«Παρακαλώ σε, σταυραητέ, για χαμηλώσου ολίγο/ και δώσ’ μου τες φτερούγες σου και πάρε με μαζί σου,/ πάρε με απάνου στα βουνά, τι θα με φάη ο κάμπος!». Ετσι κλείνει ο Κώστας Κρυστάλλης ένα από τα πιο γνωστά ποιήματά του («Στο σταυραητό»), έχοντας το βλέμμα στραμμένο εκεί ψηλά, «απάνου στα βουνά», στην πολύτιμη πατρίδα που τον γέννησε και τον ανέθρεψε. Ο ποιητής είδε το φως της ζωής στο Συρράκο, ένα από τα ομορφότερα χωριά του ορεινού όγκου των Τζουμέρκων, και ως γνήσιος ορεσίβιος, κατά τη διάρκεια της σύντομης ζωής του (πέθανε από φυματίωση μόλις στα 26 του χρόνια), επέστρεφε πάντα, έστω νοερά, στις κορυφές, στα τραχιά τοπία και στα δάση της Ηπείρου, στα μέρη που τον ενέπνευσαν βαθιά στο ποιητικό και στο πεζογραφικό έργο του.

Είναι εύκολο να καταλάβουμε ακόμη και σήμερα τη γοητεία που ασκεί η ξεχωριστή αυτή περιοχή όχι μόνο σε όποιον κατάγεται από εκεί, αλλά και στον επισκέπτη της. Γιατί, όσο και αν τα Τζουμέρκα είναι μια αρκετά άγνωστη πλευρά της Ηπείρου (και της Θεσσαλίας), ένας τόπος ανεξερεύνητος από τους πολλούς, παραμένουν μοναδικά σε ομορφιά. Και όσο και αν η τουριστική ανάπτυξη των τελευταίων χρόνων τα κάνει όλο και πιο δημοφιλή, με την ξενοδοχειακή υποδομή τους να περιλαμβάνει πλέον θαυμάσια σαλέ και ξενώνες που στεγάζονται σε αναπαλαιωμένα αρχοντικά, εκείνα παραμένουν, κυρίως εξαιτίας του σύνθετου ορεινού ανάγλυφου του τοπίου τους, ένα από τα πιο δυσπρόσιτα, καλοκρυμμένα μέσα σε χαράδρες και φαράγγια, αλλά και πολύτιμα την ίδια στιγμή μυστικά της Ελλάδας.

Γεωγραφικά, τα Αθαμανικά Ορη, που είναι γνωστά ως Τζουμέρκα, αποτελούν το τμήμα της Πίνδου που βρίσκεται ανάμεσα στους ποταμούς Αραχθο και Αχελώο. Εχουν ανακηρυχθεί εθνικό πάρκο με προεδρικό διάταγμα το 2009 και αποτελούν μια περιοχή με ιδιαίτερο φυσικό κάλλος, πλούσια βλάστηση, άγριες κορυφές, σπήλαια, ποτάμια, καταρράκτες… Στα Τζουμέρκα φύονται σπάνια είδη φυτών και ζουν προστατευόμενα είδη θηλαστικών όπως το αγριόγιδο, η καφέ αρκούδα και η βίδρα. Η φύση στα καλύτερά της δηλαδή. Ερχονται όμως και οι παραδοσιακοί οικισμοί τους, τα μοναστήρια, οι εκκλησίες τους και τα πέτρινα γεφύρια για να δώσουν πρόσθετο ενδιαφέρον στην περιοχή.

Η μεγάλη ανάβαση

Με το Συρράκο και τους Καλαρρύτες, τα πανέμορφα αντικριστά χωριά, να αποτελούν δύο από τις πιο γοητευτικές στάσεις στο ταξίδι εκείνου που θα ανηφορίσει με το αυτοκίνητο τον απότομο και στενό δρόμο – δώστε μεγάλη προσοχή στην οδήγηση, ειδικά αν ο καιρός δεν είναι καλός. Βεβαίως, η ταλαιπωρία αξίζει, και αυτό το καταλαβαίνεις με το που πρωτοαντικρίζεις το χτισμένο από πέτρα Συρράκο με τα εντυπωσιακά σπίτια του και τα ανηφορικά καλντερίμια, την ιδιαίτερη πατρίδα όχι μόνο του Κρυστάλλη αλλά και του μεγάλου πολιτικού της Επανάστασης, Ιωάννη Κωλέττη (1773 ή 1774-1847). Στο χωριό, η ονομασία του οποίου λέγεται πως προέρχεται από τη βλάχικη λέξη «sarac» που σημαίνει «τόπος φτωχός και πετρώδης», δεν μπαίνουν αυτοκίνητα και αυτός είναι βεβαίως ένας σημαντικός λόγος για τον οποίο διατήρησε σχεδόν ατόφια την παραδοσιακή ταυτότητά του. Ο άλλος είναι η απομόνωσή του. Η απομόνωση που το μετέτρεψε σε ένα σκηνικό θλίψης, καθώς μετά τον Εμφύλιο είχε σχεδόν ερημώσει, αλλά και που το έσωσε, αφού το έκρυψε από εκείνους οι οποίοι στις δεκαετίες που ήρθαν, στο όνομα της οικιστικής ανάπτυξης, κατέστρεψαν την Ελλάδα.

Βεβαίως, στο παρελθόν το Συρράκο είχε προφτάσει να ζήσει ένδοξα χρόνια, με τους κατοίκους του να ταξιδεύουν για εμπορικούς λόγους σε όλη την Ευρώπη και να φτιάχνουν πίσω στην πατρίδα τα πέτρινα αρχοντικά τους, τα λαμπρά σπίτια που θαυμάζουμε σήμερα. Εξίσου γραφικοί είναι οι γειτονικοί Καλαρρύτες (από το βλάχικο «calar», δηλαδή «καβαλάρης»), όπου μπορείτε να πάτε από το Συρράκο με το αυτοκίνητο (απέχουν 24 χιλιόμετρα, η διαδρομή όμως διαρκεί περίπου μία ώρα λόγω του δύσκολου δρόμου), ή, αν το επιτρέπει ο καιρός, με τα πόδια, από το μονοπάτι που ενώνει τα δύο χωριά (η διαδρομή είναι αρκετά εύκολη και διαρκεί μιάμιση ώρα). Ο οικισμός είχε ακμάσει κατά τον 18ο αιώνα λόγω του εμπορίου αλλά και με την ανάπτυξη της αργυροτεχνίας. Από εδώ μάλιστα κατάγονται οι οικογένειες Νέσση και Βούλγαρη των οίκων Nessis και Bvlgari.

Ναοί, μουσεία, γεφύρια

Eτερο highlight της περιοχής είναι η Μονή Κηπίνας (αν τη βρείτε ανοιχτή), «σκαμμένη» μέσα στα βράχια και σχεδόν αόρατη από τον δρόμο. Πρόκειται για ένα από τα πιο εντυπωσιακά μοναστήρια της Ηπείρου, χτισμένο περί το 1212 μ.Χ., αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Ο ναός της έχει αγιογραφίες του 17ου αιώνα, ενώ στον πρόναο του καθολικού βρίσκεται μια σπηλιά μήκους 240 μέτρων όπου κρύβονταν για να προστατευτούν κατά την Τουρκοκρατία οι κάτοικοι των γύρω χωριών. Στο μονοπάτι που συνδέει τους Καλαρρύτες με το χωριό Ματσούκι βρίσκεται και η Μονή Βύλιζας με τοιχογραφίες του 1797.

Στο χωριό Κυψέλη λειτουργεί το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης και Ζωής του Παντελή Καραλή που με τα εκθέματά του (σκεύη οικιακής, αγροτικής και ποιμενικής χρήσης, ενδυμασίες, όπλα, ξυλόγλυπτα κ.λπ.) καταγράφει περισσότερους από δύο αιώνες ιστορίας. Η Κόκκινη Εκκλησιά στο Παλαιοχώρι χτίστηκε περί τα 1280 μ.Χ. και θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της ευρύτερης περιοχής λόγω της ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής της και των ευρημάτων στο εσωτερικό της. Τα Πράμαντα, χτισμένα στις πλαγιές της Στρογγούλας (μίας από τις ψηλότερες κορυφές των Τζουμέρκων), με την περίφημη «Βρύση του αράπη» (έργο του πραμαντιώτη πρωτομάστορα Βασιλείου Γεωργάκη το 1887), οι Κτιστάδες, ο Καταρράκτης με τη Μονή της Αγίας Αικατερίνης και τον δίδυμο καταρράκτη του, τα Αγναντα, το Βουργαρέλι με τη Μονή του Αγίου Γεωργίου, οι Μελισσουργοί, οι Ραφταναίοι και η συστάδα με τα Καστανοχώρια είναι μερικά ακόμη από τα 47 χωριά των Τζουμέρκων που αξίζει να γνωρίσει ο επισκέπτης της περιοχής. Οσο για το περίφημο Γεφύρι της Πλάκας, το μεγαλύτερο τοξωτό γεφύρι στα Βαλκάνια, το οποίο κατέρρευσε την 1η Φεβρουαρίου 2015 κατά τη διάρκεια φοβερής κακοκαιρίας, η αναστήλωσή του, έργο φιλόδοξο και δύσκολο, συνεχίζεται και όπως όλα δείχνουν σύντομα θα είναι επισκέψιμο. Μακάρι!

Οι «Οικίες Κατώγι», οι «Ορίζοντες» και το «Liontos Rooms» στα Πράμαντα, η «Casa Calda» και ο «Ξενώνας Γκούρα» στο Συρράκο, το «Αρχοντικό Βογιάρου» στους Καλαρρύτες, η «Πριγκίπισσα Λάνασσα» στο Κωστήτσι, το «Αγκάθι» στους Μελισσουργούς και το «Γεφύρι Πλάκας» στην Πλάκα είναι μερικοί μόνο από τους ξενώνες που λειτουργούν στα Τζουμέρκα. Στην περιοχή δραστηριοποιούνται και εταιρείες που οργανώνουν μεταξύ άλλων πεζοπορίες, καταβάσεις στα φαράγγια, ράφτινγκ, αναρριχήσεις και ποδηλασία στο βουνό. Οσο για το φαγητό, αφού ως γνωστόν «νηστικό αρκούδι δεν χορεύει», εν προκειμένω δεν πεζοπορεί, στις ταβέρνες που θα βρείτε στα διάφορα χωριά θα απολαύσετε εξαιρετικό κρέας (όπως αγριογούρουνο στιφάδο) και σε ορισμένες εξ αυτών τις νόστιμες ηπειρώτικες πίτες. Για τη χώνεψη λικέρ κράνο ή καρυδάκι και η περιπέτεια συνεχίζεται, με κάθε στροφή του δρόμου να επιφυλάσσει μια νέα ευχάριστη έκπληξη. Δυσπρόσιτο είπαμε, αλλά γενναιόδωρο για τον επισκέπτη του μέρος τα Τζουμέρκα!