«Στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου οι παγκόσμιες δυνάμεις συμφώνησαν ότι ο κόσμος θα ήταν καλύτερος με λιγότερα πυρηνικά όπλα. Αυτή η εποχή έχει τελειώσει». Αυτοί είναι οι τίτλοι αρχής στην ταινία της Κάθριν Μπίγκελοου «A House of Dynamite», που εξερευνά τον τρόμο και την αβεβαιότητα μιας πυρηνικής κρίσης.
Καθώς η πραγματικότητα πολλές φορές επιβεβαιώνει την τέχνη, η συζήτηση για τα πυρηνικά έχει επιστρέψει στο παγκόσμιο στερέωμα δυναμικά, αφότου ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε πρόσφατα ότι οι ΗΠΑ θα ξεκινήσουν «άμεσα» πυρηνικές δοκιμές – για πρώτη φορά ύστερα από 33 χρόνια. Εκτοτε οι πυρηνικοί επιστήμονες παγκοσμίως αναρωτιούνται τι μπορεί να προκύψει από την ανακοίνωση του αμερικανού προέδρου.

Θορυβήθηκε
«Δεν γνωρίζουμε τι σκοπό έχει ο Τραμπ και ειλικρινά θεωρώ ότι ούτε εκείνος γνωρίζει πραγματικά τι είναι αυτό που ζητάει από την κυβέρνηση να κάνει. Αρχικά φαινόταν σαν μια προσπάθεια να απαντήσει στις ρωσικές ανακοινώσεις σχετικά με δοκιμές πυραύλων και τορπιλών – που από μόνα τους δεν αποτελούν πυρηνικά όπλα.
Οπότε σε αυτή την περίπτωση θα επρόκειτο για δοκιμές όπλων που δυνητικά θα μπορούσαν να φέρουν πυρηνικά. Μετά όμως φάνηκε να υπονοεί πως η Ρωσία και η Κίνα διενεργούν δοκιμές που περιλαμβάνουν πυρηνικές εκρήξεις – κάτι που οι ίδιες αρνούνται, ενώ και η αμερικανική κυβέρνηση επισήμως θεωρεί πως δεν ισχύει.
Αν κοιτάξουμε τα πεπραγμένα του Ντόναλντ Τραμπ μέχρι τώρα, θεωρώ πως είναι πολύ πιθανό να έκανε αυτή την ανακοίνωση επειδή ήθελε να απαντήσει κάτι βαρύγδουπο στις ρωσικές ανακοινώσεις, ενώ στην πράξη μπορεί και να μη γίνει τίποτα το καινούργιο σε σχέση με αυτό που κάνουμε τα τελευταία χρόνια. Ομως δεν είναι ξεκάθαρο» λέει στο «Βήμα» ο Τζον Γούλφσθαλ, διευθυντής Παγκόσμιου Κινδύνου στην Ομοσπονδία Αμερικανών Επιστημόνων και πρώην ανώτατος σύμβουλος για τα πυρηνικά του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα.
Αντίστοιχα και ο Τζον Εραθ, ανώτατος διευθυντής Πολιτικής στο Κέντρο Ελέγχου Οπλων και Μη Διάδοσης (Center for Arms Control and Non-Proliferation), μιλώντας στο «Βήμα» εξηγεί πως πιθανόν ο Τραμπ θορυβήθηκε από την είδηση ότι η Ρωσία είχε δοκιμάσει δύο νέα «υπερόπλα» μεγάλου βεληνεκούς, αλλά «μπερδεύτηκε με τη διαφορά μεταξύ της δοκιμής κεφαλών και των συστημάτων εκτόξευσης».
Αλλωστε, και η Αμερική δοκιμάζει τακτικά τους βαλλιστικούς πυραύλους της – τελευταία φορά τον περασμένο Μάιο.

Η «θεωρία του τρελού»
Στην ταινία της Μπίγκελοου, όπου οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν μια πυρηνική απειλή άγνωστης προέλευσης, ο αμερικανός πρόεδρος λειτουργεί με ορθολογισμό. Στην πραγματική ζωή, τα πράγματα είναι διαφορετικά.
Ακόμα κι αν πρόκειται απλώς για μια ρητορική απειλή του Τραμπ, αποτελεί παράλληλα ένα βήμα προς την πυρηνική κλιμάκωση που διαβρώνει τις Συνθήκες Απαγόρευσης Δοκιμών και Μη Διάδοσης και ενθαρρύνει άλλες δυνάμεις να διεξάγουν δοκιμές ύστερα από μισό αιώνα. Ηδη η ρωσική πλευρά δήλωσε ότι εξετάζει το ενδεχόμενο αυτό σε περίπτωση που οι ΗΠΑ προχωρήσουν.
«Κατά την πρώτη του θητεία ο Τραμπ έλεγε πως έχει “μεγαλύτερο κουμπί” από αυτό του Κιμ Γιονγκ Ουν. Ενδεχομένως φαίνεται αστείο αλλά, επειδή πρόκειται για πυρηνικά όπλα, στην πραγματικότητα είναι πολύ επικίνδυνο.
Και δεν ξέρω κανέναν επιστήμονα ή πρώην αξιωματούχο που να συμφωνεί με τη χρήση τέτοιας γλώσσας από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, πόσω μάλλον όταν βρισκόμαστε σε μια τόσο τεταμένη κατάσταση.
Ωστόσο, φυσικά υπάρχουν και κάποιοι που θα πουν πως ακριβώς επειδή ο αμερικανός πρόεδρος συμπεριφέρεται με αυτόν τον τρόπο και επιδεικνύει γενναιότητα ή όπως αλλιώς θέλει να το ονομάσει κανείς, αναγκάζει τις άλλες χώρες, όπως τη Ρωσία και την Κίνα, να μη ρισκάρουν εναντίον της Αμερικής. Είναι η λεγόμενη “θεωρία του τρελού” (madman theory). Κάποιοι θεωρούν ότι είναι καλή τακτική, εγώ όμως ως επιστήμονας διαφωνώ» προσθέτει ο Γούλφσθαλ.
Ελεγχόμενες εκρήξεις
Την επιθυμία του για επανέναρξη των δοκιμών ο Τραμπ την αποδίδει στο ότι η Ρωσία και η Κίνα δρουν αντιστοίχως. Ωστόσο αυτός είναι ένας αμφιλεγόμενος ισχυρισμός, αφού το Κέντρο Ελέγχου Οπλων και Μη Διάδοσης ορίζει τις πυρηνικές δοκιμές ως «ελεγχόμενες εκρήξεις πυρηνικών, όπως βόμβες ή κεφαλές», και οι πρόσφατες δοκιμές πυραύλων και τορπιλών της Ρωσίας δεν πληρούν αυτόν τον ορισμό.
Ο Εραθ διευκρινίζει ότι «δεν υπάρχουν αποδείξεις πως διενεργούνται πυρηνικές δοκιμές. Υπάρχουν μεν ανεπιβεβαίωτες φήμες πως η Ρωσία και η Κίνα έχουν προχωρήσει κατά καιρούς σε πολύ μικρές δοκιμαστικές εκρήξεις, όμως κανένας δεν μπορεί να ξέρει σίγουρα».
Οπως και να έχει, η επιστημονική κοινότητα ομόφωνα θεωρεί ότι δεν θα υπάρξει κάποιο όφελος για τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους με την επανέναρξη πυρηνικών δοκιμών – αντίθετα μάλιστα, πιθανότερο είναι να ευνοηθούν η Ρωσία και η Κίνα. «Δεν υπάρχει κανένας λόγος την προκειμένη στιγμή για τις ΗΠΑ να πραγματοποιήσουν δοκιμή πυρηνικών. Δεν θα κερδίσουμε κάτι» τονίζει ο Εραθ.

Το προβάδισμα
Ο Γούλφσθαλ εξηγεί ότι «από την αρχή της δεκαετίας του ’90 έχουμε δαπανήσει δισεκατομμύρια δολάρια για να αναπτύξουμε τους καλύτερους υπολογιστές, τις καλύτερες κάμερες, για να διασφαλίσουμε πως διαθέτουμε ένα εξαιρετικά λειτουργικό και ανεπτυγμένο οπλοστάσιο, χωρίς να χρειάζεται να προβαίνουμε σε εκρήξεις.
Στην εποχή του 1950, του 1960 και του 1970, συχνά διενεργούσαμε δοκιμές για να διαπιστώσουμε αν τα όπλα μας λειτουργούν, αλλά πλέον αυτό δεν είναι απαραίτητο, αφού μπορούμε να κάνουμε αντίστοιχες προσομοιώσεις στους υπολογιστές μας. Οπότε αυτό που λέω εδώ και καιρό είναι πως αν ξεκινήσουμε ξανά τις δοκιμές, περισσότερο θα ευνοηθούν η Κίνα και η Ρωσία που ενδεχομένως θα μπορέσουν να φτάσουν το τεχνολογικό μας προβάδισμα».
Ωστόσο, αν ο Τραμπ θέλει πράγματι να επανεκκινήσει τις δοκιμές πυρηνικών όπλων, οι αναλυτές λένε ότι οι επιπτώσεις αναμένονται βαθιές και εκτεταμένες. Αλλωστε, υπάρχει λόγος που σχεδόν κάθε χώρα με πυρηνικές δυνατότητες έχει συμφωνήσει οικειοθελώς να αποφύγει τέτοιες δοκιμές εδώ και δεκαετίες. Η Βόρεια Κορέα είναι το μόνο έθνος που διεξάγει πυρηνικές εκρήξεις αυτόν τον αιώνα, κάτι που έχει συμβάλει στη διεθνή απομόνωσή της.

Φόβοι κλιμάκωσης
«Αν ανατινάζεις πυρηνικά, ακόμα και σε μικρό βαθμό για να τα δοκιμάσεις, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να δημιουργηθεί περιβαλλοντική καταστροφή, με διαρροή ραδιενέργειας που θα μπορούσε να μολύνει είτε το νερό είτε το έδαφος και να προκαλέσει προβλήματα υγείας στους ανθρώπους» σημειώνει ο Εραθ, ενώ ο Γούλφσθαλ επισημαίνει πως όταν οι ΗΠΑ και η Ρωσία υιοθέτησαν ένα μορατόριουμ το 1992, «ο Ψυχρός Πόλεμος τελείωνε και οι ΗΠΑ γνώριζαν ότι τα όπλα μας δούλευαν πολύ καλά, δεν χρειαζόμασταν δοκιμές. Και φυσικά φοβόμασταν ότι άλλες χώρες θα μπορούσαν να κάνουν και εκείνες δοκιμές και να εξελιχθούν ως πυρηνικές δυνάμεις. Οπότε ουσιαστικά θέλαμε την αποκλιμάκωση και τη μη διάδοση. Αρα αν ξαναμπούμε σε διαδικασία δοκιμών, κατ’ επέκταση θα έχουμε κλιμάκωση και διάδοση».
Οι υπάρχουσες παγκόσμιες αποθήκες περιλαμβάνουν περίπου 12.000 πυρηνικές κεφαλές σε ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Βόρεια Κορέα, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ινδία, Πακιστάν και Ισραήλ. Εάν χρησιμοποιηθούν μόνο μερικές από αυτές σε μεγάλη κλίμακα εναντίον αστικών/βιομηχανικών κέντρων, τα αποτελέσματα πιθανότατα θα ξεπεράσουν την εθνική καταστροφή και θα δοκιμάσουν τα όρια της παγκόσμιας ανθεκτικότητας.
Κούρσα εξοπλισμών
«Ακόμα και μία μόνο πυρηνική έκρηξη σε μια μεγάλη πόλη θα ήταν καταστροφική. Υπάρχει όμως η αντίληψη πως αν η Ρωσία έχει π.χ. 10.000 πυρηνικές κεφαλές, πρέπει και οι ΗΠΑ να έχουν τόσες για να την αποτρέπουν από το να επιτεθεί.
Δεν είναι έτσι όμως. Ολοι αποτρέπονται από το να επιτεθούν στη Βόρεια Κορέα, η οποία έχει γύρω στα 20 πυρηνικά όπλα. Αλλά η αποτροπή δεν είναι τόσο μαθηματική όσο ψυχολογική. Εν πάση περιπτώσει, μετά τον Ψυχρό Πόλεμο έγινε ξεκάθαρο πως δεν χρειαζόμαστε 10.000 κεφαλές για την αποτροπή αλλά 1.000 αρκούν και καλό θα ήταν να επεκτείνουμε αυτή τη σκέψη και να κατανοήσουμε πως και μία κεφαλή θα αρκούσε. Αλλά αυτή τη στιγμή κινούμαστε προς την αντίθετη κατεύθυνση» μας λέει ο Εραθ.
Ο ρώσος ιστορικός Σεργκέι Ραντσένκο, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins, λέει στο «Βήμα» πως μπορεί να μην είμαστε στο σημείο στο οποίο βρισκόμασταν το 1970, όταν οι ΗΠΑ και η Σοβιετική Ενωση είχαν 70.000 πυρηνικά όπλα, αλλά ήδη βρισκόμαστε πάλι σε μια κούρσα εξοπλισμών.

«Δεν νομίζω ότι θα ξαναδούμε αυτούς τους αριθμούς, γιατί θεωρώ πως υπάρχει μια κοινή παραδοχή ότι πρόκειται για υπερβολή. Το αν θα έχει π.χ. η Ρωσία 6.000 ή 12.000 πυρηνικές κεφαλές δεν πρόκειται να κάνει τη διαφορά για το μέλλον του κόσμου ή την ικανότητά της να καταστρέψει τον κόσμο.
Ωστόσο η κούρσα των εξοπλισμών δεν χρειάζεται απαραίτητα να αφορά τα ίδια τα πυρηνικά. Αυτή τη στιγμή έχουμε από τις ΗΠΑ την ανάπτυξη και την τελειοποίηση πυραύλων κρουζ. Βλέπουμε τους Ρώσους να εισάγουν συστήματα βαλλιστικών πυραύλων μεσαίου βεληνεκούς, όπως το Rechnik, τα οποία έχουν αναπτύξει ή και χρησιμοποιήσει εναντίον της Ουκρανίας τους τελευταίους μήνες. Από την άλλη, οι Κινέζοι εργάζονται όλο το εικοσιτετράωρο για να τελειοποιήσουν και να ενισχύουν το πυρηνικό τους οπλοστάσιο από περίπου 500 όπλα σε περίπου 1.500».
Ολοι χάνουν
«Υπάρχει γενικά η ψευδαίσθηση ότι μπορεί κανείς να κερδίσει σε μια κούρσα εξοπλισμών, όμως στην πραγματικότητα όλοι χάνουν. Σπαταλούνται υπέρογκα ποσά, αυξάνεται ο κίνδυνος πυρηνικού πολέμου, δεν υπάρχει κάτι θετικό» σημειώνει ο Γούλφσθαλ.
Ο αμερικανός πρόεδρος του «A House of Dynamite» παραδέχεται πως «όλοι χτίσαμε ένα σπίτι γεμάτο δυναμίτη […] αλλά συνεχίσαμε να ζούμε σε αυτό» – μια δήλωση που δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα.
«Εννέα χώρες έχουν τη δυνατότητα να εξαπολύσουν πυρηνικά μέσα σε λίγες ώρες, αν όχι μέσα σε λίγα λεπτά. Παράλληλα υπάρχουν συγκρούσεις στις οποίες οι στρατοί αυτών των χωρών έρχονται σε επαφή άμεσα ή έμμεσα. Υπάρχει λοιπόν πάντα το ρίσκο να χρησιμοποιηθούν πυρηνικά όπλα χωρίς προειδοποίηση, ανά πάσα στιγμή. Οι μόνοι λόγοι που έχουν αποτρέψει κάτι τέτοιο μέχρι σήμερα είναι ότι οι παγκόσμιοι ηγέτες καταλάβαιναν πόσο επικίνδυνο θα ήταν και ότι χρειάζεται πολλή, πολλή τύχη. Αυτή τη στιγμή έχουμε πολύ επιθετικότερους ηγέτες, πρόθυμους να ρισκάρουν, οπότε θα πρέπει απλώς να μην τελειώσει η τύχη μας» καταλήγει ο Γούλφσθαλ.



