Με το Χρυσό Μετάλλιο, την ύψιστη τιμή της Ακαδημίας Αθηνών, θα τιμηθεί ο ομότιμος καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου Θεοδόσιος Τάσιος. Η απονομή του μεταλλίου θα γίνει στη διάρκεια της πανηγυρικής εκδήλωσης της Ακαδημίας στις 18 Δεκεμβρίου, στις 6 το απόγευμα.
Και βεβαίως δεν εκπλήσσει κανέναν το γεγονός ότι η απόφαση για την απόδοση αυτής της μεγάλης τιμής ελήφθη παμψηφεί. Βλέπετε, ο κ. Τάσιος ανήκει σε αυτή τη σπάνια κατηγορία ανθρώπων που θα ονόμαζε κανείς «Homo universalis». Απόδειξη της εμβριθούς ευρυμάθειάς του και χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής αποτελεί το τελευταίο βιβλίο του «Αρχαία Ελληνική Στρατιωτική Τεχνολογία», το οποίο μόλις κυκλοφόρησε από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Βιβλίο αναφοράς
Αν έπαιρνε κανείς στα χέρια του το βιβλίο χωρίς να γνωρίζει ποιος το έγραψε, θα στοιχημάτιζε ότι επρόκειτο για συλλογικό τόμο καθώς για τη συγγραφή του απαιτήθηκε τόσο η άριστη γνώση της αρχαίας ελληνικής γραμματείας – για το συγκεκριμένο θέμα και όχι μόνο –, αλλά και βαθιά κατανόηση μαθηματικών και μηχανικής και ακόμη σχεδιαστική δεινότητα. Ναι, καλά καταλάβατε, η πλειονότητα των σχεδίων έγινε από τον συγγραφέα και επανασχεδιάστηκε για τις ανάγκες της εκτύπωσης.
Οσο για το εύρος – ιστορικό και τεχνολογικό – δεν θα ήταν υπερβολή να προστεθεί εδώ ότι κάθε κεφάλαιο (σε ορισμένες περιπτώσεις και κάποιο υποκεφάλαιο) θα μπορούσε να είναι θέμα διδακτορικής διατριβής. Πολλές διδακτορικές διατριβές εκπονημένες από έναν και μόνο άνθρωπο συνθέτουν αυτό το βιβλίο που – είναι βέβαιο – θα αποτελέσει βιβλίο αναφοράς για τους επερχόμενους μελετητές.
Ειρηνική διαμαρτυρία
Είναι προφανές ότι η ενασχόληση με την αρχαία ελληνική τεχνολογία αποτελεί έργο ζωής για τον κ. Τάσιο. Τον ρωτήσαμε τι τον ώθησε να ασχοληθεί με το θέμα. «Ολα ξεκίνησαν από το γεγονός ότι είχα ενοχληθεί από την ανιστόρητη αντίληψη για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, σύμφωνα με την οποία οι αρχαίοι Ελληνες δεν είχαν να επιδείξουν σπουδαία επιτεύγματα στην τεχνολογία.
Ως, δηλαδή, οι αρχαίοι να ασχολούνταν μόνο με τη φιλοσοφία! Μα δεν είναι δυνατόν να υπάρξει πολιτισμός χωρίς τεχνολογία», μας είπε θυμίζοντάς μας ότι «οι αρχαίοι είχαν όχι έναν, αλλά δύο θεούς μηχανικούς: τον Ηφαιστο και την Αθηνά» και εξηγώντας ότι «ο άνθρωπος ανέπτυξε την τεχνολογία για να ικανοποιήσει τις ανάγκες που δεν μπορούσαν να ικανοποιηθούν με φυσικά μέσα – δηλαδή με τα χέρια, τα νύχια, τα δόντια. Μέσω της τεχνολογίας μετασχημάτισε τον υπαρκτό κόσμο, οι δε τεχνολογικές εφαρμογές συνέβαλαν στην ευμάρεια του ανθρώπου και επέτρεψαν τη δημιουργία πόλεων και πολιτισμού».
Ως πράξη διαμαρτυρίας για την ελλιπή κατανόηση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού ξεκίνησε λοιπόν η ενασχόληση του κ. Τάσιου με την αρχαία ελληνική τεχνολογία, αλλά υπήρξε μια καθ’ όλα ειρηνική και ιδιαίτερα παραγωγική διαμαρτυρία. Ο Τάσιος εντρύφησε στην αρχαία ελληνική γραμματεία – κάτι το οποίο γίνεται παραπάνω από εμφανές στο βιβλίο, όπου παρουσιάζονται (και αναλύονται συγκριτικά) οι περιγραφές των τεχνολογικών επιτευγμάτων από αρχαίους συγγραφείς – και στη συνέχεια εξέτασε (πάντοτε με κριτική ματιά) αν αυτές οι περιγραφές υποστηρίζονταν από τα μαθηματικά και τη μηχανική.
Πόλεμος πατήρ πάντων;
Γιατί όμως ασχολήθηκε με τη στρατιωτική τεχνολογία; «Εγώ που έχω ζήσει τη φρίκη του πολέμου δεν συμμερίζομαι διόλου την άποψη του αρχαίου ρητού “πόλεμος πατήρ πάντων”. Είναι όμως γεγονός ότι και τότε αλλά και σήμερα πολλά τεχνολογικά επιτεύγματα γεννήθηκαν για να εξυπηρετήσουν πολεμικές ανάγκες – αμυντικές και επιθετικές» μας είπε, προσθέτοντας ότι το συγκεκριμένο βιβλίο είναι το πρώτο μιας σειράς για την αρχαία ελληνική τεχνολογία και θα ακολουθήσουν και άλλα.
Προφανώς είναι αδύνατον να αναφερθεί κανείς στο σύνολο των τεχνολογιών με τις οποίες καταπιάνεται το βιβλίο και οι οποίες εκτείνονται από αμυντικά οχυρωματικά έργα (τείχη, πύργοι τειχών, ύφαλα εμπόδια, αμυντικοί γερανοί λιμανιών), αμυντικές μηχανές (καταπέλτες, παλινδρομούσες δοκοί), αλλά και στρατιωτικές πανοπλίες, ατομικά όπλα (ξίφη, τόξα, γαστραφέτες), μεγάλα επιθετικά όπλα (καταπέλτες, φλογοβόλα, πολεμικά άρματα), πολιορκητικές μηχανές (κριοί, χελώνες, ελεπόλεις) και άλλα. Τα επιλεγμένα παραδείγματα που ακολουθούν είναι μια ελάχιστη «πρόγευση».
Καταπέλτες
«Η πρόοδος της μηχανολογίας μέσα στους αιώνες έδωσε τη δυνατότητα της ανάπτυξης μεγάλων όπλων, πέραν των παραδοσιακών μικρών όπλων (δόρυ, ακόντιον, τόξον, σφενδόνη, πέλεκυς). Κατά δε τη διάρκεια της προσπάθειας για την ανάπτυξη αυτών των μεγάλων όπλων, εφευρέθηκαν και ορισμένες εξαιρετικά ενδιαφέρουσες μηχανολογικές καινοτομίες» σημειώνει στο πόνημά του ο κ. Τάσιος.
Οι καταπέλτες, των οποίων το βεληνεκές εξαρτιόταν από πλήθος παραμέτρων, μπορούσαν να εκσφενδονίζουν αρχικά βέλη και στη συνέχεια λίθους. Στην κυρίως Ελλάδα συναντούμε καταπέλτες από το 370 π.Χ. και μετά, ενώ «ο Ηρων ο Αλεξανδρεύς είναι ο μόνος από τους αρχαίους τεχνικούς συγγραφείς ο οποίος περιγράφει τον αρχαιότερο τύπο του “μηχανοκίνητου” γαστραφέτη – της τοξοβόλου δηλαδή συσκευής της οποίας η όπλιση της χορδής γίνεται με μηχανικό τρόπο, όχι με το χέρι» λέει ο κ. Τάσιος, ο οποίος κλείνει το κεφάλαιο περί καταπελτών με την εξής σημείωση: «Είναι εξαιρετικά σημαντικό το γεγονός ότι ο καταπέλτης, νοούμενος βέβαια με όλες τις τεχνικές βελτιώσεις τις οποίες συνεχώς δεχόταν, χρησιμοποιούνταν για αιώνες (και μετά την εφεύρεση των πρώτων πυροβόλων όπλων) με τόση επιτυχία ώστε ο περιφημότερος θεωρητικός των στρατιωτικών πραγμάτων της εποχής του, ιππότης J. C. de Folard, να υποστηρίζει (το 1727!) την ανωτερότητα του καταπέλτη έναντι του πυροβόλου κατά τις πολιορκίες. Είχε συμπληρωθεί περισσότερος χρόνος από δύο χιλιετίες από την πρώτη εφαρμογή αυτής της ελληνικής εφεύρεσης».
Μπορεί οι μεταγενέστεροι να εκτίμησαν δεόντως την αρχαία αυτή ελληνική εφεύρεση, αλλά στην εποχή της δημιούργησε ανάμεικτα συναισθήματα θαυμασμού και επιφυλακτικότητας. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, όταν ο Αγησιλάου Αρχίδαμος είδε καταπέλτη για πρώτη φορά, αναφώνησε: «Ηρακλή, χάθηκε πια η πολεμική αρετή των ανδρών».
Ελεπόλεις
Αν νομίζετε ότι τα άρματα μάχης είναι μια σύγχρονη τεχνολογία, κάνετε λάθος! Οι αρχαίοι έλληνες μηχανικοί κατασκεύαζαν κινούμενα άρματα μάχης και μάλιστα τεραστίων διαστάσεων. Ονομάζονταν «ελεπόλεις» και πολλές φορές το ύψος τους ξεπερνούσε τα 40 μέτρα! Οπως εξήγησε ο κ. Τάσιος, «οι ελεπόλεις ήταν ογκώδεις πολυώροφες κατασκευές εξοπλισμένες στο εσωτερικό τους με καταπέλτες. Φτιαγμένες από ξύλο, περιείχαν και λίγα μεταλλικά στοιχεία, ενώ το εξωτερικό τους θωρακιζόταν περιμετρικά με βοδινές δορές ποτισμένες στο ξίδι ώστε να μην πιάνουν φωτιά».
Προφανώς τέτοιες ογκώδεις κατασκευές ήταν δυσκίνητες. Για να διευκολύνεται λοιπόν η μεταφορά τους, «αποτελούνταν από μικρά προκατασκευασμένα στοιχεία και συναρμολογούνταν εκεί όπου χρειαζόταν. Τα επιμέρους τμήματά τους μεταφέρονταν σε απόσταση ασφαλείας από το εχθρικό τείχος που επρόκειτο να πολιορκηθεί και η συναρμολόγηση διαρκούσε μερικές ημέρες. Μετά τη συναρμολόγηση, εκατοντάδες στρατιώτες έσπρωχναν τις ελεπόλεις σε απόσταση βολής ή και μέχρι επαφής με το τείχος».
Ο Μέγας Αλέξανδρος χρησιμοποίησε επανειλημμένως ελεπόλεις στη διάρκεια της εκστρατείας του. Οπως σημειώνεται στο βιβλίο, «οι Μακεδόνες έφεραν στα τείχη πύργους – ελεπόλεις – υψηλούς όσο και τα τείχη της Τύρου, και από αυτούς τους πύργους έριχναν γεφυρώματα πάνω στις επάλξεις του τείχους και αποβιβάζονταν θαρραλέως». Η πολιορκία της Τύρου από τον Μέγα Αλέξανδρο περιγράφεται από τον Αρριανό: «Πάνω στο επίχωμα (από στεριά προς νήσον), ακριβώς μέχρι εκεί όπου είχε προχωρήσει μέσα στη θάλασσα, οι Μακεδόνες έστησαν δύο πύργους – ελεπόλεις – και μηχανές μέσα σε αυτούς. Και πάνω τους υπήρχαν και καλύμματα από προβιές και δέρματα για να προστατεύουν τους πύργους από τα φλογοβόλα βέλη, τους δε εργαζομένους από τα διάφορα βλήματα».
Πάντως η κατοχή ελεπόλεων δεν ήταν πάντα καθοριστική για την έκβαση μιας πολιορκίας, όπως διαπίστωσε ο Φίλιππος Β’, ο οποίος αναγκάστηκε να λύσει την πολιορκία των Φερών και να φύγει νύχτα (κυριολεκτικά), δίνοντας εντολή στους στρατιώτες του να κάνουν θορύβους που να δείχνουν ότι έστηναν και άλλες πολιορκητικές μηχανές και όχι πως αποσυναρμολογούσαν τις υπάρχουσες.
Τριήρεις
Με την αυστηρή έννοια του όρου, οι τριήρεις δεν μπορούν να ενταχθούν στη στρατιωτική τεχνολογία, ήταν μάλλον αποδείξεις της ναυπηγικής δεινότητας των αρχαίων. Οπως όμως σημειώνει ο κ. Τάσιος: «Αφότου η αθηναϊκή τακτική της ναυμαχίας έπαυσε να είναι η απόβαση μαχητών στο εχθρικό σκάφος (“ρεσάλτο” που λένε σήμερα) και αντικαταστάθηκε από την τεχνική του “εμβολισμού” του εχθρικού πλοίου, η αθηναϊκή τριήρης ελάφρυνε πολλαπλώς: ούτε πλήθος μαχητών είχε ανάγκη να μεταφέρει, άρα ούτε αντίστοιχο βαρύ κατάστρωμα χρειαζόταν για να αντέχει το βάρος τους. Ετσι, και το “βύθισμα” μειώθηκε και επομένως και οι τριβές ροής μειώθηκαν αντιστοίχως.

Εγινε λοιπόν η τριήρης ένα καινοτομικό φοβερό όπλο επίθεσης, υπό τον όρο βέβαια ότι οι κωπηλάτες (όλοι αθηναίοι πολίτες) θα είχαν την απαιτούμενη εκπαίδευση και την οξεία αντίληψη συγχρονισμού ώστε να επιτυγχάνονται οι περίπλοκες κινήσεις πριν και μετά τον εμβολισμό. Τώρα μαχητές ήσαν οι κωπηλάτες! Ενώ όπλα τους δεν ήταν πλέον ξίφη, δόρατα ή τόξα, αλλά η τεχνολογία ενός ολόκληρου πλοίου».
Μέρος αυτής της τεχνολογίας ήταν και η προσθήκη μιας ακόμη σειράς κωπηλατών μέσω μιας ιδιοφυούς κατασκευής: «Από τον 9ο αιώνα π.Χ. οι Ελληνες είχαν χρησιμοποιήσει “δικρότους” ναυς, δηλαδή πλοία με δύο αλληλυπέρθετες σειρές κωπηλατών. Η περαιτέρω αύξηση ισχύος και ταχύτητας ενός τέτοιου πλοίου μέσω τρίτης σειράς κωπηλατών δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί με αύξηση του ύψους του σκάφους με ένα τρίτο κατάστρωμα.
Διότι κάτι τέτοιο συνεπάγεται σημαντική αύξηση του βάρους του πλοίου. Η ιδιοφυής λύση που δόθηκε ήταν να προσθέσουν απλώς ένα κάθισμα κωπηλάτη πάνω σχεδόν στο κατακόρυφο τοίχωμα του υπάρχοντος σκάφους. Πρόσθεσαν επίσης (έξω από το τοίχωμα) και ένα ελαφρό προστατευτικό κιγκλίδωμα, πάνω στο οποίο στηριζόταν και ο σκαρμός (σκαλμός) του αντιστοίχου τρίτου κουπιού. Η πρώτη τριήρης φαίνεται οτι κατασκευάσθηκε στην Κόρινθο, κατα τον 7ο αι. π.Χ. σύμφωνα με τον Θουκυδίδη».
Βεβαίως οι τριήρεις «εκτός μάχης» επωφελούνταν από τη δύναμη του ανέμου, όπως όλα τα παραδοσιακά πλοία, καθώς έφεραν και ιστία.






