Ενας μεγάλος σταρ του χορού, ο Ντανιίλ Σίμκιν, θα βρεθεί (μαζί με μια πλειάδα χαρισματικών συναδέλφων του) την Τετάρτη 10 Σεπτεµβρίου στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού για τις ανάγκες της παράστασης «Simkin and the Stars – Αthletes of the Gods».
Στη σκιά του Ιερού Βράχου, οι σπουδαίοι αυτοί καλλιτέχνες θα χορέψουν για να στηρίξουν τη δράση του φιλανθρωπικού σωματείου «Aurora – Μαζί ενάντια στα αιματολογικά νοσήματα». Ο 37χρονος Σίμκιν γεννήθηκε στο Νοβοσιμπίρσκ της Ρωσίας. Σε πολύ νεαρή ηλικία βρέθηκε με την οικογένειά του στη Δυτική Ευρώπη και εγκαταστάθηκε στο Βισμπάντεν της Γερμανίας, όπου ο ίδιος μεγάλωσε.
Οταν ήταν εννέα ετών, ξεκίνησε καθημερινά μαθήματα μπαλέτου με τη μητέρα του. Στα χρόνια μαθητείας του απέσπασε σειρά από κορυφαία βραβεία, συμπεριλαμβανομένου του Χρυσού Μεταλλίου στον Διεθνή Διαγωνισμό Μπαλέτου στο Τζάκσον των ΗΠΑ το 2006 και του Grand Prix στον Διεθνή Διαγωνισμό Μπαλέτου στο Ελσίνκι το 2005.
Μετά την αποφοίτησή του από το ακαδηµαϊκό γυµνάσιο, ο Ντανιίλ εντάχθηκε στο Μπαλέτο της Κρατικής Οπερας της Βιέννης ως Κορυφαίος το 2006, ενώ ξεκίνησε τη σταδιοδροµία του ως επισκέπτης χορευτής σε όλον τον κόσµο.
Το 2008 εντάχθηκε στο Αμερικανικό Χοροθέατρο ως Σολίστ, ενώ στη συνέχεια προήχθη σε Α’ Χορευτή το 2012. Κατά την καλλιτεχνική περίοδο 2018/19 εντάχθηκε στο Κρατικό Μπαλέτο του Βερολίνου ως Α’ Χορευτής, ενώ διατήρησε τη θέση του στο Αμερικανικό Χοροθέατρο, με εμφανίσεις και στα δύο σύνολα.
Τα τελευταία χρόνια ζει στη Νέα Υόρκη και ασχολείται κυρίως με το Studio Simkin, μια δική του εταιρεία παραγωγής που επικεντρώνεται στη σύζευξη του μπαλέτου με τις νέες ψηφιακές τεχνολογίες.
Σας θεωρούν έναν από τους πιο τεχνικά καταρτισμένους και εκφραστικούς χορευτές της γενιάς σας. Κοιτώντας πίσω στα πρώτα σας βήματα – από τις εμφανίσεις σας στη σκηνή με τους γονείς σας έως την ένταξή σας σε σπουδαίες ομάδες μπαλέτου – πώς βλέπετε να έχει εξελιχθεί η καλλιτεχνική σας διαδρομή;
Η μέχρι τώρα πορεία μου ως καλλιτέχνη ήταν εξαιρετικά απολαυστική. Εχω χορέψει σε πολλές σκηνές ανά τον κόσμο και η εξέλιξή μου μοιάζει να έγινε φυσικά. Η μητέρα μου ήταν η δασκάλα μου και από μικρός μοιραζόμουν τη σκηνή με τον πατέρα μου.
Ενιωθα ιδιαίτερα προνομιούχος που έλαβα από εκείνους τις σωστές – και θα έλεγα παραδοσιακές – αξίες της ρωσικής κλασικής σχολής. Ακολούθως, εντάχθηκα σε δύο µεγάλες οµάδες µπαλέτου: την American Ballet Theatre στη Νέα Υόρκη και το Staatsballett Berlin στη Γερµανία.
Μέσα από αυτές τις εμπειρίες γνώρισα την καθημερινότητα των μεγάλων καλλιτεχνικών οργανισμών και έμαθα τι σημαίνει να είσαι μέρος μιας ομάδας που χορεύει και παράγει μεγάλες και ολοκληρωμένες παραγωγές – ήταν, κατά κάποιον τρόπο, ένα σχολείο για το πώς είναι να ανήκεις σε κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό σου. Ταυτόχρονα, είχα τη χαρά να εμφανίζομαι και ως προσκεκλημένος χορευτής με διάφορα σχήματα σε όλον τον κόσμο.
Πιστεύω ότι είναι σημαντικό να βιώνει κανείς την τέχνη του σε διαφορετικά επίπεδα και περιβάλλοντα, τα οποία αναπόφευκτα τον επηρεάζουν. Την ίδια στιγμή, είναι και οι εμπειρίες ζωής που διαμορφώνουν και εμπλουτίζουν την παρουσία μας στη σκηνή.
Υπήρξαν επίσης αρκετές στιγμές στην καριέρα μου όπου βρέθηκα σε άγνωστες συνθήκες, και θεωρώ πως ο φόβος του καινούργιου – σε λογικές δόσεις – είναι απαραίτητος για την εξέλιξη ενός καλλιτέχνη.
Εχετε υπάρξει πρωτοπόρος στην πειραματική σύζευξη χορού και τεχνολογίας μέσω του Studio Simkin. Πώς φαντάζεστε το μέλλον του μπαλέτου σε έναν ολοένα και πιο ψηφιακό κόσμο;
Πιστεύω πως ο χορός, ως μορφή τέχνης, είναι ιδιαίτερα μοναδικός, καθώς βασίζεται σε έναν από τους πιο πρωτογενείς τρόπους επικοινωνίας: την κίνηση. Σε έναν κόσμο που απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τη φυσική του υπόσταση, θεωρώ πως ο χορός μπορεί να λειτουργήσει ως σημείο επανασύνδεσης με κάτι που μας επαναφέρει στον πυρήνα της ύπαρξής μας – καθώς πρόκειται για μια τέχνη που ενώνει σώμα και πνεύμα στο πρόσωπο του κάθε καλλιτέχνη.
Ο χορός, ως τρόπος έκφρασης, έχει κάτι το ιερό. Την ίδια στιγμή, η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας και των δημιουργικών της εργαλείων με συναρπάζει. Θεωρώ τον εαυτό μου τεχνοκράτη στην ψυχή και πιστεύω πως τα νέα μέσα μπορούν και πρέπει να αξιοποιούνται για να προσφέρουν καινοτόμες εμπειρίες που υπερβαίνουν τη συμβατική θεατρική σκηνή. Η ίδια η σκηνή αποτελεί μορφή τεχνολογίας, όμως το θεσμικό πλαίσιο παραμένει προσανατολισμένο κυρίως στην παραγωγή έργων αποκλειστικά για αυτήν.
Πιστεύω ότι ο χορός έχει το δικαίωμα να επεκταθεί και σε άλλους πολιτιστικούς χώρους – όπως τα μουσεία – και να ενταχθεί σε μια ευρύτερη πολιτιστική εμπειρία, αντί να περιορίζεται μόνο στο σκοτάδι του θεάτρου.
Με λίγα λόγια, ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Studio Simkin, επιθυμώ να προωθήσω αυτή την πρωτογενή και ενωτική μορφή τέχνης, δίνοντάς της νέο νόημα μέσα από τον επαναπροσδιορισμό της.
Τον Σεπτέμβριο θα εμφανιστείτε ξανά στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού – ένα από τα πλέον εμβληματικά αρχαία θέατρα του κόσμου. Τι σημαίνει για εσάς το να χορεύετε σε έναν τόσο ιστορικά και συναισθηματικά φορτισμένο χώρο;
Δεν θα μπορούσα να επιθυμώ κάτι περισσότερο. Εχω πράγματι ξαναχορέψει στο Ηρώδειο και πρόκειται για ένα μαγικό μέρος. Από τη μία πλευρά, είναι μεγαλοπρεπές και εντυπωσιακό – χορεύεις μπροστά σε περισσότερους από 4.000 θεατές με φόντο την Ακρόπολη. Από την άλλη, λόγω της ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής του, προσφέρει μια αίσθηση οικειότητας. Νιώθει κανείς πως το κοινό βρίσκεται πολύ κοντά και τον ακολουθεί σε κάθε του κίνηση.
Είναι συναρπαστικό να χορεύεις σε ένα από τα αρχαιότερα θέατρα του κόσμου. Θέλω αυτή να είναι μία από τις καλύτερες εμφανίσεις της καριέρας μου, όχι μόνο επειδή είναι ξεχωριστή εμπειρία, αλλά και γιατί συνδέεται με τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι την τέχνη μας: ως κάτι που μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά.
Αυτή η παράσταση είναι μία ακόμη σταγόνα στον ωκεανό των παραστάσεων που έχουν δοθεί εδώ και αιώνες σε αυτόν τον ιστορικά και πνευματικά φορτισμένο τόπο. Παρ’ όλα αυτά, αποτελεί μεγάλη τιμή για μένα. Επίσης, έχω ακούσει πως το Ηρώδειο πρόκειται να κλείσει σύντομα για εργασίες συντήρησης, οπότε είναι ακόμη πιο συγκινητικό που καταφέραμε να οργανώσουμε και να παρουσιάσουμε αυτή την παράσταση.
Θα μπορούσατε να μας δώσετε μια γεύση από το πρόγραμμα που θα παρουσιάσετε στην Αθήνα; Τι να περιμένει το ελληνικό κοινό από αυτή την ιδιαίτερη βραδιά;
Η βραδιά τιτλοφορείται “Αθλητές των Θεών”, βασισμένη στο γνωστό απόφθεγμα του Αλμπερτ Αϊνστάιν: “Οι χορευτές είναι οι αθλητές του Θεού”. Ο τίτλος παραπέμπει άμεσα στο σωματικό στοιχείο αλλά, όπως ανέφερα νωρίτερα, πιστεύω πως ο χορός είναι επίσης μια πνευματική πρακτική που αγγίζει το θείο. Εχω επιλέξει μια εξαιρετική ομάδα κορυφαίων χορευτών από όλον τον κόσμο, με τους οποίους έχω προσωπική σχέση και τρέφω για αυτούς μεγάλο σεβασμό.
Το πρόγραμμα περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα έργων, από καθαρά κλασικά μέχρι νεοκλασικά και σύγχρονα. Πιστεύω πως έχουμε βρει μια όμορφη ισορροπία που προσφέρει στο κοινό ένα καλλιτεχνικό ταξίδι μέσα από τις πολλές εκφάνσεις που μπορούν να λάβουν το μπαλέτο και ο σύγχρονος χορός στη σκηνή.
Σε προσωπικό επίπεδο, ανυπομονώ να παρουσιάσω ένα καινούργιο σόλο μπροστά στο ελληνικό κοινό – ένα έργο που έμαθα πρόσφατα και έχω ερμηνεύσει ελάχιστες φορές. Είναι μια χορογραφία του Μορίς Μπεζάρ με τίτλο “Λόενγκριν”, εμπνευσμένη από την ομώνυμη όπερα του Βάγκνερ. Εξερευνά την αντίθεση μεταξύ του θείου και του γήινου – και αυτό αποτελεί μια όμορφη αναλογία για ολόκληρη τη βραδιά.
Εχετε μιλήσει στο παρελθόν για τη σημασία τού να δίνει κανείς μια προσωπική ερμηνεία στους κλασικούς ρόλους. Πώς βρίσκετε την ισορροπία ανάμεσα στην παράδοση και την ατομική έκφραση;
Πιστεύω ότι για να είναι κανείς καλός στους κλασικούς ρόλους πρέπει να διατηρεί μια στάση ταπεινότητας. Με αυτό εννοώ πως οφείλει να σέβεται τα όρια που θέτει η ιστορία και να κατανοεί ότι αποτελεί απλώς έναν κρίκο στην αλυσίδα της εξέλιξης της τέχνης αυτής, και όχι την ίδια την τέχνη. Το πλαίσιο του κλασικού μπαλέτου είναι αυστηρό και ο (καλός) ερμηνευτής πρέπει να βρει τρόπους να εκφραστεί μέσα σε αυτούς τους περιορισμούς, χωρίς να τους υπερβαίνει.
Φυσικά, ως σύγχρονος άνθρωπος, πολλές φορές δυσκολεύομαι να ταυτιστώ σε επιφανειακό επίπεδο με τις αξίες που καλούμαι να εκφράσω, για παράδειγμα, στα ρομαντικά μπαλέτα. Παρ’ όλα αυτά, ακριβώς επειδή πρόκειται για κλασικά έργα, κρύβουν μέσα τους μια διαχρονική αλήθεια και ομορφιά, την οποία κάθε χορευτής καλείται να ανακαλύψει μόνος του. Συνήθως εστιάζω στα βαθύτερα νοήματα που αγγίζουν οικουμενικά τον άνθρωπο.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν διαδραματίσει έναν ασυνήθιστο αλλά σημαντικό ρόλο στην καριέρα σας, ιδίως στα πρώτα σας βήματα. Πώς διαχειρίζεστε την προβολή, την επαφή με το κοινό και την πίεση της διαρκούς παρουσίας στο Διαδίκτυο ως καλλιτέχνης;
Αυτή την περίοδο της ζωής μου, κατά την οποία αφιερώνω ολοένα και περισσότερο χρόνο στην παραγωγή και καλλιτεχνική διεύθυνση παραστάσεων, μου είναι όλο και πιο δύσκολο να διατηρώ ενεργή και επικαιροποιημένη παρουσία στα κοινωνικά δίκτυα.
Αρχικά, η ενασχόλησή μου με τα social media ξεκίνησε από μια παιδική περιέργεια για τα νέα μέσα επικοινωνίας και το στοιχείο του παιχνιδιού που τα συνοδεύει. Δυστυχώς, πλέον τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν σχεδόν επαγγελματική υποχρέωση για τους καλλιτέχνες.
Υπάρχει, ωστόσο, μια εγγενής ομορφιά στο γεγονός ότι μπορείς να επικοινωνείς με το ευρύ κοινό μέσω Διαδικτύου, εφόσον αυτό παραμένει μια αυθεντική ανάγκη του εαυτού σου.
Ως κάποιος που έχει χορέψει στα σημαντικότερα θέατρα του κόσμου, τι είναι αυτό που εξακολουθεί να σας προκαλεί και να σας εμπνέει πάνω στη σκηνή;
Να νιώθω φόβο και να αναζητώ προκλήσεις. Ο χορευτής αξίζει όσο η τελευταία του παράσταση – κι αυτό από μόνο του είναι αρκετό για να σε ωθεί να προχωράς. Είναι σημαντικό να εκτίθεται κανείς σε νέο ρεπερτόριο και νέες καλλιτεχνικές επιρροές, που προκαλούν ένα αίσθημα δυσφορίας – και μέχρις ενός σημείου, φόβου. Η ένταση είναι ένα είδος διέγερσης, το οποίο τελικά οδηγεί σε ανακαλύψεις νέων τρόπων αντίληψης της σκηνής, του σώματος και της κίνησης.
Στην πορεία μιας χορευτικής καριέρας, στην αρχή προσπαθείς να εδραιωθείς – και κάποια στιγμή συνειδητοποιείς ότι πλέον χρειάζεται σκληρή δουλειά για να διατηρηθείς από κάποιο επίπεδο και πάνω.
Με τον καιρό, η σωματική προσπάθεια αυξάνεται, ενώ η πνευματική μειώνεται, καθώς έχεις ξαναβρεθεί σε αυτές τις συνθήκες και σου είναι οικείες. Καθώς οι σωματικές ικανότητες φθίνουν, ως καλλιτέχνης η συμβολή σου μπορεί να γίνεται όλο και πιο ουσιαστική, χάρη στις εμπειρίες ζωής. Η ποιότητα του χορού είναι διαρκώς μεταβαλλόμενη – και αυτό από μόνο του είναι μια πανέμορφη πηγή έμπνευσης.
Τι συμβουλή θα δίνατε σε νέους χορευτές που προσπαθούν να βρουν τη φωνή τους στο διαρκώς μεταβαλλόμενο τοπίο του χορού;
Οπως είπε κάποτε ο Οσκαρ Ουάιλντ: “Να είστε ο εαυτός σας – όλοι οι άλλοι ρόλοι είναι πιασμένοι”. Κάθε καλλιτέχνης έχει κάτι μοναδικό να προσφέρει στην τέχνη μας. Το σημαντικό είναι να βρείτε το κουράγιο να συναισθανθείτε και να αναγνωρίσετε τις δυνατότητές σας.
Εξίσου κρίσιμο είναι να βρείτε ανθρώπους να μιμηθείτε και να ακολουθήσετε, οι οποίοι όμως ενσωματώνουν τις σωστές αξίες. Στον σημερινό κόσμο, όπου υπάρχει πληθώρα πληροφορίας και εικόνων, είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς ποιος είναι ο σωστός δρόμος – και ο σωστός άνθρωπος – να εμπιστευτεί.
Το μπαλέτο συχνά περιγράφεται ως τέχνη της τελειότητας. Πώς διαχειρίζεστε εσείς την ευαλωτότητα, την ατέλεια και τις ψυχολογικές απαιτήσεις τού να είστε διαρκώς εκτεθειμένος στη σκηνή;
Επειδή ως χορευτής η δουλειά μου βασίζεται στην απόλυτη προσπάθεια ελέγχου σώματος και νου σε μια στιγμή αλήθειας, είναι αναγκαίο να αναζητώ και το αντίθετο: την απελευθέρωση από τον έλεγχο, τη στιγμή της απόλυτης ελευθερίας.
Αυτό το αντίβαρο το βρίσκω στον χορό με ηλεκτρονική μουσική, στα κλαμπ. Στη σκηνή, υπάρχει η στιγμή του ορισμού του εαυτού, του εγώ – μια στιγμή στην οποία εκφράζεις ποιος είσαι, μέσα από τον απόλυτο έλεγχο (ακόμα κι αν αυτό γίνεται ασυνείδητα). Αντίθετα, στο κλαμπ διαλύεται το εγώ μέσα στο πλήθος και αναζητάς την τελειότητα μέσω της ελευθερίας και της απόλυτης απουσίας ελέγχου. Και αυτό είναι εξίσου όμορφο, γιατί – στο τέλος – και τα δύο είναι χορός.
Ως παιδί δύο χορευτών, η ανατροφή σας ήταν βαθιά συνδεδεμένη με το μπαλέτο. Πώς διαμόρφωσαν οι γονείς σας την αντίληψή σας για τον χορό – και προσπαθήσατε ποτέ συνειδητά να απομακρυνθείτε από το παράδειγμά τους για να χαράξετε τη δική σας πορεία;
Ημουν εξαιρετικά τυχερός που έλαβα μια σπουδαία εκπαίδευση από τους γονείς μου – όχι μόνο σε τεχνικό επίπεδο, αλλά και σε επίπεδο αξιών. Εμαθα από νωρίς πώς να προσεγγίζω τη δουλειά μου με σύστημα και συνέπεια.
Για να είναι κάποιος σταθερός και να διατηρεί τον έλεγχο του σώματός του και της τεχνικής του, πρέπει να βρει ένα σύστημα που λειτουργεί. Και αυτό το σύστημα πρέπει να το ακολουθεί σχεδόν με θρησκευτική προσήλωση. Εκεί πάνω μπορεί, κατόπιν, να οικοδομήσει την ελευθερία του στη σκηνή.
Εχετε χορέψει κάποιους από τους πιο εμβληματικούς ρόλους του κλασικού ρεπερτορίου. Υπάρχει κάποιος με τον οποίο αισθάνεστε πιο συνδεδεμένος;
Αν και είναι γνωστή η ερμηνεία μου ως Μπαζίλιο στον “Δον Κιχώτη” – ένας ρόλος που αποτελεί πρόκληση, ιδιαίτερα όσον αφορά την τεχνική – νιώθω πολύ πιο προσωπική σύνδεση με τον ρόλο του Αλμπρεχτ στη “Ζιζέλ”.
Εκεί, έχεις τη δυνατότητα να αναπτύξεις την εσωτερική διαδρομή του χαρακτήρα, και με θεματικές όπως το πάθος, η μετάνοια και η συμπόνια, οι δυνατότητες να αγγίξεις βαθιά το κοινό είναι πολύ μεγαλύτερες από μια εντυπωσιακή, καθαρά τεχνική ερμηνεία.






