Καλό (ελληνικό) ποδαρικό. Μάνι μάνι μέσα στις πρώτες οκτώ ημέρες του νέου χρόνου εξέρχονται δύο ίσως τα σημαντικότερα «γεγονότα» του 1999 και του ελληνικού κινηματογράφου: «Η διακριτική γοητεία των αρσενικών» της Ολγας Μαλέα (1η Ιανουαρίου) και «Από την άκρη της πόλης» του Κωνσταντίνου Γιάνναρη (8 Ιανουαρίου).
Εντελώς διαφορετικές σε όλα. Από την κορφή ως τα νύχια. Σε τρία σημεία όμως εφάπτονται: Πρώτον, είναι… ανανεωτικές (για τα ελληνικά κινηματογραφικά δεδομένα). Δεύτερον, οι υπογραφές (Μαλέα, Γιάνναρης) περιλαμβάνονται μέσα στις τέσσερις-πέντε καλύτερες της γενιάς των «τριαντάρηδων». Τρίτον, ο στόχος είναι κοινός: μιλάμε για σεξ, διαβάζουμε για σεξ, πουλάμε σεξ, θέλουμε σεξ, αλλά σεξ… γιοκ. Περί οργασμού
Η Ολγα Μαλέα («Ο οργασμός της αγελάδας») επιλέγει τρεις αντιπροσωπευτικές γυναίκες της εποχής μας (κατά τη γνώμη της). Τρεις αδελφές, προερχόμενες από την ίδια «μήτρα» προβλημάτων. Η πρώτη, η γυμνάστρια (Ναταλία Δραγούμη), είναι κολλημένη με παντρεμένο. Η δεύτερη, η χρηματίστρια (Λήδα Ματσάγγου), κολλάει σε όλους τους αρσενικούς. Και η τρίτη, η σπουδάστρια (Ναταλία Στυλιανού), κοιμάται με όλους και με… όλα.
Αποτέλεσμα; Ο παντρεμένος εραστής της γυμνάστριας εξαντλεί τις σεξουαλικές επιδόσεις του στο φετίχ με τα γυναικεία εσώρουχα! Οι υποψήφιοι εραστές της χρηματίστριας δεν την αντέχουν και ο μπάτσος-εραστής της «ελεύθερης» φοιτήτριας αποδεικνύεται κρυφογκέι! Μηδέν εις το πηλίκον.
Τι συμβαίνει; Το παγκοίνως γνωστό… κουβάρι. Η πρώτη (η Δραγούμη) έχει «φτιάξει» μια σχέση που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Η περίπτωση της δεύτερης αδελφής (Ματσάγγου) προκύπτει από τις στατιστικές. Το 70% (περίπου) των γυναικών-στελεχών θυσιάζουν λίμπιντο και αισθήματα στον βωμό της εργασιομανίας τους. Η τρίτη (Στυλιανού) τα κάνει όλα με όλους και με όλες, αλλά στο τέλος είναι σαν να μην έχει κάνει τίποτε. Οσο περισσότερα τόσο λιγότερα. Το «τσουβάλι» αδειάζει. Φτου κι απ’ την αρχή. Αρσενική πορνεία στην άκρη της πόλης
Το ιδεολογικό-κοινωνικό μοτίβο της πιτσιρικαρίας των Ρωσοποντίων του Γιάνναρη και της ταινίας του «Από την άκρη της πόλης» αρχίζει και τελειώνει στην ακόλουθη… διάσημη φράση: «Το εύκολο χρήμα, αυτό ερωτεύεσαι… Να κάθεσαι και να τα ‘κονομάς. Ολα τ’ άλλα είναι… μαλακίες».
Στο κέντρο της πόλης οι τρεις αδελφές της Μαλέα, στην… άκρη της ίδιας πόλης οι αρσενικές πόρνες του Γιάνναρη (είπαμε, οι ταινίες είναι… ανόμοιες). Τα άκρα όμως… έλκονται. Ούτε στα σαλόνια ούτε στα σκουπίδια… κατοικεί σεξ.
Οι 17χρονοι ρωσοπόντιοι πιτσιρικάδες του Γιάνναρη πουλάνε σεξ χωρίς να αισθάνονται ίχνος ηδονής… σεξ. Η διακριτική απουσία του σεναρίου
Κοινή εφαπτομένη… έλλειψη και των δύο ελληνικών υπογραφών το… σενάριο. Οχι ακριβώς το ίδιο το «σενάριο», αλλά η βασική του διάσταση. Το εφαλτήριό του. Η ουσία του. Η Μαλέα εξαντλείται επαναλαμβάνοντας συμπτώσεις, περιπτώσεις και στιγμιότυπα (short cuts). Χωρίς ίντριγκα, πλοκή, «στόρι». Χαρακτήρες, ατάκες, κερασάκια, γεμίσματα, χώροι, μουσικές, ρυθμοί, όλα… υπάρχουν. Φροντισμένα, γυαλισμένα, τακτοποιημένα. Αλλά χωρίς «κόκκινη» συνδετική κλωστή όλα και όλοι αιωρούνται ευχάριστα. Τι θέλω να πω; Αυτό που συντελείται, ας πούμε, στην κομεντί «Κάτι τρέχει με τη Μαίρη». Αθεράπευτος, από έρωτα, τύπος ψάχνει τη Μαίρη των γυμνασιακών του χρόνων και προσλαμβάνει ντετέκτιβ να την βρει, που όταν την βρίσκει παραλίγο να την… φάει. Μόνο ο Γούντι Αλέν υπονομεύει τη μυθοπλασία, αλλά αυτός είναι από μόνος του «γεγονός» και ιδιοφυΐα.
Το αυτό συμβαίνει και στην «Πόλη» του Γιάνναρη. Η αφήγηση εξαντλείται σε δύο «στάσεις». Εικόνες περιθωρίου και στιγμιότυπα από εξομολογήσεις του Σάσια (το βασικό «πρόσωπο») προς τον φακό. Στο «Μίσος» του πρωτοεμφανιζόμενου Ματιέ Κασοβίτς οι τρεις πιτσιρικάδες του παριζιάνικου περιθωρίου αγωνιούν για φίλο τους που βρίσκεται σε κωματώδη κατάσταση από μοιραίο χτύπημα μπάτσου. Η «Πόλη» του Γιάνναρη δεν έχει «υπόθεση», σασπένς, ίντριγκα, συγκρούσεις (μόνο στο φινάλε). Η συμμετοχή των θεατών
Η δεύτερη κοινή… εφαπτομένη έλλειψη των δύο ταινιών είναι η κοινωνία. Τα κοινωνικά σημεία αναφοράς. Το κοινωνικό «φόντο». Η Μαλέα είναι πιο συνεπής με τον «κόσμο» της. Τον μικρόκοσμό της. Εχει αρχή, μέση, τέλος. Κλειστός μεν, αλλά σωστός. Η Μαλέα είναι ασυνεπής μόνο ως προς το περιεχόμενο της ταινίας της. Από τη μια σφυροκοπά με το αισθηματικό, σεξουαλικό αδιέξοδο των τριών αδελφών, από την άλλη βρίσκει λύσεις. Καταλήγει στο χάπι εντ. Χρυσώνει το χάπι. Δανείζεται από τον Αλμοδόβαρ αλλά αναγκάζεται σε υποχωρήσεις προκειμένου να κερδίσει θεατές.
Ο Γιάνναρης θέτει κολοσσιαίο κοινωνικό πρόβλημα (αρσενική πορνεία, μετανάστες, περιθώριο) αλλά πετάει την «κοινωνία» έξω. Κλείνει την πόρτα κατάμουτρα. Περίεργο; Καθόλου! Το «πρόβλημα» τον αφορά μόνο ως προς τη διάσταση της «αρσενικής πορνείας». Ετσι αυτοπεριορίζεται διαρκώς. Κλείνεται στον εαυτό του, στον μικρόκοσμό του. Ως εκ τούτου συντελείται το εξής οξύμωρο: οι εικόνες να «χοροπηδάνε» από ελευθερία κινήσεων, αλλά οι χαρακτήρες και οι καταστάσεις να βυθίζονται στο τέλμα ενός σχήματος. Καλός ο Σάσια, κακός ο πατέρας, επικίνδυνος ο μικροπροαγωγός. Τελικά για όλα τα δεινά του Σάσια φταίει ο… μικρομεσαίος σωματέμπορας!
Οι δύο αυτές «ελλείψεις» (σεναρίου – κοινωνίας) περιορίζουν τη δυναμική της σχέσης θεατή – ταινίας. Χωρίς ταύτιση, αγωνία, υπόθεση, κοινά κοινωνικά σημεία αναφοράς, οι θεατές «κοιτάνε», θαυμάζουν την επιδεξιότητα των σκηνοθετών, αλλά μένουν «απ’ έξω». Αμέτοχοι. Το πάθος και των δύο «νέων» σκηνοθετών εξαντλείται στο να «φτιάξουν» τις ταινίες τους. Οχι να εμπνεύσουν.