Στις όχθες της λίμνης στέκονται κατά δεκάδες. Κάτι καφέ υπάρξεις έχουν κουρνιάσει η μία δίπλα στην άλλη. Νερά μυστηριώδη, νερά θολά, που κρύβουν μέσα τους μυστικά. Το russian blue επιλέγει η εικαστικός Φένυ Μπούζα για να αποδώσει αυτή την αίσθηση της μελαγχολίας στο έργο της με τίτλο «Η ζωή στη λίμνη απειλείται…» (σελίδα 4-5 του Special Issue του BHMAgazino που είναι αφιερωμένο στο Περιβάλλον).

Βαθιά στον ορίζοντα την παλέτα της συμπληρώνει ένα έντονο πράσινο. Και είναι αυτές οι αντιθέσεις της λίμνης που δεν γίνεται να μη σε ταξιδέψουν, να μη σε κάνουν να αναλογιστείς πόση αισιοδοξία εκπέμπει το φυσικό περιβάλλον, ακόμα και όταν οι συστηματικές ανθρώπινες ενέργειες στερούνται σεβασμού.

Σε πείσμα των καιρών, ένας αριστοκρατικός αργυροτσικνιάς πραγματοποιεί την αργή και συνάμα κομψή πτήση του. Οι καφέ λαγγόνες, ως άλλες δεινές παρατηρήτριες, θαυμάζουν το όμορφο πέταγμα και τη μεγαλοπρέπειά του.

Με το ντελικάτο σώμα τους, οι αργυροτσικνιάδες κοσμούν τους υγροβιότοπους της Ελλάδας και δεν είναι τυχαίος ο τίτλος που τους έχει δοθεί ως ένα από τα πιο φωτογενή πτηνά της χώρας μας.

Αργυροτσικνιάς, ο κοσμοπολίτης των πτηνών

Ο αργυροτσικνιάς είναι κοσμοπολιτικό καλοβατικό πτηνό της οικογενείας των Ερωδιιδών. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Ardea alba και περιλαμβάνει τέσσερα υποείδη.

Ο αργυροτσικνιάς ξεχωρίζει εύκολα από τους άλλους ερωδιούς λόγω του μεγάλου μεγέθους – μόνον ο σταχτοτσικνιάς είναι λίγο μεγαλύτερος από αυτόν – και του χιονόλευκου χρώματός του. Εκτός από το μέγεθος, ξεχωρίζει από το πρασινωπό δέρμα των χαλινών του προσώπου, το κίτρινο ράμφος και τους μαυροπράσινους ταρσούς και τα πόδια.

Το ράμφος τους γίνεται σκούρο στην άκρη του και τα πόδια πιο κιτρινόχρωμα κατά την περίοδο αναπαραγωγής. Υπάρχει μια αχνή μαυριδερή γραμμή στο πίσω μέρος των οφθαλμών.

Τα χαρακτηριστικά, λεπτά και μακριά φτερά που κοσμούν κυρίως το πίσω μέρος του σώματος και όχι την κορυφή του κεφαλιού, οι περίφημες εγκρέτες, εμφανίζονται στο αναπαραγωγικό πτέρωμα.

Παρά το μέγεθός του, είναι απίστευτα ελαφρύς και χαριτωμένος. Αξιοσημείωτος είναι ο τρόπος που πετάει: με αργά φτεροκοπήματα, ενώ τα πόδια εξέχουν πολύ από το πίσω μέρος του σώματος.

Κατά την πτήση ο αργυροτσικνιάς κρατάει τον μακρύ του λαιμό κυρτωμένο ανάμεσα στους ώμους σε σχήμα «S», ένα στοιχείο που τον ξεχωρίζει από τους πελαργούς, τους γερανούς και άλλα συγγενικά γένη.

Ο λαιμός σε σχήμα «S» εξυπηρετεί δύο πολύ συγκεκριμένες λειτουργίες: Αποτελεσματικό κυνήγι και ισορροπία στο πέταγμα. Οταν δεν στέκεται ακίνητος μέσα ή κατά μήκος των νερών ή δεν περπατά αργά και νωχελικά, επιδίδεται σε ένα κυνήγι εξεύρεσης τροφής. Μαζεύει τον λαιμό του και τον εκτοξεύει με μεγάλη ταχύτητα και ακρίβεια σαν ελατήριο, αιφνιδιάζοντας το θήραμά του.

Η πτήση του συνεχίζεται προς τη φωλιά του, πάντα διατηρώντας τον λαιμό του διπλωμένο, κίνηση που του επιτρέπει να διατηρεί το κέντρο βάρους του πιο κοντά στο σώμα του και άρα να βελτιώνει την ισορροπία και την αεροδυναμική του.

Για τους απανταχού birdwatchers, ο τρόπος που ο λαιμός του αργυροτσικνιά αναδύεται φαινομενικά από το πουθενά, αποτελεί σημείο αναφοράς και θαυμασμού. Ο αργυροτσικνιάς εξαπλώνεται σε όλες τις ηπείρους, για αυτό άλλωστε αποκαλείται «κοσμοπολίτης».

Απαντάται στη Μικρή Πρέσπα, στο Δέλτα Αξιού, στις λίμνες Κερκίνη και Καστοριάς. Τον χειμώνα κάνει πιο αισθητή την παρουσία του στους υγρότοπους, καθώς αρκετοί αργυροτσικνιάδες έρχονται από την Ανατολική Ευρώπη για να ξεχειμωνιάσουν.

Τότε τον συναντούμε κυρίως στη Βόρεια και Δυτική Ελλάδα και νότια μέχρι την Πύλο. Οι αργυροτσικνιάδες στήνουν αναπαραγωγικές αποικίες και φτιάχνουν τις φωλιές τους μέσα στα πυκνά καλάμια, τέλη Απριλίου.

Οι γονείς κλωσσούν τα 3-4 γαλαζοπράσινα αβγά τους επί 25-26 ημέρες και φροντίζουν με στοργή τα μικρά τους ως την 42η ημέρα, οπότε οι νεοσσοί θα κάνουν την πρώτη τους πτήση. Αν και ακόμα πολυπληθείς στη χώρα μας, κατά την τελευταία δεκαετία παρατηρείται μείωση (της τάξεως του 4%) των πληθυσμών τους.

Μεγάλοι πληθυσμοί του είδους οδηγήθηκαν στον αφανισμό κατά το 19ο και αρχές του 20ού αιώνα, καθώς θανατώνονταν για τα φτερά τους ώστε να διακοσμήσουν καπέλα και ρούχα. Πλέον, οι αργυροτσικνιάδες αποτελούν προστατευόμενα είδη, τα οποία απειλούνται από την απώλεια των βιοτόπων τους, ιδιαίτερα τη συρρίκνωση των παρόχθιων δασών όπου φωλιάζουν, και τη μείωση της διαθέσιμης τροφής.

Λαγγόνα, ο μικρότερος κορμοράνος

«Κουρνιασμένες, ήσυχες στα κλαδιά στην άκρη της λίμνης, οι λαγγόνες. Οι φιγούρες τους με τη μακριά ουρά χαρακτηριστικές. Κυνηγούν ψάρια όταν υπάρχουν» περιγράφει η Φένυ Μπούζα, η οποία δημιούργησε εμπνεόμενη από όσα έχει παρατηρήσει βιώνοντας τη φυσική πανίδα γύρω και εντός των λιμνών.

Τοποθετεί τις λαγγόνες δίπλα σε ένα δέντρο που αργοπεθαίνει, αν και στο εσωτερικό του διακρίνεται η ελπίδα.

Η Ελλάδα φέρει μεγάλη ευθύνη για την προστασία της λαγγόνας (η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Microcarbo pygmaeus), καθώς η χώρα μας διαθέτει τον μεγαλύτερο αναπαραγωγικό πληθυσμό του είδους στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ο οποίος αριθμεί περίπου 400 ζευγάρια.

Η λαγγόνα είναι το μικρότερο σε μέγεθος είδος της οικογένειας των Φαλακροκορακίδων, με μήκος σώματος 45-55 εκ. και άνοιγμα πτερύγων 80-90 εκ. Τον χειμώνα έχει στιλπνό πρασινόμαυρο κεφάλι και σκούρο σταχτί σώμα.

Το καλοκαίρι το μικρό κεφάλι και ο λαιμός της γίνονται καστανοκόκκινοι ενώ τα πρασινόμαυρα στιλπνά φτερά του σώματός της έχουν πολλές λευκές πιτσιλιές. Το στρογγυλεμένο, «αναμαλλιασμένο» κεφάλι με το μικρό και παχύ ράμφος είναι, επίσης, διακριτά στοιχεία, ενώ η ουρά της, που έχει σχήμα κουπιού, είναι σχετικά μακριά και εξέχει από το σώμα όσο περίπου και το κεφάλι.

Το σαγόνι και το ράμφος είναι πιο ανοιχτόχρωμα από το υπόλοιπο κεφάλι, ενώ τα πόδια είναι μαύρα. Ο λαιμός μοιάζει κοντός, αλλά μπορεί να εκτείνεται όταν η λαγγόνα κολυμπάει. Είναι άριστος ψαράς, πιάνοντας τα ψάρια με μεγάλης διάρκειας βουτιές.

Το πέταγμά της είναι πολύ γρήγορο σαν της πάπιας, με δυνατά, διαδοχικά φτεροκοπήματα που διακόπτονται από σύντομες αερολισθήσεις. Η παγκόσμια κατανομή της λαγγόνας παλαιότερα απλωνόταν από την Αλγερία έως τη λίμνη Αράλη.

Οι χώρες στις οποίες πλέον αναπαράγεται είναι η Αλβανία, η Ελλάδα, η Βουλγαρία, η Τουρκία, η Ρουμανία, η Μολδαβία, η Ουκρανία, η Ρωσία, το Αζερμπαϊτζάν και το Ιράκ, ενώ λίγα ζευγάρια αναπαράγονται στην Ουγγαρία και στη Σλοβακία.

Η λαγγόνα είναι είδος το οποίο προστατεύεται σύμφωνα με την εθνική, ευρωπαϊκή και διεθνή νομοθεσία. Συγκεκριμένα, περιλαμβάνεται στο Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Σπονδυλόζωων της Ελλάδας και προστατεύεται σύμφωνα με την Οδηγία 79/409/ΕΟΚ, τη Σύμβαση της Βόννης για τη διατήρηση των μεταναστευτικών ειδών των άγριων ζώων (1979) και τη Σύμβαση της Βέρνης για τη διατήρηση της άγριας ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος της Ευρώπης (1979). Στις Λίμνες Μικρή Πρέσπα και Κερκίνη βρίσκονται οι σημαντικότερες αποικίες της, ενώ υπάρχει και ένας μικρός πληθυσμός στη Λίμνη Πετρών.

Παλαιότερα, φώλιαζε και στο Δέλτα του Αξιού, στις Λίμνες Ισμαρίδα και Καστοριάς, στο Δέλτα του Εβρου και στο Πόρτο Λάγος. Οι σημαντικότερες περιοχές διαχείμασης στην Ελλάδα είναι κυρίως οι μεγάλοι υγρότοποι της Θράκης και της Μακεδονίας.

Η λαγγόνα είναι ο μικρότερος κορμοράνος παγκοσμίως, στοιχείο που εύκολα τη διαφοροποιεί από τα συγγενικά της γένη στην παρατήρηση πεδίου. Αναπαράγεται σε καλαμιώνες, στις μεταβατικές ζώνες μεταξύ των καλαμιώνων και των ανοιχτών υδάτων, στις ακτές όπου υπάρχουν εκτεταμένα υγρά λιβάδια, ενώ κατά τη διάρκεια του χειμώνα, σε παράκτιους υγροτόπους, κατά μήκος των ποταμών και σε λίμνες.

Οι κυριότερες αιτίες μείωσης των πληθυσμών της λαγγόνας τα τελευταία έτη είναι η καταστροφή ή η υποβάθμιση των παρόχθιων δασών, το παράνομο κυνήγι και η συχνή παρουσία ανθρώπων κοντά στις περιοχές διατροφής και αναπαραγωγής, η διατάραξη του υδρολογικού καθεστώτος, ο περιορισμός των περιοχών διατροφής, η ρύπανση των υδάτων και η σύλληψη σε δίχτυα.

Τα πουλιά πληρώνουν το τίμημα της κλιματικής αλλαγής

Στο έργο της Φένυς Μπούζα, η ζωή στη λίμνη μπορεί να σβήνει, μπορεί τα πουλιά να αντιλαμβάνονται και να σωματοποιούν τον όποιο κίνδυνο, μπορεί το δέντρο να στέκει δίχως φύλλα, όμως η αισιοδοξία είναι ηχηρά παρούσα.

«Οι οιωνοί είναι κακοί, όμως αυτό που θέλω να αποτυπώσω είναι ότι υπάρχει ζωή και δεν μπορούμε να την αγνοήσουμε. Και όχι μόνο υπάρχει, αλλά είναι και έντονη. Είναι χρέος μας να μην την αγνοήσουμε και να προστατεύσουμε όλα όσα κινδυνεύουν» επισημαίνει.

Η κλιματική κρίση επηρεάζει τα πουλιά της Ευρώπης. Οι θερμότερες και ξηρότερες συνθήκες δυσκολεύουν τα ταξίδια, καθώς έχουν εξαφανιστεί πηγές νερού και χάνονται οι τόποι αναπαραγωγής τους, ενώ πολλά κινδυνεύουν πλέον με εξαφάνιση ή αναγκάζονται να αλλάξουν εντελώς τα μεταναστευτικά τους μοτίβα, εγκαθιστάμενα σε ψυχρότερες, βόρειες περιοχές.

Η κλιματική κρίση, απόρροια των δικών μας αποφάσεων και πράξεων, ασκεί τεράστια πίεση επάνω τους, με αποτέλεσμα ορισμένα είδη ίσως να μην καταφέρουν να προσαρμοστούν. Τα πουλιά είναι οι βασικοί δείκτες οικοσυστημάτων.

Οταν κάτι πάει λάθος με τα πουλιά, κάτι πάει λάθος με το περιβάλλον.