Το πρώτο πράγμα που αισθάνεται κάποιος όταν φτάνει στον Αμβρακικό είναι ηρεμία. Η απουσία της ανθρώπινης παρουσίας που θα διατάρασσε το φυσικό περιβάλλον γίνεται αμέσως αισθητή.
Οι οικισμοί που βρέχονται από τον Αμβρακικό είναι άλλωστε αρκετά αραιοκατοικημένοι και οι επισκέπτες τους λίγοι. Παίρνει αρκετή ώρα ώστε να αντιληφθεί όποιος ατενίζει τον Αμβρακικό πως κάθε άλλο παρά «ήσυχος» είναι αυτός ο τόπος.
Και αυτός ο «θόρυβος» γίνεται τώρα… εκκωφαντικός, με βάση τα ευρήματα μιας νέας μελέτης που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τη νευραλγική αυτή θαλάσσια περιοχή και τα είδη που φιλοξενεί.
Εγγενώς ευαίσθητο περιβάλλον
Ο Αμβρακικός κόλπος, η «στοιβαγμένη» ανάμεσα σε τρεις νομούς στα δυτικά της Ελλάδας θαλάσσια περιοχή, φέρει πολλούς χαρακτηρισμούς: οικολογικό καταφύγιο, τόπος σπάνιας βιοποικιλότητας, ενώ τα τελευταία χρόνια κέρδισε και το «σήμα» μιας από τις πιο ευαίσθητες ζώνες του ελληνικού θαλάσσιου χώρου, καθώς η ανθρώπινη δραστηριότητα δοκιμάζει συνεχώς τις αντοχές του.
Μόλις το 2008 χαρακτηρίστηκε επίσημα ως «Εθνικό Πάρκο», δίνοντας μια νέα πνοή στη συζήτηση για τον καθορισμό κανόνων και περιορισμών όσον αφορά δραστηριότητες στις χερσαίες, υδάτινες και θαλάσσιες ζώνες της περιοχής. Η ιδιαίτερη γεωμορφολογία του – ένας σχεδόν κλειστός κόλπος – περιορίζει την ανανέωση των υδάτων και τον καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτο στη συγκέντρωση ρύπων. Οι εισροές από τη γεωργική δραστηριότητα, την εντατική κτηνοτροφία, τις ιχθυοκαλλιέργειες και τα αστικά λύματα παραμένουν στο οικοσύστημα για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Μια σημαντική καταγραφή
Τελευταία, η αυξανόμενη «εκπροσώπησή» του στην επιστημονική βιβλιογραφία αποτυπώνει, αν μη τι άλλο, την ανησυχητική πραγματικότητα: όσο δεν λαμβάνονται ουσιαστικά μέτρα για την προστασία του, ο Αμβρακικός πλησιάζει ταχύτατα σε οικολογικό αδιέξοδο. Αυτό δείχνει και μια πρόσφατη μελέτη που πραγματοποίησε ομάδα επιστημόνων από την Ελλάδα, την Ιταλία και την Ισπανία και η οποία δημοσιεύθηκε στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό «Science of The Total Environment».
Στο πλαίσιό της, σπάνια θαλάσσια ζώα εξετάστηκαν για πρώτη φορά ως προς τα επίπεδα βαρέων μετάλλων – και συγκεκριμένα υδραργύρου, μολύβδου, καδμίου, χαλκού και νικελίου – που έχουν απορροφήσει. Η μελέτη ήταν το αποτέλεσμα της συνεργασίας της ελληνικής περιβαλλοντικής οργάνωσης iSea με το Πανεπιστήμιο Πατρών, τα Πανεπιστήμια της Πάδοβας, του Καμερίνο και της Κατάνιας στην Ιταλία, το Πανεπιστήμιο Basque Country από την Ισπανία, το Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδας καθώς και με περιβαλλοντικούς φορείς των τριών χωρών.
Εξετάστηκαν έξι είδη καρχαριών και σαλαχιών διαφορετικής ηλικίας – είδη που ζουν και αναπαράγονται στον Αμβρακικό. Οπως ανέφερε στο ΒΗΜΑ-Science ο επικεφαλής της μελέτης κ. Ιωάννης Γιώβος, υπεύθυνος Διατήρησης της περιβαλλοντικής οργάνωσης iSea, «με την ανάλυση 61 δειγμάτων από ενήλικα, ανώριμα άτομα κι έμβρυα δημιουργήσαμε την πρώτη βάση δεδομένων για τα επίπεδα μετάλλων στην περιοχή, η οποία είναι απαραίτητη για τη χάραξη μακροχρόνιας στρατηγικής παρακολούθησης και προστασίας».
Ενα από τα σημαντικότερα ευρήματα ήταν ότι ο χαλκός (Cu) εμφανίζει ελαφρώς μεγαλύτερες συγκεντρώσεις σε σύγκριση με τα αναμενόμενα φυσιολογικά επίπεδα, οι οποίες πιθανώς συνδέονται με γεωργικές πρακτικές και συσσώρευση λυμάτων.
«Η προέλευση του αυξημένου χαλκού συνδέεται κυρίως με τη γεωργική δραστηριότητα στη λεκάνη απορροής των ποταμών που εκβάλλουν στον κόλπο, καθώς χρησιμοποιούνται σκευάσματα φυτοφαρμάκων με βάση τον χαλκό, αλλά και με τις εκροές βιολογικών καθαρισμών. Και οι δύο αυτές πηγές αναφέρονται ρητά στη βιβλιογραφία και στη μελέτη μας ως πιθανές κύριες εισροές στον Αμβρακικό» τόνισε ο κ. Γιώβος.
Πιθανές συνέπειες για τον άνθρωπο
Πέρα από την τεράστια περιβαλλοντική επιβάρυνση που συνεπάγεται η συσσώρευση ρύπων για την υγεία του ευαίσθητου αυτού οικοσυστήματος, η μελέτη προειδοποιεί και για πιθανές επιπτώσεις της αύξησης συσσώρευσης των βαρέων μετάλλων στον ανθρώπινο οργανισμό και στην ευρύτερη τροφική αλυσίδα.
Αν και ο χαλκός αποτελεί απαραίτητο ιχνοστοιχείο για τον άνθρωπο, το οποίο προσλαμβάνεται κυρίως μέσω της διατροφής, η υπερβολική του συγκέντρωση μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνη.
Ετσι, σε μια περιοχή όπου τα σαλάχια αποτελούν μέρος της διατροφής, δεν αποκλείονται πιθανοί μελλοντικοί κίνδυνοι και για τους καταναλωτές. Βέβαια, αυτή τη στιγμή δεν συντρέχει λόγος ιδιαίτερης ανησυχίας για τους ανθρώπους, καθώς, όπως εξήγησε ο κ. Γιώβος, «τα σημερινά επίπεδα χαλκού που καταγράψαμε στους ιστούς των ειδών δεν υπερβαίνουν τα όρια επικινδυνότητας για τον άνθρωπο, όμως, ειδικά για τον υδράργυρο, οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι τα παιδιά βρίσκονται κοντά στα ανώτατα αποδεκτά όρια».
«Επιστημονική συμμαχία»
Η μελέτη αυτή δεν ήταν μια μεμονωμένη προσπάθεια, αλλά αποτέλεσμα συντονισμένης επιστημονικής δράσης, της «Συμμαχίας για τον Αμβρακικό», η οποία δημιουργήθηκε από την iSea και μετρά ήδη δύο χρόνια ζωής. Ως μια συνεργασία ερευνητικών κέντρων λειτουργεί, ευαισθητοποιεί και συλλέγει επιστημονικά δεδομένα, τα οποία μπορούν να αξιοποιηθούν από την Πολιτεία.
Πέρα από την περιβαλλοντική οργάνωση iSea, στην πρωτοβουλία συμμετέχουν το ιταλικό Tethys Research Institute για τα θαλάσσια θηλαστικά, η Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, ο ΑΡΧΕΛΩΝ για την προστασία των θαλασσίων χελωνών, το OceanusLab του Τμήματος Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Πατρών, το Τμήμα Αλιείας και Υδατοκαλλιεργειών του Πανεπιστημίου Πατρών καθώς και η διεθνής οργάνωση Blue Marine Foundation.
Στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας, το Oceanus εστιάζει στις συνθήκες ανοξίας που επικρατούν σε βάθος μεγαλύτερο των 20 μέτρων της θάλασσας. Οπως σχολίασε στο BHMA-Science ο δρ Γιώργος Παπαθεοδώρου, καθηγητής του Πανεπιστημίου Πατρών και διευθυντής του Oceanus«ο κόλπος μπορεί να θεωρηθεί ως “νεκρή ζώνη” (dead zone) καθώς υπάρχει εποχική υποξία/ανοξία στο δυτικό τμήμα του και μόνιμη ανοξία στο ανατολικό, όπου βρίσκεται η βαθύτερη λεκάνη του». Αξιοποιώντας υποβρύχια οχήματα το OceanusLab καταγράφει τις συνθήκες του πυθμένα της θάλασσας, ενώ παράλληλα αποτυπώνει πολύτιμα για το οικοσύστημα ενδιαιτήματα.
Επείγουσα ανάγκη μέτρων
Από τη δική της πλευρά, η Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία έχει πολυποίκιλη δράση στον Αμβρακικό ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Η κυρία Μανόλια Βουγιούκαλου, υπεύθυνη Προγραμμάτων Υγροτόπων, περιέγραψε πως «το ”πρόβλημα” που προσπαθεί να καταπολεμήσει η δράση μας είναι η έλλειψη ουσιαστικής γνώσης για τα είδη, για τα οποία ο Αμβρακικός είναι τόσο σημαντικός» και υπογράμμισε την επείγουσα ανάγκη λήψης ουσιαστικών μέτρων προστασίας τονίζοντας ότι εξακολουθεί να επιτρέπεται το κυνήγι σε περιοχές που είναι κρίσιμες για τα πουλιά!
Ακόμη, ο ΑΡΧΕΛΩΝ «προστατεύει τις θαλάσσιες χελώνες (όπως η Καρέττα και η Πράσινη), οι οποίες εξαρτώνται από την περιοχή για τροφοληψία και διαχείμαση» σημείωσε η κυρία Χριστιάνα Καμπρογιάννη, υπεύθυνη επικοινωνίας του οργανισμού. Οι εν λόγω είναι κάποιες μόνο από τις παράλληλες δράσεις που προστατεύουν τον πολύτιμο αυτόν τόπο και ωφελούν την τοπική κοινωνία.
Γαλέος «φορτωμένος» με βαρέα μέταλλα
Η νέα μελέτη αποδομεί και την αντίληψη ότι ο γαλέος είναι ένας «υγιεινός» μεζές για τα παιδιά, καθώς το συγκεκριμένο είδος συμπεριλήφθηκε στην ανάλυση και διαπιστώθηκε πως επίσης περιέχει βαρέα μέταλλα. Η μελέτη φέρνει στο φως ακόμη ένα σημαντικό εύρημα: τη μεταφορά ρύπων μέσω της μητέρας προς το έμβρυο κατά την ανάπτυξη των ειδών.
«Ο συνδυασμός τέτοιων ρύπων μπορεί να επηρεάσει τη νευρολογική και αναπαραγωγική λειτουργία πολλών ειδών, ενώ το φαινόμενο υπονομεύει την επιβίωση απειλούμενων ειδών, όπως το Πλατυσέλαχο (Gymnura altavela) και το Ρυγχαετόψαρο (Aetomylaues bovinus) σε έναν κομβικό βιότοπο για αυτά σε ολόκληρη τη Μεσόγειο» υπογράμμισε ο κ. Γιώβος.






