσία, αντιθέτως, προσανατολιζόταν περισσότερο προς τον δρόμο της ενοποίησης. Δεν δίστασε μάλιστα να συγκροτήσει τη Zollverein, την τελωνειακή ένωση όλων των γερμανικών κρατών (πλην της Αυστρίας), προωθώντας την οικονομική ενότητα της Γερμανίας, προοίμιο της εθνικής της ενότητας.





Η ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (με κίτρινο). Ο Βίσμαρκ, τιθασεύοντας την ισχύ της γενέτειράς του Πρωσίας, ενέταξε (το 1866 και το 1871 αντίστοιχα) τα γερμανικά κρατίδια βόρεια και νότια του ποταμού Μάιν στην ομοσπονδία


Εν έτει 1848 την παραπαίουσα ειρήνη στην Ευρώπη ήρθε να διαταράξει ένα αιφνίδιο κύμα επαναστάσεων. Στο Βερολίνο και σε άλλες γερμανικές πόλεις ξέσπασαν βίαιες ταραχές, πολλοί γερμανοί ηγεμόνες ανατράπηκαν, ενώ μια ομάδα ακαδημαϊκών στη Χαϊδελβέργη συγκάλεσε μια εκλεγμένη Εθνοσυνέλευση στη Φραγκφούρτη που αντικατέστησε την Ομοσπονδιακή Δίαιτα, αναλαμβάνοντας να συντάξει ένα νέο σύνταγμα για την ενωμένη Γερμανία. Μόνο που το όραμα της ενοποίησης βρισκόταν ακόμη πολύ μακριά. Είχαν ήδη δημιουργηθεί δύο ισχυρότατα αντίπαλα στρατόπεδα: εκείνοι που υποστήριζαν την ύπαρξη της Μεγάλης Γερμανίας μαζί με την Αυστρία και εκείνοι που τάσσονταν υπέρ μιας Μικρής Γερμανίας χωρίς την Αυστρία. Τα μέλη της Εθνοσυνέλευσης της Φραγκφούρτης που υποστήριζαν το δεύτερο (φιλοπρωσικό) σενάριο δεν δίστασαν να προσφέρουν το αυτοκρατορικό στέμμα στον ισχυρότερο γερμανό μονάρχη, που δεν ήταν άλλος από τον Φρειδερίκο Γουλιέλμο Δ’ της Πρωσίας. Εκείνος αρνήθηκε να δεχθεί αυτό «το στέμμα από πηλό και χαρτί» που του παραχωρούσαν στην πραγματικότητα «απλοί φουρνάρηδες και χασάπηδες». Τα άλλα μεγάλα γερμανικά κράτη απέσυραν με τη σειρά την υποστήριξή τους από τη Φραγκφούρτη. Ηταν φανερό ότι η Αυστρία είχε κερδίσει τη μάχη. Η Πρωσία εγκατέλειψε για λίγο τα ενωτικά σχέδιά της υπογράφοντας την ταπεινωτική συνθήκη του Ολμιτς (1850).


Ακριβώς δώδεκα χρόνια αργότερα, το 1862, έγινε πρωθυπουργός της Πρωσίας ο Οθων φον Βίσμαρκ (Otto von Bismarck). Ηδη από τον πρώτο του λόγο στη Βουλή διαφάνηκαν οι πρώτες ύλες της πολιτικής του σκέψης: «Τα μεγάλα ζητήματα του παρόντος δεν είναι δυνατό να λυθούν με λόγους και ψηφοφορίες ­ αυτό υπήρξε το μεγάλο λάθος του 1848 και του 1849 ­ αλλά με αίμα και σίδερο». Εξαιρετικά ευφυής, οξύθυμος, καιροσκόπος και πανούργος, ο 47χρονος αυτός γιούνκερ (=πρώσος γαιοκτήμονας) με το επιβλητικό παράστημα και τις πληθωρικές συνήθειες («έτρωγε με το ένα χέρι κεράσια και με το άλλο γαρίδες, και μετά παραπονιόταν ότι δεν μπορεί να κοιμηθεί» θα πει γι’ αυτόν αργότερα ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Βενιαμίν Ντισραέλι) πήρε τη μοίρα της Γερμανίας, την οποία βεβαίως ταύτιζε με την Πρωσία, στα χέρια του.


Επειτα από μια σύντομη εκεχειρία προκειμένου να αντιμετωπιστούν από κοινού οι «ατασθαλίες» της Δανίας, Πρωσία και Αυστρία αποφάσισαν ότι είχε η έρθει ώρα για «αίμα και σίδερο». Ο «Πόλεμος των Επτά Εβδομάδων» (1866), στον οποίο έλαβε μέρος ως εθελοντής νοσοκόμος και ο Πρώσος Φρειδερίκος Νίτσε, έληξε με ήττα των Αυστριακών. Ο Βίσμαρκ πέτυχε τη διάλυση της παλαιάς Γερμανικής Ομοσπονδίας, απομακρύνοντας μια για πάντα τον μοναδικό υπολογίσιμο εσωτερικό εχθρό, την Αυστρία. Επεισε όμως τον Γουλιέλμο Α’ να αρκεστεί σε μετριοπαθείς όρους ειρήνης γνωρίζοντας ότι «θα χρειαστούμε την ισχύ της στο μέλλον προς το συμφέρον μας». Η Αυστρία συμφώνησε να αναγνωρίσει «μια νέα μορφή Γερμανίας χωρίς τη συμμετοχή της Αυστριακής Αυτοκρατορίας» και δημιούργησε μια δυαδική μοναρχία με την Ουγγαρία.





Ο ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ Α’ και ο αρχηγός του επιτελείου του στρατηγός φον Μόλτκε παρακολουθούν στρατιωτικά γυμνάσια επικεφαλής ομάδας αξιωματικών. Ο Μόλτκε ανέδειξε τον πρωσικό στρατό σε μια από τις πιο αποτελεσματικές μαχητικές δυνάμεις της Ευρώπης που είχε στη διάθεσή της οπισθογεμή ελαφρά πυροβόλα


Για τον Βίσμαρκ όμως υπήρχαν εκκρεμότητες. Τα νότια γερμανικά κράτη της Βαυαρίας, της Βάδης και της Βυρτεμβέργης εξακολουθούσαν να εναντιώνονται στην ενοποίησή τους με την Πρωσία και τα λοιπά βόρεια κράτη. Ενας κοινός εχθρός θα του έδινε λύση στο πρόβλημα. Το 1870 ενορχήστρωσε τον γαλλοπρωσικό πόλεμο. Τον Φεβρουάριο του 1871 επέβαλε στη Γαλλία πολεμική αποζημίωση 5.000.000.000 φράγκων μαζί με την απώλεια της Αλσατίας και της Λωρραίνης (οι όροι περιελήφθησαν στη Συνθήκη της Φραγκφούρτης). Ο Βίσμαρκ ήταν πλέον έτοιμος να δημιουργήσει τη νέα Γερμανική Αυτοκρατορία. Καθώς όμως δεν είχε ακόμη τη συγκατάθεση ολόκληρου του γερμανικού έθνους (κάποια νότια γερμανικά κράτη αντιστέκονταν ακόμη στον έλεγχο της Πρωσίας), προέβη πρώτα σε πλείστα παρασκηνιακά μαγειρέματα (π.χ., εξαγόρασε τον βασιλιά της Βαυαρίας με μεγάλα ποσά από μυστικά κονδύλια που διέθετε).


Η ανακήρυξη της νέας Γερμανικής Αυτοκρατορίας πραγματοποιήθηκε στην Αίθουσα των Κατόπτρων των Βερσαλλιών, στις 18 Ιανουαρίου 1871. Αυτοκράτορας εστέφθη ο Γουλιέλμος Α’, ο Βίσμαρκ όμως ήταν ο αδιαφιλονίκητος ήρωας του γερμανικού λαού. Ο ίδιος θεωρούσε την Αυτοκρατορία δημιούργημά του και αντιμετώπιζε κάθε προσωπικό αντίπαλό του ως άσπονδο εχθρό της (Reichfeind). Στις 21 Μαρτίου τιμήθηκε με τον τίτλο του πρίγκιπα και διορίστηκε καγκελάριος του Β’ Ράιχ. Ως το 1890 που εξαναγκάστηκε σε παραίτηση παρέμεινε ένας από τους δεινότερους πηδαλιούχους όχι μόνο της Γερμανίας αλλά ολόκληρης της Ευρώπης, κρατώντας τις ισορροπίες μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων και διασφαλίζοντας την ειρήνη για 26 ολόκληρα χρόνια. Ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Γλάδστων είπε γι’ αυτόν ότι «έκανε τη Γερμανία μεγάλη και τους Γερμανούς μικρούς», ενώ μεταγενέστεροι ιστορικοί τον κατηγόρησαν ότι προλείανε το έδαφος για τον Χίτλερ. Οποια και αν είναι η ετυμηγορία, ο Οτο φον Βίσμαρκ έχει πάρει επαξίως τη θέση τής πλέον αμφιλεγόμενης προσωπικότητας στη γερμανική Ιστορία.


Η συνέντευξη που δημοσιεύουμε σήμερα παραχωρήθηκε από τον 75χρονο πρίγκιπα Βίσμαρκ στον ανταποκριτή της βρετανικής εφημερίδας «The Daily Telegraph» στην Πρωσία Γουίλιαμ Μπίτι-Κίνγκστον. Ελαβε χώρα το 1890, λίγους μόνο μήνες μετά την παραίτησή του από την καγκελαρία. Ο Βίσμαρκ έτρεφε ιδιαίτερο σεβασμό για τον άγγλο δημοσιογράφο, αν και δεν τον συμπαθούσε ιδιαιτέρως γιατί θεωρούσε επικίνδυνες τις… γνώσεις του (σ.τ.μ.: στο παρελθόν είχε αποπειραθεί να τον εκδιώξει από την Πρωσία). Η συνέντευξη έλαβε χώρα στην αγγλική γλώσσα, την οποία ο πρίγκιπας μιλούσε απταίστως.


Φωτογραφίες: Hellas press