– Πώς σε λένε;

– Αντόνιο Μοντάνα. Εσένα πώς σε λένε;

Αυτές είναι οι πρώτες φράσεις της ταινίας «Ο σημαδεμένος» (1983) και, κατά κάποιον τρόπο, πιάνουν αμέσως τον θεατή από τον λαιμό. Ισως επειδή η ερώτηση βγαίνει από το στόμα αστυνομικού της Υπηρεσίας Μετανάστευσης των Ηνωμένων Πολιτειών και η απάντηση-ερώτηση βγαίνει από το στόμα ενός θρασέος κουβανού εμιγκρέ που θέλει να μπει στη «Χώρα των Ονείρων». Ο θεατής έχει ήδη πάρει μια γεύση επιτυχίας του Κουβανού απέναντι στον νόμο (μιας ξένης για τον ίδιο χώρας), αλλά την ίδια στιγμή τού έχουν ήδη γεννηθεί αμφιβολίες για το πόσο αίσιο θα είναι το μέλλον του. Το βέβαιο είναι ότι ο Τόνι Μοντάνα, με τη μορφή του Αλ Πατσίνο στην πιο ακραία στιγμή της κινηματογραφικής καριέρας του, είναι ένας αντιήρωας του οποίου την πορεία σίγουρα θέλεις να παρακολουθήσεις.

Στην ιστορία του κινηματογράφου, σπανίως μια ταινία έχει καταφέρει να προκαλέσει τόσο μεγάλο διχασμό όσο ο «Σημαδεμένος». Είναι το φιλμ με το οποίο ο Μπράιαν Ντε Πάλμα επέστρεψε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 με έναν εντελώς δικό του, θεαματικό τρόπο στο γκανγκστερικό έπος του Χάουαρντ Χοκς, παραγωγής 1932, «Scarface» (εν μέρει εμπνευσμένο από την ιστορία του πραγματικού γκάνγκστερ Αλ Καπόνε). Η ταινία του Ντε Πάλμα δίχασε στην πρώτη προβολή της, το 1983, και σήμερα, 42 χρόνια αργότερα, εξακολουθεί να διχάζει, παρότι το κοινό της δεν σταμάτησε ποτέ να ανανεώνεται. «Ο κόσμος έφευγε βλαστημώντας από τις αίθουσες πριν καν η ταινία τελειώσει» θα έλεγε αργότερα σε συνεντεύξεις του ο Ντε Πάλμα, αναφερόμενος στην αρνητική υποδοχή όχι μόνο των κριτικών, αλλά και του κοινού.

Να όμως που με την πάροδο των χρόνων αυτό το φιλμ άρχισε σιγά-σιγά να αποκτά ένα νέο κοινό φανατικών υποστηρικτών. Προσφάτως, το έζησα από πρώτο χέρι. Τον Σεπτέμβριο που μας πέρασε, λίγο πριν από τη συγγραφή του ανά χείρας κειμένου, είδα σε στάση λεωφορείου έναν νεαρό – μαθητή Γυμνασίου ή Λυκείου –
που φορούσε ένα T-shirt με τη στάμπα «Scarface». Οταν τον ρώτησα αν έχει δει την ταινία, συνοφρυωμένος μου απάντησε «εννοείται» και ότι «είναι θεϊκή». Είναι αλήθεια πως η αφοσίωση των θαυμαστών της συγκεκριμένης ταινίας, έτσι όπως εξελίχθηκε μέσα στα χρόνια που μεσολάβησαν από την αρχική απαξίωση, την έχει μετατρέψει σε πολιτιστικό φαινόμενο, ιδιαίτερα στη hip hop σκηνή και στις υποκουλτούρες. Μάλιστα, όταν το 2003 ο «Σημαδεμένος» επανακυκλοφόρησε στους κινηματογράφους, το στούντιο ζήτησε από τον Ντε Πάλμα να αλλάξει το μνημειώδες soundtrack του Τζόρτζιο Μόροντερ ώστε να χρησιμοποιηθούν ραπ τραγούδια που ήταν… εμπνευσμένα από την ίδια την ταινία. Ωστόσο, ο σκηνοθέτης αρνήθηκε.

Πραγματικά, ο «Σημαδεμένος» απέκτησε ένα πολύ περίεργο cult status και αυτό ενδεχομένως να οφείλεται στην εξερεύνηση της φιλοδοξίας και του αμερικανικού ονείρου στην πιο ωμή μορφή τους. Η απεικόνιση της βίας μέσω του κουβανού γκάνγκστερ Τόνι Μοντάνα, ο οποίος με το που πατά το πόδι του στις ΗΠΑ αναζητεί ένα δικό του κομμάτι από το αμερικανικό όνειρο, τον μετέτρεψε σε κάτι σαν σύμβολο επανάστασης αλλά και σαν προειδοποίηση.

Φωτεινό… νουάρ

Με συνεργάτη του στο σενάριο τον Ολιβερ Στόουν, που ως σκηνοθέτης αλλά και ως σεναριογράφος ακολουθεί πάντα τον δρόμο της εκκωφαντικής υπερβολής και της προβοκάτσιας, ο Ντε Πάλμα ανανέωσε την αρχική ιστορία της ταινίας του Χοκς τοποθετώντας τη στο Μαϊάμι της δεκαετίας του 1980 και παρουσιάζοντας τον Τόνι Μοντάνα ως έναν από τους περίπου 125.000 κουβανούς πρόσφυγες που άφησαν πίσω τους την κομμουνιστική Κούβα του Φιντέλ Κάστρο και πήγαν απέναντι, στη Φλόριντα, αναζητώντας να ζήσουν το αμερικανικό όνειρο. Ο Μοντάνα ήταν κακοποιός. Ηταν όμως αρκετά έξυπνος (όσο και αυτοκαταστροφικός) ώστε να βρει στην Αμερική το κατάλληλο έδαφος να αναπτύξει τις δραστηριότητές του και να πλουτίσει κολυμπώντας στο αίμα και την κοκαΐνη. Οχι, ο Τόνι Μοντάνα δεν θα μπορούσε με τίποτα να φανταστεί τον εαυτό του να παραμένει χαμηλόμισθος λαντζέρης, που ήταν η πρώτη του δουλειά στο Μαϊάμι. Αντιθέτως, θέτοντας σε λειτουργία το ένστικτο της τίγρης, του αγαπημένου του ζώου, θα στρώσει μόνος του τον δρόμο για τον παράδεισο των βαμμένων με αίμα χρημάτων και της εξουσίας.

Το περίεργο με τον Τόνι Μοντάνα είναι ότι, αν και έξυπνος, δείχνει συχνά τσαπατσούλης, τόσο που αναρωτιέσαι πώς τελικά τα καταφέρνει. Ενεργεί επιπόλαια σε μια «αποστολή» με αποτέλεσμα να πριονίσουν τον φίλο του (ειδικά αυτή η σκηνή προκάλεσε το μένος του κοινού). Αρνούμενος να πάρει τα κατάλληλα μέτρα προστασίας, τον πυροβολούν μέσα σε μια γεμάτη ντισκοτέκ. Δεν συμβιβάζεται με την αστυνομία και τον συλλαμβάνουν. Καταναλώνει ασυλλόγιστα μεγάλες ποσότητες κοκαΐνης, την οποία ο ίδιος πουλάει, άρα ξέρει τις συνέπειες (η σκηνή που τον βλέπουμε να βουτά το κεφάλι του μέσα σε βουνό κοκαΐνης στο γραφείο του αγγίζει τα όρια της κωμωδίας). Σκοτώνει τον καλύτερό του φίλο επειδή νομίζει ότι τον «πούλησε». Κυκλοφορεί την ομορφότερη γυναίκα του Μαϊάμι – η Μισέλ Φάιφερ σε έναν κομβικό ρόλο για την καριέρα της, όπως η ίδια αργότερα θα δήλωνε –, αλλά κάνει ό,τι μπορεί για να τον εγκαταλείψει τελικά. Ο Μοντάνα είναι από την αρχή ένας ζωντανός-νεκρός και λίγο πριν από την απόλυτη διάλυσή του το έχει πια καταλάβει και ο ίδιος.

Σχετικά με την όψη του «Σημαδεμένου», ο Μπράιαν Ντε Πάλμα είχε δηλώσει ότι διαβάζοντας το σενάριο είδε σε αυτό «τη μελέτη ενός αντιήρωα για μια ξεχωριστή οπτική απεικόνιση». Η σκέψη του ήταν όντως πρωτότυπη, κάτι που παραδέχθηκε αργότερα και ο σπουδαίος διευθυντής φωτογραφίας του «Σημαδεμένου» Τζον Α. Αλόνζο. Από την πρώτη του συνάντηση με τον Ντε Πάλμα, ο Αλόνζο θυμόταν ότι ο σκηνοθέτης τού είχε πει τα εξής: «Κοίτα, αν αυτό το σενάριο διαβάζεται ως σκοτεινό φιλμ νουάρ, έτσι θα είναι. Ομως εμείς θα το αντικρούσουμε και θα αφήσουμε τη δράση να συμβεί μέσα στο κάδρο. Αν πρόκειται να συμβεί μια βίαιη πράξη, το περιβάλλον πρέπει να είναι φωτεινό, όχι σκοτεινό». Αυτό δεν έγινε ως κόλπο, αλλά για να εισαχθεί το latin στυλ στην ταινία, το οποίο είναι λαμπερό και πολύχρωμο.

Οπτικά, η ταινία είναι μια μελέτη αντιθέσεων. Από την άθλια ζωή του νέου μετανάστη μέχρι την υπερβολική χλιδή του εμπόρου ναρκωτικών. Ισως το πιο φανταχτερό σκηνικό που σχεδίασε ο Φερντινάντο Σκαρφιότι, σύμβουλος εικόνας και οπτικών εφέ του Ντε Πάλμα, ήταν το Babylon Club. Ο Σκαρφιότι σχεδίασε ένα κυκλικό κτίριο, με το σκηνικό να περιβάλλεται από τεραστίων διαστάσεων καθρέφτες. Αυτό αρχικά προκάλεσε ένα από τα πιο δύσκολα προβλήματα προς επίλυση για τον Αλόνζο. Σύμφωνα με τον ίδιο, η πρώτη του αντίδραση ήταν «πού θα βάλω τις κάμερες;». Ωστόσο, ο Σκαρφιότι είχε σχεδιάσει τους καθρέφτες με αντίζυγα, ώστε να μπορούν να περιστρέφονται. Το σκηνικό επέτρεψε στον Αλόνζο να δώσει στην ταινία μια άλλη διάσταση: βλέπουμε τον Τόνι Μοντάνα να μιλά και συγχρόνως βλέπουμε τα πρόσωπα των υπόλοιπων χαρακτήρων μέσα από τους καθρέφτες.

Το lifestyle της τίγρης

Δεν περιμένεις ότι ένας τόσο «low life» γκάνγκστερ (παρά τα εκατομμύρια που θα κέρδιζε για λίγο) όπως ο Τόνι Μοντάνα μπορεί ποτέ να γίνει fashion icon, όμως ακόμα και αυτό κατάφερε με την ταινία του ο Ντε Πάλμα. Πριν υιοθετήσει την γκαρνταρόμπα με τα πανάκριβα κοστούμια, τα ανοιχτά πουκάμισα και τα χρυσά κοσμήματα, ο Τόνι Μοντάνα περιφέρεται στους δρόμους του Μαϊάμι φορώντας πολύχρωμα πουκάμισα διακοσμημένα με φωτεινά τροπικά prints. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα πουκάμισα aloha του Μοντάνα ενέπνευσαν την αρχική εμφάνιση για τον εγκληματικό πρωταγωνιστή Τόμι Βερσέτι στο βιντεοπαιχνίδι «Grand Theft Auto: Vice City», που είχε μεγάλη πέραση στη δεκαετία του ’80.

Η σκηνή με το αλυσοπρίονο στην τουαλέτα – που παραμένει απωθητικά ωμή – διεξάγεται κατά τη διάρκεια μιας μέρας καθοριστικής στην εγκληματική καριέρα του Μοντάνα. Είναι η στιγμή που θα μπορέσει να επιβληθεί δηλώνοντας ότι αυτός και κανένας άλλος είναι το μέλλον της πόλης. Εκεί φοράει ένα φωτεινό κόκκινο πουκάμισο από ρεγιόν με σχέδια που απεικονίζουν τίγρεις ανάμεσα σε μοβ λουλούδια και μακριά φύλλα σε ταιριαστά γεωμετρικά μοτίβα. Το κόκκινο πουκάμισο επικοινωνεί οπτικά με τη συμπεριφορά του καθώς είναι ανυπόμονος να χαράξει το δικό του αιματοβαμμένο μονοπάτι προς την κορυφή. Η δε τίγρη ταιριάζει απολύτως με την εμμονή του Τόνι με το άγριο αιλουροειδές· η τεράστια γάτα της ζούγκλας που δεν χαρίζεται σε κανέναν βρίσκεται παντού στην ταινία: από τη σύγκριση της νέας Porsche με μια τίγρη, την ταπετσαρία με τύπωμα τίγρης στην κλασική του Cadillac, μέχρι το σύρσιμο του Μάνι (Στίβεν Μπάουερ) στον ζωολογικό κήπο για να δει τις τίγρεις και τελικά την αγορά μιας οικόσιτης τίγρης.

Καθώς η γκαρνταρόμπα του Τόνι εξελίσσεται και από τα τροπικά πουκάμισα περνάει σε πανάκριβα κοστούμια, το μόνο κομμάτι της που μένει σταθερό είναι οι μαύρες δερμάτινες μπότες του με φερμουάρ στο πλάι, κατάλληλα συνδυασμένες με τα κουβανέζικα τακούνια. Δεν είναι απλώς ένας μοντέρνος τρόπος για επιπλέον ύψος και αυτοπεποίθηση, είναι και μια ενδυματολογική νύξη στην εθνικότητα του ήρωα.

Η μέθοδος Πατσίνο

Ο Αλ Πατσίνο δούλεψε τον αντιήρωα του Τόνι Μοντάνα στον αντίποδα του Μάικλ Κορλεόνε, του βαρόνου του οργανωμένου εγκλήματος στις ΗΠΑ που τον είχε κάνει όνομα το 1972 με τον «Νονό» του Φράνσις Φορντ Κόπολα. Οσο συγκρατημένος είναι ο Κορλεόνε τόσο ασυγκράτητος είναι ο Μοντάνα. Οσο σιωπηλός είναι ο Κορλεόνε τόσο φωνακλάς είναι ο Μοντάνα. Οσο προσεκτικός στις κινήσεις του είναι ο Κορλεόνε τόσο άτσαλος είναι ο Μοντάνα.

Περιέργως, ο «Σημαδεμένος» είναι ο ρόλος που σημάδεψε για πάντα τον ηθοποιό. Σε συνεντεύξεις του ο 85χρονος σήμερα Πατσίνο έχει πει ότι πολλοί φαν της ταινίας όταν τον βλέπουν προσποιούνται ότι πυροβολούν με πολυβόλο, όπως κάνει ο Τόνι Μοντάνα στην ταινία λίγο πριν αποχαιρετήσει διά παντός τον κόσμο. Ηθοποιός της μεθόδου, ο Πατσίνο έμεινε «εντός χαρακτήρα» καθ’ όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας. Ο Τζον Α. Αλόνζο είπε ότι συνεργάστηκε πολύ καλά μαζί του γιατί – καθότι μεξικανικής καταγωγής ο ίδιος – του μιλούσε ισπανικά, κάτι που ο Πατσίνο ήθελε για να είναι συνεχώς «μέσα στον ρόλο». Μάλιστα, ήταν τέτοια η προσήλωσή του που, για να μην του ασκηθεί καμία επιρροή, εκτός σετ δεν είχε επαφή με τους ηθοποιούς που στην ταινία υποδύονταν αντιπάλους του Μοντάνα. Παρότι εν τέλει ο Πατσίνο «σφαγιάσθηκε» από την κριτική για την ερμηνεία του, είδε τον ήρωα αυτόν να τον οδηγεί στις υποψηφιότητες για Χρυσή Σφαίρα Α’ ανδρικού ρόλου, κάτι που συνέβη και στην κατηγορία της μουσικής για τον Τζόρτζιο Μόροντερ, όπως και στην κατηγορία ερμηνείας Β’ ανδρικού ρόλου για τον Στίβεν Μπάουερ, που υποδύεται τον συνεργάτη και φίλο του Τόνι Μοντάνα.