Μια σκηνή που την έχουμε δει άπειρες φορές σε αμερικανικές ταινίες. Είμαστε σε ένα πολύβουο μπαρ, με κόσμο να στριμώχνεται γύρω από την μπάρα και ξαφνικά δύο μεθυσμένα γομάρια αρπάζονται μεταξύ τους. Αρχίζουν να σπρώχνουν ο ένας τον άλλον, να ανταλλάσσουν προσβολές και είναι φανερό ότι το πάνε για καβγά. Αυτό που θα συμβεί στη συνέχεια δεν εξαρτάται από το μέγεθος των μπράτσων, αλλά από τον αιφνιδιασμό. Θα επικρατήσει το γομάρι που θα καταφέρει να ρίξει το πρώτο χτύπημα και να το ρίξει καλά. Είναι αμφίβολο ωστόσο αν ο επικρατήσας θα γλιτώσει από την κλωτσοπατινάδα που θα ακολουθήσει, αλλά στο επίπεδο του ένας προς έναν έχει κερδίσει.

Τηρουμένων των αναλογιών (και είναι πολλές), αυτό έχει συμβεί τώρα στο Μεσανατολικό. Η Χαμάς χτύπησε πρώτη, χτύπησε γερά και κέρδισε, διότι ο σκοπός της ήταν απλός, στοιχειώδης, σχεδόν πρωτόγονος: να ακυρώσει την αμερικανική πολιτική ειρήνευσης, μέσω των επιμέρους συμφωνιών με τα αραβικά κράτη του Κόλπου, ώστε να διαιωνιστεί το μίσος και ο πόλεμος. Αυτό, δυστυχώς, το πέτυχαν. Από εκεί και πέρα, ο πόλεμος στις μέρες μας διεξάγεται με τη συμμετοχή κοινού, όπως κάποια τηλεπαιχνίδια. Η διεθνής κοινή γνώμη ενημερώνεται διαρκώς και κρίνει τα πάντα – βλέπουμε, λ.χ., στο Μίσιγκαν τις συνέπειες της δυσαρέσκειας των Δημοκρατικών ψηφοφόρων για την υποστήριξη του Ισραήλ από την κυβέρνηση Μπάιντεν. Το Ισραήλ, θέλω να πω, δεν αντιμετωπίζει μόνο τη Χαμάς, αλλά και το BBC και το CNN, που αναπόφευκτα επικεντρώνουν τα ρεπορτάζ τους στην ανθρώπινη δυστυχία του πολέμου. Επιπλέον, η Χαμάς έχει και το πλεονέκτημα του ασύμμετρου πολέμου και μάλιστα σε μια κλίμακα πρωτοφανή, διότι δεν μιλάμε για μεμονωμένους βομβιστές αυτοκτονίας, αλλά για έναν ολόκληρο λαό που χρησιμοποιείται ως βομβιστής αυτοκτονίας από την ηγεσία του.

Η μεγαλύτερη νίκη της Χαμάς είναι όμως αυτή που πέτυχε εις βάρος της ισραηλινής κοινωνίας στο σύνολό της. Επειτα από τα αδιανόητα που συνέβησαν, κανείς πια στο Ισραήλ δεν θέλει να ακούει για λύση δύο κρατών. Το λένε οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί για να καλύψουν με θόρυβο το κενό, αλλά η δυνατότητα αυτή πέθανε. Η δεύτερη Ιντιφάντα, στις αρχές του αιώνα μας, όταν ο Αραφάτ είχε αρχίσει να ραμολίρει, ήταν η κρίσιμη καμπή στην πορεία του ζητήματος, που εξολόθρευσε την Κεντροαριστερά στο Ισραήλ και αποδυνάμωσε τους φιλελεύθερους. Ανάμεσα στα θύματα της αποτρόπαιας σφαγής της 7ης Οκτωβρίου πρέπει να καταμετρηθεί οπωσδήποτε και το όνειρο των δύο κρατών.

Συλλογικό Τραύμα

«Συλλογική αποτυχία» χαρακτήρισε το δυστύχημα των Τεμπών ο Πρωθυπουργός, στο μήνυμά του για τη θλιβερή επέτειο. Είναι ο δικός του τρόπος για να μας πει «αυτή είναι η Ελλάδα», όπως ο Κώστας Σημίτης μετά τη βύθιση του «Σάμινα». Επί της ουσίας, βέβαια, έχει δίκιο. Η αποτυχία είναι συλλογική, επειδή αμέτρητα λάθη και ολιγωρίες σωρεύονται και δημιουργούν το ιδιότυπο ελληνικό χάος (που το λέμε στην καθομιλουμένη οίκο ανοχής, κατ’ ευφημισμόν όμως, διότι σε αυτούς τους οίκους τάξη παραδειγματική επικρατεί), λόγω του οποίου το «Σάμινα», το Μάτι, τα Τέμπη είναι ενδεχόμενα που μπορεί να συμβούν. Σύμφωνοι. Υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι αυτή η συλλογική αποτυχία συνίσταται από το άθροισμα των επιμέρους ατομικών ευθυνών συγκεκριμένων προσώπων. Αντιλαμβάνομαι ότι και ο αγαπητός μου μανάβης, που πάντα με περιποιείται, ο περιπτεράς μου, εγώ, εσείς και όλοι μας ευθυνόμαστε εμμέσως για την αποτυχία, επειδή συμβιβαζόμαστε με μια κατάσταση την οποία δεν μπορούμε να αλλάξουμε ή για την οποία κρίνουμε ότι δεν έχει νόημα να συγκρουστούμε. Κάποιοι όμως ευθύνονται περισσότερο και αμεσότερα, επειδή ήταν δουλειά τους και καθήκον τους η ασφάλεια των σιδηροδρομικών μετακινήσεων.

Αυτή είναι, πράγματι, η Ελλάδα, όμως υπάρχει ένας τρόπος να διαψεύσουμε τη μοιρολατρική θεώρηση της ύπαρξής μας στον Υπαρκτό Ελληνισμό. Για να μπορούμε, δηλαδή, να πούμε ότι αυτή ήταν η Ελλάδα, αλλά δεν είναι πλέον, γιατί κάτι άλλαξε. Τη διαφορά θα κάνει η αμερόληπτη απόδοση της δικαιοσύνης από τους θεσμούς του κράτους, χωρίς περιττές χρονικές καθυστερήσεις. Αν η δικαστική έρευνα πείσει ότι δεν υπολογίζει πολιτικές σκοπιμότητες και συμφέροντα, τότε θα μπορούμε να πούμε ότι, ως χώρα, πήγαμε ένα βήμα παραπέρα. Και το βήμα αυτό, ως έναν βαθμό, εξαρτάται και από την κυβέρνηση. Εννοείται, βεβαίως, ότι η Δικαιοσύνη στην Ελλάδα είναι ανεξάρτητη και όποιος ισχυρίζεται το αντίθετο είναι κατάπτυστος, διαπράττει μεγίστη ιεροσυλία και προσωπικώς τον βδελύσσομαι! Ωστόσο, η κυβέρνηση θα μπορούσε να τη βοηθήσει για να είναι ακόμη πιο ανεξάρτητη. Μόνο να ωφεληθεί έχει αν δεν το φοβηθεί. Η απώλεια των ανθρώπων είναι δεδομένη και δεν αναπληρώνεται. Η δικαιοσύνη όμως είναι κάτι διαφορετικό και απολύτως απαραίτητο για την κοινωνία στο σύνολό της, διότι αυτή η τραγωδία άγγιξε τους πάντες. Αν κάτι είναι συλλογικό στην υπόθεση αυτή είναι το τραύμα.

Διαλεκτικός Υλισμός

Από διαλεκτικό υλισμό δεν καταλαβαίνω γρυ, όσο και αν έχω προσπαθήσει, γι’ αυτό θα παρακαλούσα να βρεθεί κάποιος καταρτισμένος, για να μου εξηγήσει πώς είναι δυνατόν να συνδέονται το πένθος για τα θύματα των Τεμπών με τα οικονομικά αιτήματα της δημοσιοϋπαλληλίας. Τα δύο θέματα δεν πάνε μαζί, διότι πολύ απλά το δεύτερο αυτομάτως υποβιβάζει τη σημασία του πρώτου. Δυσκολεύομαι να βρω άλλο επιχείρημα για να σας πείσω, επειδή για μένα η ασυμβατότητα πένθους και συμφέροντος είναι κάτι φυσικό και δεδομένο, όπως είναι, π.χ., ότι στις 11 τη νύχτα έξω έχει σκοτάδι. Αναρωτιέμαι, δεν το σκέφτηκε κανείς, εκεί στο συμβούλιο σοφών της ΑΔΕΔΥ, όταν το αποφάσισαν; Δεν υπήρξε κάποιος να αναρωτηθεί μήπως, βρε παιδιά, υπάρχει κάτι απρεπές και γελοίο στη συνύπαρξη πένθους και οικονομικών αιτημάτων;