Τον Μάιο 1821, λίγες εβδομάδες μετά την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα, οι προύχοντες της Πελοποννήσου συνέρχονται σε συνέλευση στη μονή των Καλτεζών (20-26 Μαΐου).

Εκεί συζητείται η οργάνωση μιας Πελοποννησιακής Γερουσίας. Ο Α. Ζαΐμης, προεστός των Καλαβρύτων, που μετέχει στη συνάντηση δεν πολυγουστάρει το σχέδιο και αναφέρει σχετικά:

«Το ύφος και οι λόγοι του Κυρίου Αθανασίου (Κανακάρη) έκαμαν ημάς να μη φανώμεν ευχάριστοι εις την σύστασιν αυτής της Γερουσίας (…) και αντιπολιτευόμεθα οργανίζοντες ίνα ανατρέψωμεν αυτό το σύστημα»

[«Σημειώσεις διά χειρός Α. Ζαΐμη επί της πολιτικής μορφής του Αγώνος»].

Πιστοποιείται έτσι ότι στην Ελλάδα πριν αποκτήσουμε ανεξαρτησία ή κράτος, πριν αποκτήσουμε κυβέρνηση ή άλλη αρχή, πριν ακόμη γεννηθεί ο Αλ. Τσίπρας, αποκτήσαμε πρώτα… αντιπολίτευση!

Πρέπει να αποτελεί μάλλον παγκόσμια πρωτοτυπία.

Τα υπόλοιπα είναι περισσότερο γνωστά. Από το ξέσπασμα της Επανάστασης το 1821 έως την Ανεξαρτησία το 1830, η μη υπάρχουσα ακόμη Ελλάδα έζησε τρεις εμφυλίους πολέμους.

Νομίζω ότι κι αυτό δικαιούται κάποιας μορφής παγκόσμια αναγνώριση.

Εκτοτε ακολούθησαν ακόμη πεντέξι εμφύλιοι κυμαινόμενης έντασης και ικανός αριθμός από «θριάμβους και τραγωδίες» – για να δανειστώ τη διατύπωση του Στάθη Καλύβα.

Παρά τα χειρότερα προγνωστικά όμως και παρά τους σπαραγμούς, αυτή η σπαρασσόμενη χώρα έζησε, μεγάλωσε, αναπτύχθηκε, πλούτισε, εδραιώθηκε μέσα από δράματα και φαρσοκωμωδίες, ώστε διακόσια χρόνια αργότερα να αποτελεί ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος.

Πώς συνέβη αυτό; Μυστήριο. Επί διακόσια χρόνια όλοι πλακώνονται με όλους σαν το γαλατικό χωριό του Αστερίξ. Αλλά κάποια απρόβλεπτη και απροσδόκητη στιγμή κάτι συμβαίνει και όλοι μαζί κάνουν ένα βήμα μπροστά.

Ισως είναι άλλη μια παγκόσμια πρωτοτυπία.

Η χαριτωμένη παρατήρηση του Εμμανουήλ Ροΐδη ότι «η πληγή της Ελλάδας είναι οι Ελληνες» δεν αρκεί να το εξηγήσει. Ελληνες έκαναν τα στραβά, Ελληνες και τα λαμπρά.

Ακόμη κι έτσι όμως το ερώτημα ενδεχομένως δεν είναι αν η Ελλάδα αποτελεί «μια χώρα παραδόξως νεωτερική» (Γιάννης Βούλγαρης) αλλά πώς κατάφερε να γίνει «παραδόξως μια χώρα».

Οποια κι είναι όμως τα ερωτήματα, την απάντηση τη δίνει το αποτέλεσμα. Δηλαδή, η ίδια η Ελλάδα.

Πριν από διακόσια χρόνια συγκροτήθηκε σε ανεξάρτητο κράτος επειδή κάποιοι με όλα τα κουσούρια, τις μικρότητες και τα ελαττώματά τους πολέμησαν γι’ αυτό. «Υπέρ πίστεως και πατρίδος», έτσι το είδαν.

Αν αντιθέτως είχαν ακολουθήσει τις νουθεσίες των σημερινών «δωσίκωλων» και προτιμούσαν διάλογο με τον Δράμαλη ή διερευνητικές με τον Ιμπραήμ περιμένοντας τη Χάγη, το πιθανότερο είναι ότι σήμερα θα περνούσαμε τον Ισθμό με διαβατήριο.

Πράγμα που σημαίνει πως έστω με λάθη ή καβγάδες, με τσακωμούς και παραλογισμούς, ακόμη και με διακόσια χρόνια φαγούρας, αυτή η μικρή μεγάλη χώρα πορεύτηκε επάξια όχι στον ανοιχτό δρόμο κάποιων θρυλικών προγόνων αλλά στο δύσβατο μονοπάτι που άνοιξαν τα παιδιά της στο όνομα των παιδιών τους.

Διότι αυτή η «παράδοξη χώρα» δεν έγινε χώρα τυχαία, ούτε εξ αποκαλύψεως. Χρειάστηκε κόπο, προσπάθεια, συνείδηση, γνώσεις και μέτρο.

Εφαγε σφαλιάρες. Εκανε κουταμάρες. Διακήρυξε ανοησίες. Πίστεψε σε φαιδρούς γυρολόγους και σε κομπογιαννίτικες φαιδρότητες. Αλλά δεν παραδόθηκε ούτε στιγμή.

Αυτό για μένα είναι το μεγάλο και ίσως μοναδικό συμπέρασμα διακοσίων χρόνων φαγούρας. Μαζί με την ελπίδα ότι η «παράδοξη χώρα» θα συνεχίσει στο δύσβατο μονοπάτι και τα επόμενα διακόσια!

Πουθενά

Δεν ξέρω αν ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει καλή ή κακή αντιπολίτευση. Κάνει ό,τι αντιπολίτευση νομίζει.

Ξέρω όμως πως τέτοια αντιπολίτευση δεν γίνεται από κανένα άλλο κόμμα σε καμία άλλη χώρα της Ευρώπης.

Πουθενά δεν ζήτησαν υπουργό Υγείας κοινής αποδοχής ή συμβούλιο πολιτικών αρχηγών. Πουθενά δεν έχουν γίνει 150 διαδηλώσεις σε σαράντα μέρες.

Πουθενά δεν φωνάζουν να μη νομοθετεί η Βουλή ή να ελεγχθεί διακομματικά η αστυνομία ή να τεθεί υπό κομματικό έλεγχο η δημόσια ραδιοτηλεόραση.

Συμπέρασμα; Πολύ απλό.

Είτε κανένα κόμμα της αντιπολίτευσης σε καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν κάνει σωστά τη δουλειά του είτε δεν την κάνει σωστά ο ΣΥΡΙΖΑ.

Η δοκιμασία του χρόνου

Ενας κίνδυνος πλανιέται πάνω από την κυβέρνηση. Να χάσει η κοινωνία την εμπιστοσύνη της στα μέτρα που η κυβέρνηση επιβάλλει για να αντιμετωπιστεί η πανδημία.

Τότε θα δοκιμαστεί όχι η κυβέρνηση ή η αντιπολίτευση. Αλλά η ευρύτατη κοινωνική συναίνεση που σχεδόν αυθόρμητα διαμορφώθηκε από την πρώτη μέρα της πανδημίας. Πριν από έναν χρόνο.

Και ο αντίπαλος της συναίνεσης στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι η μίμηση της κοινωνικής αναταραχής, ούτε οι ανισόρροποι των διαδηλώσεων, ούτε ο ανορθολογισμός των ψεκασμένων.

Είναι τα αποτελέσματα. Οσο η πανδημία εξελίσσεται χωρίς (τουλάχιστον φαινομενικά…) να αναχαιτίζεται από τα μέτρα που λαμβάνονται για να αντιμετωπιστεί, κλονίζεται η εμπιστοσύνη της κοινωνίας στον εαυτό της.

Η κυβέρνηση που διαχειρίζεται την κρίση βρίσκεται σήμερα σε ένα οριακό σημείο. Τα αποτελέσματα δεν επιβεβαιώνουν τη διαχείριση.

Αυτό φυσικά δεν ισχύει μόνο στην Ελλάδα, αλλά σχεδόν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Αφού όλες, λίγο ή πολύ, στις ίδιες μεθόδους καταφεύγουν.

Η ευρεία συναίνεση και η απλόχερη εμπιστοσύνη της πρώτης περιόδου κινδυνεύουν να εξελιχθούν σε μπούμερανγκ. Και γι’ αυτό εχθρός της κοινωνίας δεν είναι πλέον μόνο ο κορωνοϊός. Είναι και ο χρόνος.

Θέλω να ελπίζω ότι η κυβέρνηση το λαμβάνει υπόψη της. Κυρίως αφότου το «τελευταίο μίλι» που είχε υποσχεθεί προ διμήνου ο Πρωθυπουργός δεν λέει να τελειώσει.

Οι πληροφορίες υποστηρίζουν πως όντως το λαμβάνει και γι’ αυτό θα προχωρήσει σε κάποιας μορφής σταδιακή χαλάρωση των περιορισμών.

Η λογική είναι απλή.

Τα μέτρα που έχουν αποτέλεσμα φέρουν μόνο το κόστος των μέτρων.

Τα μέτρα που δεν έχουν αποτέλεσμα φέρουν το διπλό κόστος και των μέτρων και της έλλειψης αποτελέσματος.

Αυτή η λογική προφανώς θα επικρατήσει. Με τον φόβο φυσικά κάποιας νέας έξαρσης ή νέων κυμάτων επιδημίας. Αλλά και με την υποστήριξη των εμβολίων και της επιστήμης.

Το ζήτημα είναι να επικρατήσει πριν εξαντληθεί ο χρόνος της υπομονής. Και πριν κλονιστεί η εμπιστοσύνη.