Το πένθος είναι ένα στρογγυλό λείο βότσαλο που κουβαλάω πάντα στην τσέπη μου. Είναι τόσο λείο επειδή το έχουν αγγίξει εκατομμύρια, δισεκατομμύρια άνθρωποι, κανείς, ποτέ, στην ιστορία του είδους δεν έχει γλιτώσει από αυτό. Βάζω το χέρι στην τσέπη και το τρίβω απαλά και καμιά φορά το βάζω στο στόμα. Πρέπει, σαν τον Δημοσθένη, να μάθω να μιλάω με αυτό το βότσαλο μέσα στο στόμα μου, να μιλάω γύρω του, να μιλάω σαν να μην υπάρχει ενώ βρίσκεται εκεί, να που τώρα μιλάω μέσα από αυτό. Κάποιες φορές θέλω να το καταπιώ, αλλά ξέρω πως αν το κάνω θα πάρει τη θέση της καρδιάς μου.

Βρέθηκα σε αυτές τις συνθήκες, με το βότσαλο του πένθους στην τσέπη, στο στόμα, κάποιες μέρες λίγο πριν στην καρδιά, πριν από έναν χρόνο, με τον θάνατο του πατέρα μου. Για την ακρίβεια, ο χρόνος συμπληρώθηκε πριν από λίγες μέρες και ομολογώ ότι αντιμετώπιζα την ιδέα της επετείου επιπόλαια, σίγουρη πως, αφού έτσι κι αλλιώς πενθώ εδώ και δώδεκα μήνες, δεν θα άλλαζε κάτι εκείνη ειδικά τη μέρα. Λόγω της ασθένειας που είχε προηγηθεί, δεν είχα στ’ αλήθεια να σκέφτομαι σε κάθε γιορτή, σε κάθε σημαντική ημερομηνία πώς την είχαμε περάσει τον προηγούμενο χρόνο, και θεωρούσα πως αυτό με θωράκιζε απέναντι σε κάτι. Κι όμως, εκείνο το πρωί, μόλις ξύπνησα σκέφτηκα το μήνυμα της μητέρας μου έναν χρόνο νωρίτερα. Ηταν σαν να ξαναπήγαινα στο σπίτι τους, σαν να συναντιόμασταν ξανά εκεί με τον αδελφό μου, σαν να πηγαίναμε ξανά στην κλινική όπου δεν μας περίμενε πια ο πατέρας μας.

Οσο βρισκόμασταν ακόμη στην κλινική, όσο δεν είχαμε ακόμη επικοινωνήσει με γραφείο κηδειών, όσο δεν είχε καν υπογράψει ακόμη η μητέρα μου τα απαραίτητα χαρτιά, άρχισαν να καταφθάνουν τηλεφωνήματα και μηνύματα από συγγενείς, φίλους και γνωστούς που είχαν δει την είδηση στα social και – δικαίως – θεωρούσαν πως είχαν περάσει τουλάχιστον κάποιες ώρες, αν όχι και μέρα, από τη στιγμή που το είχαμε μάθει εμείς. Εκανα το λάθος εκείνη τη στιγμή, στον μικρό χώρο αναμονής μιας κλινικής του κέντρου της Αθήνας, να μπω στο Facebook. Δεν είναι ότι δεν ήξερα τι είχε συμβεί. Δεν είναι ούτε καν ότι ήταν αιφνίδιο, ότι δεν είχε υπάρξει χρόνος «προετοιμασίας». Και το πρώτο πράγμα που εμφανίστηκε, όπως ήταν αναμενόμενο, ήταν μια χαμογελαστή φωτογραφία του, και η είδηση «Πέθανε…» και ένιωσα να με χαστουκίζουν. Και ίσως αυτό να είναι και ενδεικτικό για το πώς βιώνουμε πλέον την πραγματικότητα, μέσω της οθόνης μας, αλλά εγώ εκείνη την στιγμή ένιωσα αυτή τη βίαιη ψυχική μετατόπιση που φέρνει ο θάνατος, και ένιωσα ταυτόχρονα και μια τεράστια παραβίαση. Ισως επειδή, όπως σημειώνει ο Φιλίπ Αριές, ο θάνατος και το πένθος στις δυτικές κοινωνίες έχουν εξοστρακιστεί από τη δημόσια σφαίρα και άρα ένιωθα ότι μου αφαιρούν το δικαίωμα στον ιδιωτικό θρήνο, ή επειδή μια τέτοια δημόσια αναγνώριση αυτού που έχει συμβεί το καθιστά τόσο πραγματικό που νιώθεις ότι κάποιος σου στερεί το δικαίωμα της άρνησης, το δικαίωμα στη μαγική σκέψη ότι ο άνθρωπος που έχεις αγαπήσει τόσο πολύ απλώς λείπει για λίγο; Θυμάμαι την ιστορία για τον γιο ενός οικογενειακού φίλου, παιδάκι ακόμα όταν έχασε τον πατέρα του, που έτρεχε στις κολόνες της γειτονιάς και έσκιζε τα κηδειόχαρτα κλαίγοντας.

Παλινδρομώ διαρκώς ανάμεσα στην ανάγκη απόλυτης απομόνωσης και τη λαχτάρα να μοιραστώ αυτόν τον πόνο. Προσπαθώ να ξεχωρίσω τι έρχεται από μέσα μου, τι απ’ έξω, και αν έχει τελικά καμιά σημασία. Στα μικρά παιδιά επιτρέπεται ο θρήνος. Εμείς, ενήλικα, ψύχραιμα παιδιά, στεκόμασταν σαν χαμένα. Συνειδητοποιώ τώρα ότι αυτό που θα ήθελα θα ήταν να μην μας ένοιαζαν οι κοινωνικές συμβάσεις, να μπορούσαμε να νιώσουμε ελεύθεροι να ουρλιάξουμε, να πέσουμε κάτω, να μοιρολογήσουμε. Να πενθήσουμε παράλογα για όσο χρόνο το χρειαζόμαστε, σίγουρα όχι τις δυο-τρεις μέρες που επιβάλλει η ζωή που ζούμε.

Σε μια εποχή όπου η σωματική και ψυχική υγεία είναι κάτι που συζητιέται διαρκώς, δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει η αντίδρασή μας απέναντι σε κάτι που αλλάζει τη ζωή μας τόσο ολοκληρωτικά και απόλυτα όσο ο θάνατος να είναι η αυτοσυγκράτηση και η «αξιοπρέπεια», γιατί θεωρείται απαραίτητο να επιστρέψει στη δουλειά του ο πενθών, γιατί πάψαμε να αναγνωρίζουμε, όπως έκαναν οι παλιότερες κοινωνίες, πως για να είναι ο θάνατος μέρος της ζωής πρέπει να του επιτρέπουμε να καταλαμβάνει τον χώρο που του αναλογεί.

Οι επιστημονικές έρευνες καταγράφουν βαθιές αλλαγές στη φυσιολογία των ατόμων που πενθούν και διαπιστώνουν ότι το πένθος είναι μια αντίδραση άγχους, όπως ο φόβος. Τα επίπεδα των ορμονών του άγχους ανεβαίνουν. Τα μοτίβα του ύπνου διαταράσσονται, το ανοσοποιητικό σύστημα εξασθενεί. Εγώ αισθανόμουν ότι είχα χάσει ένα απαραίτητο κομμάτι στο παζλ της πραγματικότητάς μου. Σαν να μη χωρούσα πια στον κόσμο με τον ίδιο τρόπο, σαν να είχα αποκτήσει νέες γωνίες, που δεν έβρισκαν το σωστό σημείο για να τοποθετηθούν. Το παρελθόν δεν ερχόταν στο μυαλό μου με συνεκτικές αναμνήσεις, ήταν – και σε μεγάλο βαθμό είναι ακόμη – σαν να πέρασε κάποιος ένα βρεγμένο σφουγγάρι πάνω από όλους τους πίνακες της μνήμης μου και να ξεχωρίζουν μόνο ασύνδετες λεπτομέρειες εδώ κι εκεί. Το μέλλον, σε συνδυασμό με όλους τους άλλους κινδύνους που μας απειλούν, είναι πια κάτι που αδυνατώ να βάλω σε ένα σχήμα, έστω σαν ευχή, και μένω εντελώς μετέωρη στο παρόν. Νιώθω την ανάγκη να ξαναβρώ μια ύπαρξη με συνοχή, να φθάσω επιτέλους σε αυτόν τον καινούργιο κόσμο που δημιουργείται σιγά-σιγά μια που ο θάνατος ακύρωσε τον προηγούμενο.

Σκέφτηκα να μιλήσω για παραδόσεις, τελετουργίες, νομίζω όμως ότι τα ξέρουμε, κι αν τους αναγνωρίζουμε κάτι πλέον είναι ότι σίγουρα πρόσφεραν ένα συγκεκριμένο πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούσες να τοποθετήσεις την εμπειρία σου, σε κάποιες περιπτώσεις επέτρεπαν ακόμα και την ακραία έκφραση θλίψης, σε άλλες, και για άλλους, μπορεί να δημιουργούσαν έναν ασφυκτικό κλοιό. Καταλαβαίνω ότι δεν υπάρχει κοινή εμπειρία πένθους, δεν πιστεύω ότι υπάρχουν στάδια από τα οποία περνάει κανείς γραμμικά, δεν είναι μια διαδικασία που ολοκληρώνεται ποτέ. Οπως ακριβώς υπάρχει η διαχωριστική γραμμή μεταξύ ζωής και θανάτου για τον άνθρωπο που πεθαίνει, έτσι ακριβώς συμβαίνει και για όσους μένουν πίσω. Οσο ξεχωριστές είναι οι συνθήκες θανάτου του καθένα άλλο τόσο είναι και το πένθος του. Βλέπω, διαβάζοντας κείμενα άλλων ανθρώπων σε ανάλογη συνθήκη, πόσο συχνά τυχαίνει να μην ταυτίζομαι καθόλου με αυτό που βιώνουν, και άλλοι να περιγράφουν αυτό που ζω σαν να βρίσκονται μέσα μου. Με παρηγορούν τα ποιήματα και μια φράση του Ομάρ Καγιάμ που διάβασα πρόσφατα: «Αυτός ο ωκεανός της ύπαρξης είναι φτιαγμένος από το άγνωστο, όσο κι αν ψάξουμε δεν θα φθάσουμε στο τέρμα του».

Η κυρία Μυρσίνη Γκανά είναι ποιήτρια.