Χαράματα Κυριακής 19 Οκτωβρίου 2025. Οι πρώτες ακτίνες φωτίζουν δύο σκουριασμένα σκάφη που από το 2023 και το 2024 μυρίζουν προσφυγιά στο «λιμάνι με τα ναυάγια», έξω από την Παλαιόχωρα. Σύμφωνα με την Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ, περίπου 12.000 μετανάστες έχουν φτάσει φέτος από τη Βόρεια Αφρική, σε ένα νησί με πληθυσμό λίγο πάνω από 600.000 κατοίκους.
Πρόκειται για αύξηση 300% σε σχέση με πέρυσι, με την Κρήτη να φιλοξενεί πλέον το ένα τρίτο των παράτυπων αφίξεων στην Ελλάδα. Η Κρήτη – όπως η Λαμπεντούζα, τα Κανάρια και η Κύπρος – αντιμετωπίζει έντονες πιέσεις από τις συνεχείς ροές μεταναστών, με το ανθρωπιστικό της πρόσωπο να απειλείται ανοιχτά.
Εξω από το παλιό κτίσμα του συλλόγου ψαράδων, 75 άνδρες στοιβαγμένοι και ξυπόλυτοι κοιμούνται κατάχαμα στα πλακάκια. Με κάθε κλικ της κάμερας, ξυπνάνε και πιάνουμε την κουβέντα: από πού έρχονται, πώς βρέθηκαν εδώ, αν γνωρίζουν πού βρίσκονται και πού θέλουν να πάνε. Κάποιοι μιλάνε αγγλικά, κάπως είναι μαζεμένοι ανά έθνος. «Ντάκα;» ρωτάμε και χαμόγελα μέσα στο ημίφως αστράφτουν οι Μπανγκλαντεσιανοί.

Η 18χρονη Σουδανή με το μωρό της με τα φοβισμένα μάτια, τον Αρούμ, περιμένει το λεωφορείο, ύστερα από τρεις μέρες στη θάλασσα. Φωτ. Μάρω Κουρή
Κλάμα μωρού ακούγεται μες το πλήθος των Σουδανών. Από το πάπλωμα της 18χρονης μητέρας Σαντέ Ασαντέγκ ξεπροβάλλει το μωρό με μάτια μεγάλα, που μοιάζουν με ενηλίκου και είναι γεμάτα τρόμο. Από αγκαλιά σε αγκαλιά, βρίσκει λίγη τρυφερότητα. «No rice» ακούγεται – «καθόλου ρύζι».
Το Μπανγκλαντές πλήττεται από την κλιματική αλλαγή. Χτίζουν τα σπίτια τους σε πασσάλους για να σωθούν από τις πλημμύρες και τους κυκλώνες, που προκαλούν ανθρώπινες απώλειες. Ο 20χρονος Σουδανός Ντερβίτ, που το όνομά του μας λέει με περηφάνια πως σημαίνει «πατριώτης», μας περιγράφει: «Τρεις νύχτες ταξιδεύαμε με μια ξύλινη βάρκα, από το Τομπρούκ της Λιβύης όπου φθάσαμε περπατώντας από το Σουδάν, όπου έχουμε πόλεμο. Το Λιμενικό μάς διέσωσε».
«Εχουμε εξαντληθεί»
«Το Τομπρούκ απέχει 150 μίλια από την Τρυπητή της Γαύδου. Περπατάμε δύο ώρες στο μονοπάτι για να φτάσουμε στους ανθρώπους, και άλλες δύο για να τους συνοδεύσουμε πίσω στο Καραβέ, το λιμάνι του νησιού» λέει ο Βασίλης Κατσικανδαράκης, πρόεδρος της Ενωσης Προσωπικού Λιμενικού Σώματος Δυτικής Κρήτης.
«Εχουμε στείλει αμέτρητες επιστολές και πραγματοποιήσαμε ένστολη διαμαρτυρία στο λιμάνι της Σούδας, ζητώντας να σταματήσει η εκμετάλλευση του φιλότιμου και του ανθρωπισμού των λιμενικών και να ενισχυθεί επιτέλους το προσωπικό. Πέντε άτομα καλούμαστε να φροντίσουμε από 500 έως και 1.200 μετανάστες, να δίνουμε φάρμακα, να εξυπηρετούμε, να κρατάμε την τάξη. Είναι φυσικό να ξεσπούν εντάσεις, όταν άνθρωποι μένουν μέρες χωρίς προαυλισμό σε έναν κλειστό χώρο χωρίς καν ντουζιέρες. Οι ψυχικές αντοχές έχουν εξαντληθεί. Είναι αδύνατον να μη σωματοποιείται ό,τι ζούμε τα τελευταία χρόνια. Ενα πλωτό μέσο μπορεί να χρειαστεί 15 έως 24 ώρες για να επιστρέψει. Ζούμε με εφιάλτες, σε μια καθημερινότητα που έχει γίνει μόνιμα οριακή» λέει.
Στη σπασμένη οθόνη ενός λιμενικού υπαλλήλου διαβάζουμε: «22 Σουδάν, 2 γυναίκες – μωρό, 37 Aίγυπτος, 4 Πακιστάν, 13 Mπανγκλαντές». Ο ίδιος, φοβούμενος τις μεταδοτικές ασθένειες, προτείνει να κρατάμε αποστάσεις από τους πρόσφυγες. Τους πλησιάζουμε ξανά. Στην ερώτηση πού επιθυμούν να μείνουν η απάντηση είναι μία: «Γκρις». Και τα χαμόγελα πολλαπλασιάζονται.
«Hungry» (πεινάω) ακούγεται υπόκωφα από ένα παιδί 13 ετών, τον Καρίμ. Συνοδεύεται από τον ξάδελφό του. Ταξίδεψαν 37 Αιγύπτιοι από διαφορετικές πόλεις για να γλιτώσουν την πείνα. «Στη χώρα μας δεν έχουμε ελευθερία» λέει και μας ρωτάει: «Τι περιμένουμε;».

Ο 13χρονος Καρίμ με τον ξάδερφό του. Γλίτωσαν από τη βία της πείνας στην Αίγυπτο. Φωτ. Μάρω Κουρή
Το πούλμαν των ΚΤΕΛ φθάνει, φοράνε μάσκες και μας αποχαιρετάνε αγκαλιά με το μωρό. Οδηγούνται στη «δομή» της Αγυιάς για λίγες μέρες και από εκεί με το καράβι της γραμμής φθάνουν στην Αθήνα, από όπου οδηγούνται στους καταυλισμούς, όπως της Αμυγδαλέζας, της Μαλακάσας, της Ριτσώνας, των Σερρών, του Εβρου.

Ο αντιδήμαρχος Καντάνου-Σελίνου, Νίκος Δρακάκης.
Maro Kouri/Polaris Images
Ο 59χρονος Νίκος Δρακάκης, αντιδήμαρχος Καντάνου-Σελίνου και υπάλληλος Πολιτικής Προστασίας, πλένει τον χώρο. «Φροντίζουμε 70 με 80 ανθρώπους κάθε μέρα, προσφέρουμε νερό, κρουασάν και υπνόσακους στις γυναίκες, παρά τις “μουρμούρες”των δικών μας. Τρεις χιλιάδες άνθρωποι μου έχουν έρθει τα τελευταία τρία χρόνια. Κι άλλες δύο στα Σφακιά, πέντε χιλιάδες. Ο δήμος μας υπέβαλε αίτημα για 150.000 ευρώ, μα η πολιτεία δεν κάνει ούτε τον βασικό προσχεδιασμό. Ηξερε χρόνια πριν τι θα συμβεί. Kαμία μέριμνα. Η πιο δύσκολη στιγμή της ζωής μου είναι όταν έπρεπε να σηκώσω τέσσερα πτώματα μέσα σε σάκους. Το ένα ήταν ελαφρύ…». Αναφέρεται στο ναυάγιο στις 14.12.2024.
Ο 42χρονος Χρήστος Μετζιδάκης σερβίρει τους τουρίστες σε παραλιακό καφέ της Παλαιόχωρας: «Βιομηχανία πόνου. Και η δομή στη Αγυιά βόμβα ατομικής ταφής. Στην αρχή οι τουρίστες τούς έβλεπαν κι ήταν αρνητικό, όπως καταλαβαίνετε. Αρνούμαι να δεχτώ στον τόπο μου την ανταλλαγή πληθυσμών» συνεχίζει.
«Κάποιοι πρόσφυγες βγάζουν χαρτιά και εργάζονται στα θερμοκήπια» λέει η 50χρονη Παυλίνα Β., ιδιοκτήτρια τουριστικού καταλύματος. «Ούτε βλέπουμε κανέναν τους στην πόλη, παρ’ όλα αυτά φοβούμαστε». Η 59χρονη Μαρία, ιδιοκτήτρια ταξιδιωτικού γραφείου, προσθέτει: «Πελάτες μου είναι οι Μαροκινοί και οι Αιγύπτιοι που έχουν χαρτιά και εκδίδουν εισιτήρια για τον τόπο τους».
Ο 30χρονος μουσικός Δημήτρης Βουρλάκης πεζοπορεί από το Ελαφονήσι ως τα Σφακιά. Τον συναντάμε στη στάση ενός καφέ. «Νιώθουμε μαζί με τους πρόσφυγες· δεν μας χωρίζει τίποτα. Κι εμείς ίσως ζήσουμε κάτι παρόμοιο στο μέλλον. Κάποιοι χάνονται στη θάλασσα, κι άλλους τους στοιβάζουν στην Αγυιά σε άθλιες συνθήκες. Τους πηγαίνουμε τρόφιμα και ρούχα» λέει. Στο Στέκι Μεταναστών Χανίων μιλούν για τη «φαντασία των Αρχών στην απανθρωπιά».
«Ζούμε μια διαρκή έκτακτη συνθήκη» λέει η αντιδήμαρχος Ελένη Ζερβουδάκη. «Στην προσωρινή δομή της Αγυιάς, που υποτίθεται θα λειτουργούσε μόνο για λίγες ημέρες, φιλοξενούμε σήμερα 310 πρόσφυγες. Απόψε φεύγουν 83 με το καράβι της γραμμής, ενώ καταφθάνουν άλλοι 86 και πάνω από 40 ακόμα από δεύτερη βάρκα στη Γαύδο, ανάμεσά τους και δύο έγκυες γυναίκες. Μέσα σε έναν κοινό, κλειστό χώρο υπάρχουν δέκα χημικές τουαλέτες, λίγες πρόχειρες βρύσες με λάστιχα, στρώματα που δεν φτάνουν για όλους, κουβέρτες και λίγα είδη υγιεινής. Οι άνθρωποι ούτε προαυλίζονται ούτε βλέπουν ήλιο. Με την πρόσφατη τροπολογία Πλεύρη, που τους θεωρεί “κρατούμενους”, έμειναν εδώ πάνω από 1.200 άτομα, κάποιοι για περισσότερο από έναν μήνα» συμπληρώνει.
«Δεν είμαι ικανοποιημένος· οι συνθήκες δεν είναι αυτές που επιθυμούμε. Κινούμαστε στα όρια των δυνατοτήτων μας και των οικονομικών του δήμου. Μετά από τέσσερα χρόνια, μόλις πριν λίγες εβδομάδες λάβαμε οικονομική ενίσχυση από το κεντρικό κράτος. Η λύση δεν βρίσκεται στη μέση της διαδρομής. Απαιτούνται γενναίες πολιτικές τόσο εκεί όπου γεννιούνται τα αίτια της μετανάστευσης όσο και εκεί όπου φτάνουν οι άνθρωποι, χωρίς τη ρητορική που διχάζει την κοινωνία καθημερινά. Αν ο Δήμος Χανίων σταματούσε, το κράτος δεν θα είχε εναλλακτικό σχέδιο Plan B» μας λέει ο 43χρονος δήμαρχος Χανίων, Παναγιώτης Σημανδαράκης.
«Κάθε φορά αντιμετωπίζεται σαν έκτακτο γεγονός. Κι όμως, το φαινόμενο έχει πια παγιωθεί για τρίτη συνεχή χρονιά και οι αφίξεις αυξάνονται. Τον Νοέμβριο του 2022 η τετράχρονη Σύρια Λουζίλ κατέληξε και θάφτηκε στο νεκροταφείο των Χανίων. Τον ίδιο μήνα, ένα διερχόμενο πλοίο προσέγγισε με ανεμόσκαλα για να καταφέρει να ανέβει η έγκυος Σάρα, ύστερα από 14 ημέρες σε βάρκα, ξεκινώντας από τον Λίβανο. Απέβαλε και το αγέννητο βρέφος θάφτηκε μαζί με τη Λουζίλ. Στις δυο αυτές οικογένειες δόθηκε σπίτι μέσω προγράμματος που πλέον δεν υπάρχει. Εχουμε πάει στο Δημοτικό Συμβούλιο: δαπανώνται εκατομμύρια για την προβολή του τουρισμού, το βλέπουμε και στη “Διαύγεια”, κι όμως αρνούνται μόνιμη δομή για να μην πλήξει την εικόνα μας στον τουρισμό.
Μας άφηναν ελεύθερους να μιλάμε με τους ανθρώπους, να προσφέρουμε είδη προσωπικής υγιεινής και σαπούνια» μας λένε οι εκπρόσωποι του Κοινωνικού Στεκιού Μεταναστών της πόλης. «Συναντήσαμε ανθρώπους πυροβολημένους. Χαρακτηριστικά, ένας Αιγύπτιος μάς είπε ότι είχε περάσει από δώδεκα διαφορετικούς σταθμούς, πληρώνοντας ξανά και ξανά, καταλήγοντας σε συνθήκες σκλαβιάς. Πολλές μαρτυρίες περιέγραφαν απαγωγές μέσα στην έρημο, χωρίς στέγη, με καταναγκαστική εργασία. Οι περισσότεροι προέρχονται από το Σουδάν, όπου ο λιμός και ο πόλεμος μαίνονται διαρκώς. Σπάνια φτάνουν γυναίκες, ενώ φθάνουν πολλά ασυνόδευτα παιδιά».
Η Χριστίνα Γιάνναρη, εθελόντρια και διαπολιτισμική μεσολαβήτρια, η «μοναχική λύκαινα» που σπούδασε αραβικά, στηρίζει αδιάκοπα πρόσφυγες και μετανάστες από τότε που ξεκίνησαν οι ροές στο νησί. Το τηλέφωνό της δεν σταματά να χτυπά – δέχεται δεκάδες κλήσεις καθημερινά, από ανθρώπους που ζητούν ιατρική βοήθεια ή ασθενοφόρο.
Οι εκπρόσωποι των οργανώσεων αυτών μιλούν για εμπόδια τα οποία δημιουργεί η ελληνική νομοθεσία. Οπως καταγγέλλουν, η προανάκριση ξεκινά συχνά χωρίς διερμηνεία.
«Παρακολουθούμε δίκες όπου άνθρωποι συλλαμβάνονται ως “διακινητές” χωρίς αποδείξεις, μόνο επειδή ρωτώντας τους συνεπιβάτες τους οι Αρχές εντοπίζουν ποιοι κρατούσαν το τιμόνι ή μοίραζαν νερό, είτε με βάση τα νούμερα στα βραχιολάκια που φορούν κατά τη μεταφορά τους είτε από τα βίντεο που έχουν στα κινητά τους. Ενας διακινητής κερδίζει 1.000-1.500 ευρώ ανά άτομο· γιατί να ρισκάρει τη ζωή του σε μια ξύλινη βάρκα;» αναρωτιέται ο σουδανός ακτιβιστής Αχμέντ Μουσταφά, από το Παλέρμο, όπου συμμετέχει στο φεστιβάλ Sabri με την οργάνωσή του Mataris. Εκεί, ακτιβιστές και νομικοί συζητούν στρατηγικές αντίστασης στην ποινικοποίηση της ελευθερίας μετακίνησης, την ώρα που στις Βρυξέλλες εξετάζεται η αναθεώρηση του Facilitation Package. «Επικοινωνώ καθημερινά με περίπου 300 φυλακισμένους συμπατριώτες μου σε διάφορες φυλακές της Ελλάδας· τους βοηθώ να βρουν δικηγόρους και να μιλήσουν με τις οικογένειές τους» προσθέτει.
Διακινητές και «διακινητές»
«Αρκεί να κρατήσεις για ένα λεπτό το τιμόνι, να βάλεις πετρέλαιο στη μηχανή, να χρησιμοποιήσεις το GPS του κινητού σου, να καλέσεις σε βοήθεια ή να πεις σε κάποιον επιβάτη πού να καθίσει, και κατηγορείσαι για διακίνηση. Δεν διώκονται οι εγκέφαλοι, αλλά όσοι βοήθησαν να μη βουλιάξει η βάρκα» συνεχίζει ο Μουσταφά. Τόσο ο ίδιος όσο και ο ποινικολόγος Σπύρος Πανταζής κάνουν λόγο για «ποινικοποίηση της μετανάστευσης».
Μιλάμε μαζί του, το πρωί της περασμένης Πέμπτης στην Αθήνα, ενώ πηγαίνει να πάρει μια δικογραφία για τον ΟΠΕΚΕΠΕ. «Ανησυχητικό είναι το μοτίβο να κατηγορούνται ως διακινητές συχνά νεαροί Σουδανοί που βρίσκονται σε απόλυτη ευαλωτότητα, είτε διότι έφυγαν από τη Λιβύη χωρίς χρήματα και οι διακινητές τούς έβαλαν να οδηγήσουν είτε επειδή αναγκάζονται να κρατήσουν το τιμόνι υπό την απειλή όπλων, χωρίς καμία γνώση της θάλασσας» συνεχίζει ο ποινικολόγος. «Οι πραγματικοί διακινητές δεν ταξιδεύουν ποτέ με ξύλινες βάρκες» επισημαίνει. «Μα ποιος θα δεχόταν να πει ότι οδηγεί τη βάρκα αν ήξερε πως τον περιμένουν 25 χρόνια κάθειρξης;» αναρωτιέται.
«Γιατί κάθε βάρκα να έχει έναν διακινητή και συνένοχους;» ρωτάμε. «Μα, επειδή έτσι λέει ο κώδικας μετανάστευσης Ν. 4251/14 και νυν 5038/23. Από τη στιγμή που κάποιος βοηθά στη μεταφορά τους, αυτός κατηγορείται ως διακινητής. Oι οδηγοί στις βάρκες προέρχονται από τη μήτρα του σουδανικού εμφυλίου, είναι παιδιά με πεντακάθαρο ποινικό μητρώο, που αρνήθηκαν να λάβουν μέρος στον εμφύλιο, και τους δίνουμε μια ζωή πίσω από τα κάγκελα, μακριά από την αξιοπρέπεια, το σχολείο, τα όνειρά τους. Πολλές φορές τα σκληρά κυκλώματα στη Λιβύη απάγουν αδέρφια ή μέλη της οικογένειάς τους, εκβιάζοντάς τους πως αν δεν οδηγήσουν τη βάρκα θα τα σκοτώσουν. Εχουμε μαρτυρίες Σουδανών που το επικαλούνται. Λίγο πριν αναχωρήσει μια βάρκα για την Κρήτη, εμφανίζεται κάποιος και με ένα πιστόλι στον κρόταφο του λέει “είτε οδηγείς είτε σε σκοτώνω”».
Στην πορεία για τη Γάζα και για τις βάσεις της Σούδας, ο μελισσοκόμος Αντώνης Παπαγιαννάκης διαδηλώνει και καλεί να κοιτάξουμε πίσω τους προγόνους μας πρόσφυγες, και να δράσουμε ώριμα, με δικαιοσύνη και ανθρωπιά. Τις ίδιες μέρες, στο πλαίσιο του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ Χανίων, προβάλλονται ντοκιμαντέρ που αγγίζουν το τραύμα και τη μνήμη.
Το «Επιστροφή στην πατρίδα» εστιάζει στα παιδιά των Ναζί, ενώ στο «A Couple of Years»παρακολουθούμε έλληνες μετανάστες της δεκαετίας του ’60, που στη Γερμανία βίωσαν συνθήκες εξίσου σκληρές με αυτές που ζουν σήμερα πρόσφυγες και μετανάστες στις ελληνικές δομές. Ανθρωποι που έφυγαν για να ξεφύγουν από τη βία της πείνας και να χτίσουν ένα σπίτι. Ιστορίες για να μπορέσουμε να θεραπεύσουμε το τραύμα της απώλειας και να δώσουμε το χέρι, συγχωρώντας ό,τι μας πόνεσε και ό,τι ακόμη πονά.







