Μια ενδιαφέρουσα πολιτική περίοδο διανύει η Ιταλία, στην οποία σε δύο εβδομάδες θα διεξαχθεί πενταπλό δημοψήφισμα. Το ένα ερώτημα αφορά τον υποδιπλασιασμό (σε πέντε από δέκα έτη) του χρόνου παραμονής στη χώρα για έναν αλλοδαπό ώστε να μπορεί να πάρει την ιταλική υπηκοότητα. Τα υπόλοιπα αφορούν διάφορες ρυθμίσεις του ιταλικού εργατικού δικαίου (εν ολίγοις, καλύτερες συμβάσεις ορισμένου χρόνου, προστασία από παράνομες απολύσεις, μεγαλύτερες αποζημιώσεις για απολύσεις από μικρές επιχειρήσεις και αλλαγές στην ευθύνη για τα εργατικά ατυχήματα).
Αποχή
Οπως εύκολα θα μπορούσε να υποθέσει κανείς, τις αλλαγές στο δημοψήφισμα θα στηρίξουν αριστερά και κεντροαριστερά κόμματα. Αντίστοιχα, θα περίμενε κανείς να το καταψηφίσει ο κυβερνών δεξιός συνασπισμός υπό την Τζόρτζια Μελόνι, υπερασπιζόμενος τη μεταναστευτική και εργατική νομοθεσία της χώρας. Κι όμως! Η ιταλίδα πρωθυπουργός και οι συν αυτήν προτείνουν στους ψηφοφόρους τους να απέχουν από τις κάλπες, καθώς στην Ιταλία τα δημοψηφίσματα είναι άκυρα αν δεν συμμετέχουν περισσότεροι από τους μισούς ψηφοφόρους. Κοινώς, οι ιταλοί κυβερνώντες – πέρα από το παράδοξο του να αποτρέπουν τους εργαζομένους από το να βελτιώσουν τις συνθήκες απασχόλησής τους – προτιμούν να ακυρώσουν τον αγώνα από το να προσπαθήσουν να τον κερδίσουν. Μια παράμετρος αυτής της ιστορίας (κατά την οποία θα μπορούσε να ακουστεί σε διάφορα σημεία το κλασικό «είναι τρελοί αυτοί οι Ρωμαίοι») είναι ότι το δημοψήφισμα πραγματοποιείται αφού το σχετικό αίτημα υπογράφηκε από σχεδόν 640.000 ψηφοφόρους (από τους 500.000 που απαιτούνταν), χοντρικά το 1% του πληθυσμού.
Ξέρετε, αντίστοιχα, πόσες υπογραφές χρειάζονται για να γίνει δημοψήφισμα στην Ελλάδα; Ναι, καλά το φανταστήκατε. Ηταν παγίδα ερώτηση, δεν υπάρχει τέτοια πρόβλεψη. Η διεξαγωγή δημοψηφίσματος επαφίεται αποκλειστικά στην κυβέρνηση, και πιθανότατα για αυτόν τον λόγο σε ολόκληρη τη μεταπολίτευση έχει γίνει μόνο ένα, αυτό του 2015. Η μοναδικότητά του βέβαια δεν εξαντλείται σε αυτό το στοιχείο: πρέπει να ήταν το μόνο δημοψήφισμα που το αποτέλεσμά του δυσαρέστησε και την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση. Μεταξύ μας, μόνο η Ζωή Κωνσταντοπούλου πρέπει να εξακολουθεί να αντλεί οφέλη από εκείνη την εκλογική διαδικασία.
Σε κάθε περίπτωση, παρότι καμαρώνουμε ότι είναι η χώρα που την εφηύρε, η Ελλάδα δείχνει μια περίεργη δυσανεξία στην άμεση δημοκρατία, κορυφαία έκφραση της οποίας είναι το δημοψήφισμα. Προφανώς, αναγνωρίζω τα τρωτά του σημεία. Σπανίως μια πολιτική απόφαση καθορίζεται από ένα «ναι» ή ένα «όχι», και επίσης η Ελλάδα, με τον υφέρποντα συντηρητισμό της, είναι πολύ πιθανό να απέτρεπε αν προτείνονταν σε ένα δημοψήφισμα πράγματα που έχουν γίνει κτήμα της, όπως η Συμφωνία των Πρεσπών ή ο γάμος ομόφυλων ζευγαριών. Και βέβαια υπάρχει πάντα ο κίνδυνος χειραγώγησης, τον οποίο αποδεικνύουν τα τέσσερα δημοψηφίσματα επί ναζιστικής Γερμανίας.
Ωστόσο, η προσφυγή στη λύση του δημοψηφίσματος δεν πρέπει να μεταφράζεται μόνο ως ένδειξη αδυναμίας του πολιτικού προσωπικού να δώσει αυτό μια απάντηση (όπως – μάλλον δικαίως – ερμηνεύεται η επιλογή Τσίπρα το 2015).
Κίνητρο
Μπορεί να δράσει νομιμοποιητικά στις πολιτικές απαιτήσεις των καιρών, όπως συνέβη τον Δεκέμβριο του 1974 με την κατάργηση της μοναρχίας. Αλλά πολύ περισσότερο αποτελεί ένα κίνητρο ενεργοποίησης για τον μέσο πολίτη που έχει την αίσθηση ότι έχει «φωνή» μόνο μία φορά κάθε τέσσερα χρόνια, στις εθνικές εκλογές. Και μόνο η προοπτική να συμμετέχεις στην πρόκληση ενός δημοψηφίσματος πιθανότατα θα αύξανε το ενδιαφέρον για τα πολιτικά πράγματα, θα δημιουργούσε πιο ενεργούς, αναπόφευκτα και πιο ενημερωμένους πολίτες. Εξάλλου, δύσκολα μια τέτοια ενεργοποίηση θα αφορούσε μόνο ένα θέμα. Θα αποτελούσε κληρονομιά για τη συνολική παρουσία μας στα κοινά, ίσως και για έναν πιο χρήσιμο οδηγό για το πώς παίρνεις αποφάσεις και εκτός πολιτικής.






