Με την ολοκλήρωση της ηλεκτρονικής δημόσιας διαβούλευσης την Τετάρτη 1η Νοεμβρίου το νομοσχέδιο του υπουργείου Πολιτισμού, με το οποίο μεταξύ άλλων ενσωματώνεται στην ελληνική νομοθεσία η Ευρωπαϊκή Οδηγία 2019/790 «για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και τα συγγενικά δικαιώματα στην ψηφιακή ενιαία αγορά», έχει μπει πλέον στα τελικά στάδια επεξεργασίας και σύντομα πρόκειται να κατατεθεί προς ψήφιση στη Βουλή. Το νομοσχέδιο δόθηκε στη δημοσιότητα στις 18 Οκτωβρίου και στη διαβούλευση συμμετείχαν πλήθος κλαδικών φορέων, εκπρόσωποι των εκδοτών Τύπου και των δημοσιογράφων.

Η Οδηγία είχε ψηφιστεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 26 Μαρτίου 2019 και θα έπρεπε να έχει ενσωματωθεί στο δίκαιο της χώρας μας έως τις 7 Ιουνίου 2021. Πρόκειται για μια Οδηγία κομβικής σημασίας στον τομέα της πνευματικής ιδιοκτησίας, καθώς ουσιαστικά υποχρεώνει τις διαδικτυακές πλατφόρμες (Google, Facebook, YouTube κ.ά.) να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε να μη διακινείται παράνομα μέσω αυτών περιεχόμενο για το οποίο υπάρχουν πνευματικά δικαιώματα, καθώς επίσης να αποζημιώνουν με έναν πιο δίκαιο τρόπο τους δημιουργούς και τους κατόχους πνευματικών δικαιωμάτων.

Τα οφέλη για τον Τύπο

Η Οδηγία, γνωστή και ως Οδηγία DSM, αφορά άμεσα και τον Τύπο, καθώς με το άρθρο 17 καθιερώνεται ένα νέο ισχυρό δικαίωμα για τους εκδότες Τύπου, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να διεκδικήσουν από τις μεγάλες ψηφιακές πλατφόρμες σημαντικά ποσά ως αμοιβές για την εκμετάλλευση του ειδησεογραφικού περιεχομένου τους, ενώ μέρος των εσόδων που θα αποκομίζουν οι εκδότες θα αποδίδεται στους δημοσιογράφους. Με την Οδηγία επιχειρείται να αντιμετωπιστεί το «χάσμα αξίας» (value gap) ανάμεσα στα κέρδη που αποκομίζουν οι πλατφόρμες και στα έσοδα των δημιουργών του περιεχομένου που φιλοξενούν, γεγονός που θα βελτιώσει σημαντικά τη θέση συγγραφέων, δημοσιογράφων και εκδοτών στο Διαδίκτυο.

Η πρόθεση του ευρωπαίου νομοθέτη είναι να «διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του εκδοτικού κλάδου και με τον τρόπο αυτόν να εξασφαλιστεί η διαθεσιμότητα αξιόπιστων πληροφοριών», καθώς η ελεύθερη δημοσιογραφία αποτελεί πυλώνα της δημοκρατίας. Μέσω της καθιέρωσης του νέου δικαιώματος, δίνεται η δυνατότητα στους εκδότες να αδειοδοτήσουν τη χρήση του περιεχομένου τους στους κολοσσούς του Διαδικτύου και να έχουν σημαντικά έσοδα, κρίσιμα για την υγιή ανάπτυξη και την ελευθερία του Τύπου. Είναι γνωστό ότι οι μεγάλες διαδικτυακές πλατφόρμες καρπώνονται, σε βάρος των εκδοτών, τη συντριπτική πλειονότητα διαφημιστικών εσόδων σε σχέση με τη χρήση και εκμετάλλευση του ειδησεογραφικού περιεχομένου στο Διαδίκτυο, χωρίς να αποδίδουν τίποτα σχεδόν στους εκδότες ή στους δημοσιογράφους. Να σημειωθεί ότι αρκετές χώρες της ΕΕ, μεταξύ των οποίων η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία και το Βέλγιο, έχουν ήδη ενσωματώσει την Οδηγία στο εσωτερικό τους δίκαιο και έχουν ξεκινήσει τις σχετικές διαπραγματεύσεις με τις πλατφόρμες.

Στο νομοσχέδιο περιλαμβάνονται επίσης και διατάξεις που αφορούν την ενσωμάτωση της Οδηγίας 789/2019, με τις οποίες θεσπίζονται κανόνες που αποσκοπούν στην ενίσχυση της διασυνοριακής πρόσβασης σε μεγαλύτερο αριθμό τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών προγραμμάτων μέσω της διευκόλυνσης της εκκαθάρισης των δικαιωμάτων για την παροχή επιγραμμικών υπηρεσιών, καθώς και για την αναμετάδοση ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων.

Τι λένε εκδότες και δημοσιογράφοι

Στο γενικό πλαίσιο οι ενώσεις τόσο των εκδοτών όσο και των δημοσιογράφων θεωρούν ότι το νομοσχέδιο είναι σύμφωνο με την ενωσιακή νομοθεσία και κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση. Οι εκδότες ζητούν μεταρρυθμίσεις στο νομοθέτημα με σκοπό την εξισορρόπηση της διαπραγματευτικής δύναμης των εκδοτών Τύπου απέναντι στις μεγάλες πλατφόρμες. Τονίζουν επίσης ότι είναι αναγκαίος ο καθορισμός μέσω συμβάσεων ή δικαστικής απόφασης δίκαιης αμοιβής για τη χρήση του ειδησεογραφικού περιεχομένου σε σύντομο χρονικό διάστημα. Θεωρούν κομβικό τον ρόλο της ΕΕΤΤ και κατάλληλη ως αρμόδια – για τη διαμεσολάβηση – αρχή και προτείνουν περαιτέρω την κατεπείγουσα σύσταση της αρμόδιας Επιτροπής, της οποίας οι αποφάσεις να είναι δεσμευτικές.

Οι εκδότες ζήτησαν την άμεση κατάρτιση του κανονισμού που θα καθορίζει τα κριτήρια αμοιβής για το νέο δικαίωμα και την υιοθέτηση των διατάξεων που προβλέπονται στον αντίστοιχο νόμο της Τσεχίας όσον αφορά τη διατήρηση της ορατότητας του περιεχομένου τους. Στην ίδια κατεύθυνση προσανατολίζεται και ο Οργανισμός Συλλογικής Διαχείρισης των Εργων Λόγου. Από την πλευρά τους οι Ενώσεις των δημοσιογράφων ζητούν υποχρεωτική συλλογική διαχείριση των δικαιωμάτων τους, νομοθετική ρύθμιση για τα κριτήρια αμοιβής των εκδοτών Τύπου και ανάθεση της επίβλεψης των διαπραγματεύσεων στον ΟΠΙ, ενώ προτείνουν και αρκετές διαφοροποιήσεις στη διαδικασία των διαπραγματεύσεων και στη διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων.

Οι αντιδράσεις από τις μεγάλες πλατφόρμες

Από την πρώτη στιγμή οι μεγάλες διαδικτυακές πλατφόρμες εξέφρασαν έντονες αντιθέσεις με τη συγκεκριμένη νομοθεσία. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι σε όσες χώρες ενσωματώθηκε το δικαίωμα του εκδότη Τύπου οι μεγάλες πλατφόρμες, και ιδίως η Google και η Meta (Facebook), αρνήθηκαν να διαπραγματευθούν με τους εκδότες Τύπου ή προέβησαν σε καταχρηστικές πρακτικές, εκμεταλλευόμενες τη δεσπόζουσα θέση στην αγορά, αναγκάζοντας τους εκδότες σε κάποιες χώρες (ενδεικτικά Γερμανία) να παραχωρήσουν την άδειά τους άνευ ή έναντι ελάχιστης αμοιβής. Είναι γεγονός ότι, όπως επισημαίνουν πολλοί αναλυτές, οι πλατφόρμες αυτές λειτουργούν σαν ένα πανίσχυρο μονοπώλιο, που αρνείται να διαπραγματευθεί με καλή πίστη. Τόσο στη Γαλλία όσο και στη Γερμανία επενέβη η αρχή ανταγωνισμού, ενώ στην Αυστραλία υιοθετήθηκε νομοθεσία στο πλαίσιο του ελεύθερου ανταγωνισμού. Γι’ αυτό πληθαίνουν οι χώρες (Ιταλία, Βέλγιο, Τσεχία, Γαλλία) που πλέον δεν αρκούνται σε όσα προβλέπει η οδηγία, αλλά υιοθετούν πρόσθετες υποχρεώσεις και διαδικασίες ενημέρωσης, διαπραγμάτευσης, διαιτησίας και αποτροπής καταχρηστικών πρακτικών. Αξίζει να σημειωθεί ότι στη διαβούλευση για το νομοσχέδιο στη χώρα μας συμμετείχε και η Google, η οποία πρότεινε όχι μόνο την κατάργηση της ύπαρξης θεσμικού φορέα διαμεσολάβησης, αλλά συλλήβδην την κατάργηση της προβλεπόμενης διαδικασίας. Αξιολογώντας ως αναρμόδια την ανεξάρτητη Αρχή της ΕΕΤΤ, τάσσεται υπέρ της κατάργησης της διαδικασίας, διότι αυτή θα καθυστερήσει τις διαπραγματεύσεις και την πληρωμή των εκδοτών και επειδή με αυτόν τον τρόπο παραβλέπεται η… διαπραγματευτική δύναμη των μερών. Επικαλούμενη περαιτέρω την ανάγκη εμπιστευτικότητας των δεδομένων της, θεωρεί ακόμα και την υποχρέωση χορήγησης στοιχείων εκ μέρους των μερών αντίθετη με την Οδηγία. Στο ζήτημα δε της θέσπισης συστήματος προστασίας των εκδοτών από καταχρηστικές πρακτικές που οδηγούν σε περιορισμό της ορατότητας των εκδοτών από τους παρόχους, ομοίως ζητά να καταργηθεί και αυτή η υποχρέωση, εκτιμώντας ότι αυτή πιθανώς να οδηγήσει σε παραβιάσεις του ανταγωνισμού, ενώ θεωρεί ότι συνιστά και παραβίαση της επιχειρηματικής της ελευθερίας.