Ο Γούντροου Γουίλσον, εικοστός όγδοος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, γεννήθηκε στο Στόντον της Βιρτζίνια. Ο πατέρας του ήταν κληρικός και η μητέρα του κόρη κληρικού και ο Γουίλσον μεγάλωσε σε θρησκευόμενο οικογενειακό περιβάλλον και στον πρώτο από τους δύο γάμους του παντρεύτηκε κόρη κληρικού.
Παρά τις μαθησιακές δυσκολίες που εμφάνισε στα παιδικά του χρόνια, αργότερα ο Γουίλσον σπούδασε νομικά και άλλες θεωρητικές επιστήμες σε έγκριτα εκπαιδευτικά ιδρύματα: Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια, Πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς. Παράλληλα ανέπτυξε ζωηρό ενδιαφέρον για την πολιτική.
Αφού άσκησε για ένα διάστημα τη δικηγορία ο Γουίλσον ακολούθησε ακαδημαϊκή σταδιοδρομία ως καθηγητής της πολιτικής επιστήμης και το 1902-10 ήταν πρόεδρος του Πανεπιστημίου του Πρίνστον.
H διευρυνόμενη φήμη του Γουίλσον ως πανεπιστημιακού έκανε ορισμένα στελέχη της συντηρητικής πτέρυγας του Δημοκρατικού Κόμματος να δουν σε αυτόν προεδρικές προοπτικές και πρώτα τον έπεισαν να διεκδικήσει το αξίωμα του κυβερνήτη του Νιου Τζέρσι. Ηδη κατά την προεκλογική εκστρατεία του ο Γουίλσον διεκδίκησε και πέτυχε να ανεξαρτητοποιηθεί από αυτούς τους συντηρητικούς κύκλους και από τον κομματικό μηχανισμό που τον είχε αναδείξει υποψήφιο. Υιοθέτησε προοδευτικό πρόγραμμα, το οποίο και εφήρμοσε μετά την εκλογή του.
H πρώτη προεδρική θητεία
Το συνέδριο του Δημοκρατικού Κόμματος του 1912 ανέδειξε υποψήφιο πρόεδρο τον Γουίλσον. H προεκλογική εκστρατεία του, τιτλοφορούμενη Νέα Ελευθερία, έδινε υποσχέσεις για βελτίωση και εκσυγχρονισμό σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής των Ηνωμένων Πολιτειών. Στις εκλογές του ίδιου χρόνου η διάσπαση των αντιπάλων του Ρεπουμπλικανών διευκόλυνε την επιτυχία του Γουίλσον. Ο Δημοκρατικός υποψήφιος επικράτησε τόσο του επίσημου υποψηφίου των Ρεπουμπλικανών Γουίλιαμ Ταφτ όσο και του πρώην Ρεπουμπλικανού προέδρου Θεοδώρου Ρούζβελτ, ο οποίος είχε συμμετάσχει στις εκλογές με το δικό του βραχύβιο Προοδευτικό Κόμμα.
Ως πρόεδρος ο Γουίλσον αποδείχθηκε πιστός στις εξαγγελίες του προγράμματός του Νέα Ελευθερία. Εφήρμοσε μια σειρά προοδευτικές μεταρρυθμίσεις που αφορούσαν το δασμολογικό και φορολογικό καθεστώς, το τραπεζικό και νομισματικό σύστημα, τον έλεγχο της δραστηριότητας των μεγάλων επιχειρήσεων και των τραστ, τις συνθήκες απασχόλησης των εργαζομένων, τις εργασιακές σχέσεις με προστασία των εργαζομένων απέναντι στους εργοδότες καθώς και του συνδικαλισμού, την πιστωτική διευκόλυνση των αγροτών και διάφορα άλλα μέτρα.
Επί προεδρίας Γουίλσον επίσης θεσπίστηκαν αλλαγές στο κοινοβουλευτικό σύστημα με την άμεση εκλογή των γερουσιαστών από το εκλογικό σώμα, καθιερώθηκε η οκτάωρη εργασία για τους εργάτες των σιδηροδρόμων, απαγορεύτηκε η παιδική εργασία, οι γυναίκες απέκτησαν δικαίωμα ψήφου και επιβλήθηκε η ποτοαπαγόρευση.
Στην εξωτερική πολιτική ο Γουίλσον είχε να αντιμετωπίσει πολλά προβλήματα. Οι σχέσεις των ΗΠΑ με το Μεξικό επιδεινώθηκαν σε επικίνδυνο σημείο και μόνο η μεσολάβηση άλλων λατινοαμερικανικών χωρών απέτρεψε τον πόλεμο. Παρ’ όλα αυτά, αμερικανικές δυνάμεις εισέβαλαν στο έδαφος του Μεξικού από ξηρά και θάλασσα. Στρατιωτικές επεμβάσεις των ΗΠΑ πραγματοποιήθηκαν επίσης στην Αϊτή και στη Δομινικανή Δημοκρατία, οι οποίες έγιναν αμερικανικά προτεκτοράτα, καθώς και στην Κούβα.
Εμμονή στην ουδετερότητα
Ολα αυτά τα προβλήματα όμως επισκιάστηκαν από την έκρηξη του A’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914. Ο Γουίλσον προσπάθησε με κάθε τρόπο να παραμείνουν οι ΗΠΑ ουδέτερες. Αρχικά κανένας δεν αμφισβήτησε την ορθότητα αυτής της στάσης. Αλλά η αμερικανική κοινή γνώμη εξεγέρθηκε κατά της Γερμανίας όταν το 1915 γερμανικό υποβρύχιο βύθισε έξω από τις ακτές της Ιρλανδίας το αγγλικό υπερωκεάνιο Λουζιτάνια, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους 1.153 επιβάτες, μεταξύ των οποίων 128 Αμερικανοί. Το φιλοπόλεμο μένος των Αμερικανών ήταν τόσο έντονο ώστε ο ουδετερόφιλος υπουργός Εξωτερικών Γουίλιαμ Τζένινγκς παραιτήθηκε και τον διαδέχθηκε ο Ρόμπερτ Λάνσινγκ, ο οποίος ήταν υπέρ της εισόδου της χώρας στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων.
Ο Γουίλσον διαμαρτυρήθηκε έντονα στη Γερμανία για το περιστατικό της Λουζιτάνιας και η Γερμανία υποσχέθηκε να περιορίσει την ως τότε ανεξέλεγκτη δράση των υποβρυχίων της. Αν και η ναυσιπλοΐα εμποδιζόταν επίσης από τις προσπάθειες της Αγγλίας να επιβάλει ναυτικό αποκλεισμό στη Γερμανία, πράγμα που έφερε ψυχρότητα στις αγγλοαμερικανικές σχέσεις, ο πόλεμος φάνηκε να απομακρύνεται πάλι από τις ΗΠΑ. Ο Γουίλσον κέρδισε τις εκλογές του 1916 με το σύνθημα των Δημοκρατικών «Μας κράτησε έξω από τον πόλεμο», αλλά η διαφορά των ψήφων του από του αντιπάλου του ήταν μικρή.
Με την επανεκλογή του ο Γουίλσον αποδύθηκε σε μεσολαβητική προσπάθεια μεταξύ των εμπολέμων για τον τερματισμό των εχθροπραξιών. Αλλά η προσπάθειά του υπονομεύθηκε και οι αμερικανογερμανικές σχέσεις επιδεινώθηκαν όταν η Γερμανία, τον Ιανουάριο του 1917, ανακοίνωσε ότι θα άρχιζε πάλι η χωρίς περιορισμούς δράση των υποβρυχίων της.
Το τηλεγράφημα του πολέμου
Αργότερα τον ίδιο μήνα η αγγλική αντικατασκοπία «έπιασε» κρυπτογραφημένο μήνυμα του γερμανού υπουργού Εξωτερικών Αρτουρ Τσίμερμαν προς τον γερμανό πρεσβευτή στο Μεξικό όπου ο υπουργός υποδείκνυε στον διπλωμάτη να προτείνει στη μεξικανική κυβέρνηση συνεργασία με τη Γερμανία κατά των ΗΠΑ με αντάλλαγμα, μετά τον πόλεμο, το Τέξας, το Νέο Μεξικό και την Αριζόνα. Στο μήνυμα υπήρχαν επίσης ενδείξεις ότι η Γερμανία προσπαθούσε να πείσει την Ιαπωνία, που ως τότε ήταν με την πλευρά των Συμμάχων, να αλλάξει στρατόπεδο και να επιτεθεί εναντίον αμερικανικών βάσεων στον Ειρηνικό.
Το «τηλεγράφημα Τσίμερμαν» πέρασε στον αμερικανικό Τύπο τον Μάρτιο του 1917, με αποτέλεσμα τα ήδη ζωηρά αντιγερμανικά αισθήματα της αμερικανικής κοινής γνώμης να ενταθούν ακόμη περισσότερο και να προκληθούν εκτεταμένες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας.
Στις 6 Απριλίου 1917 οι Ηνωμένες Πολιτείες κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Γερμανίας. H συμμετοχή των ΗΠΑ στην πολεμική προσπάθεια, στην οποία συνέβαλαν με οικονομική ενίσχυση, άφθονα εφόδια και πολυάριθμο έμψυχο υλικό, υπήρξε αποφασιστικός παράγοντας στην έκβαση του A’ Παγκοσμίου Πολέμου υπέρ των Συμμάχων.
Λίγους μήνες πριν από τη λήξη του πολέμου ο Γουίλσον παρουσίασε στο Κογκρέσο τα περίφημα 14 Σημεία του. Ηταν οι αρχές όπου ο αμερικανός πρόεδρος πίστευε ότι όφειλε να στηριχθεί η συνθήκη ειρήνης, η οποία έπρεπε να είναι φιλελεύθερη, να μη διαπνέεται από πνεύμα εκδίκησης και να προβλέπει την ίδρυση μιας Κοινωνίας των Εθνών.
Αντιρρήσεις και αντιδράσεις
Ο πόλεμος τερματίστηκε τον Νοέμβριο του 1918 και τον επόμενο μήνα ο Γουίλσον ταξίδεψε στην Ευρώπη και πήρε μέρος στη διάσκεψη ειρήνης του Παρισιού. Οι φιλελεύθερες ιδέες του προσέκρουσαν στις αντιρρήσεις των ευρωπαίων ηγετών και ο Γουίλσον αναγκάστηκε να δεχθεί τη Συνθήκη των Βερσαλλιών ως την καλύτερη που μπόρεσε να επιτύχει. Εξασφάλισε όμως τη συναίνεση της διάσκεψης για την ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών.
Ακόμη μεγαλύτερη ήταν η αντίδραση που συνάντησε στα σχέδιά του ο Γουίλσον επιστρέφοντας στην πατρίδα του από τους Ρεπουμπλικανούς που πλειοψηφούσαν στη Βουλή και στη Γερουσία. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι ΗΠΑ δεν υπέγραψαν τη Συνθήκη των Βερσαλλιών και δεν έγιναν μέλος της Κοινωνίας των Εθνών.
Θεωρείται ότι η υπεράνθρωπη προσπάθεια που κατέβαλε ο Γουίλσον για να πείσει την κοινή γνώμη για την ορθότητα των απόψεών του ήταν υπεύθυνη για την κατάρρευση της ήδη κλονισμένης υγείας του. Στις 2 Οκτωβρίου 1919 ο Γουίλσον υπέστη βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο που τον άφησε ημιπαράλυτο και είχε ως αποτέλεσμα να πάψει ουσιαστικά ο πρόεδρος να ασκεί τα καθήκοντά του για το υπόλοιπο της δεύτερης θητείας του.
Ο χαρακτήρας και η πολιτική του Γουίλσον, ο οποίος υπήρξε επίσης γόνιμος συγγραφέας και άφησε πολλά ενδιαφέροντα βιβλία, επικρίθηκαν από αρκετούς με μεγάλη αυστηρότητα. Αλλά ακόμη και εκείνοι που αμφισβήτησαν τη σοφία του αναγνωρίζουν ότι ο Γουίλσον υπήρξε μία από τις πλέον καθοριστικές μορφές της αμερικανικής και της παγκόσμιας ιστορίας.
KEIMENA: ΙΩΑΝΝΑ ΖΟΥΛΑ



