Ο κίνδυνος της ακυβερνησίας πλανάται πάνω από το πολιτικό σκηνικό, αναζωπυρώνοντας ανησυχίες για την επόμενη μέρα. Η ανησυχία αφορά την άλλοτε ισχυρή κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, την κατακερματισμένη αντιπολίτευση και φθάνει μέχρι την κορυφή του πολιτεύματος, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις και μετέφερε τις αγωνίες του για ενδεχόμενο «πολιτικό αδιέξοδο» στο «Βήμα της Κυριακής».
Τι αναζητούμε τελικά;
Ανεξάρτητα από την αξιολόγηση της τοποθέτησης του Κωνσταντίνου Τασούλα, η παρέμβασή του επανέφερε στο πολιτικό προσκήνιο την παλιά συζήτηση για τον ρόλο και τα όρια του ανώτατου πολιτειακού άρχοντα, ανοίγοντας νέο κύκλο αντιπαράθεσης.
Τι αναζητούμε τελικά; Εναν Πρόεδρο που θα περιορίζεται σε έναν εθιμοτυπικό ρόλο, λειτουργώντας ως «συμβολαιογράφος» του πολιτικού συστήματος, επιβεβαιώνοντας το σαρκαστικό σχόλιο στους συνταγματικούς κύκλους ότι «ο Πρόεδρος είναι ρυθμιστής του πολιτεύματος, αλλά κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς ρυθμίζει;».
Ή μήπως χρειαζόμαστε έναν Πρόεδρο με θεσμική βαρύτητα, ικανό να παρεμβαίνει ουσιαστικά, να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες και να κρούει καμπανάκια κινδύνου, πάντα εντός των συνταγματικών ορίων;
Στο Σύνταγμα του 1975, ο Πρόεδρος ήταν επιφορτισμένος με μια ευρεία γκάμα αρμοδιοτήτων που τον καθιστούσαν ενεργό παίκτη, με κυριότερη τη δυνατότητα να διαλύει τη Βουλή όταν διαπίστωνε δυσαρμονία με το λαϊκό αίσθημα.
Στην πρώτη συνταγματική αναθεώρηση του 1986, οι «υπερεξουσίες» του ΠτΔ περικόπηκαν από την κυβέρνηση του ΠαΣοΚ, με τη στήριξη του ΚΚΕ και το σύστημα έγινε πρωθυπουργοκεντρικό. Το βασικό επιχείρημα ήταν ότι η «αποψίλωση» των εξουσιών θα ενίσχυε τη λαϊκή κυριαρχία, δίνοντας μεγαλύτερο χώρο στη Βουλή, αλλά κυρίως στον πρωθυπουργό.
Η Νέα Δημοκρατία αντέδρασε έντονα στην υπερβολική ενδυνάμωση της εξουσίας του πρωθυπουργού. Ομως, η συζήτηση για τις «υπερεξουσίες» του ΠτΔ έκλεισε το 1990, όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επανήλθε στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα. Αποδεχόμενος τη θέση με περιορισμένες αρμοδιότητες, ο ίδιος, ως εμπνευστής των «υπερεξουσιών», νομιμοποίησε στην πράξη την περικοπή τους.
Το θέμα απασχόλησε ξανά την επικαιρότητα την εποχή των μνημονίων. Οι τεταμένες συνθήκες της εποχής εκείνης, ιδίως τις ημέρες του δημοψηφίσματος, δημιούργησαν την αίσθηση ότι ο ρόλος του «πολιτικού συμβολαιογράφου» δεν αρκεί.
Ο Πρόεδρος, με την προσωπικότητά του, το κύρος του και τις διεθνείς πρωτοβουλίες του, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αντίβαρο σε μια εξουσία που για πολλούς έπαιζε την τύχη της χώρας στα ζάρια. «Λίγοι θα διαφωνούσαν ότι ο Προκόπης Παυλόπουλος συνέβαλε αποφασιστικά στην παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη» σημειώνει ο Σπύρος Βλαχόπουλος, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου.
Τι θέλει το πολιτικό σύστημα
«Το διάνυσμα της Μεταπολίτευσης δείχνει ότι τα κόμματα εξουσίας φοβούνται τον ΠτΔ, ενώ τα κόμματα της αντιπολίτευσης προσβλέπουν σε αυτόν και τις παρεμβάσεις του» σημειώνει η Ιφιγένεια Καμτσίδου, καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου. Από την πλευρά του, ο Σπύρος Βλαχόπουλος προσθέτει ότι «η αντιπολίτευση περιμένει με αγωνία τις δημόσιες παρεμβάσεις του, τις οποίες συχνά ερμηνεύει με αντιπολιτευτική διάθεση, ελπίζοντας ότι θα προσφέρουν έδαφος για να αμφισβητήσει τις κυβερνητικές επιλογές».
Εξαιτίας του τρόπου που το πολιτικό προσωπικό αντιλαμβάνεται τον ρόλο του ΠτΔ, πολλές φορές, παρά την υποδειγματική άσκηση των καθηκόντων τους, οι Πρόεδροι δεν κατάφεραν να ξεφύγουν από την κριτική.
Από τις αιτιάσεις που δέχθηκε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, οι οποίες αφορούσαν περισσότερο την «εμβέλεια της προσωπικότητάς του και τον παιδαγωγικό ρόλο που αυτή ασκούσε», μέχρι τον Χρήστο Σαρτζετάκη, ο οποίος επικρίθηκε για την κοινωνικά συντηρητική προσέγγιση σε θέματα όπως η ομοφυλοφιλία, αλλά και για την ιδιόρρυθμη ιδιοσυγκρασία του. Ο Κωστής Στεφανόπουλος βρέθηκε στο στόχαστρο για την υπεράσπιση του «όχι» του στον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο στο δημοψήφισμα για τις ταυτότητες.
Ο Προκόπης Παυλόπουλος επικρίθηκε, ακόμη και από την πολιτική του οικογένεια, ότι λειτουργούσε ως αφανής σύμβουλος της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ. Η Κατερίνα Σακελλαροπούλου δέχθηκε κριτική, από τα δεξιά και τα αριστερά, για διάφορα θέματα, για το ότι δεν πήρε θέση στο σκάνδαλο των υποκλοπών και στην επίθεση που δέχθηκαν οι ανεξάρτητες αρχές, για τη φωτογραφία που έβγαλε στον φράχτη του Εβρου, για τη στήριξη της στον νόμο για την ισότητα στον γάμο.
Τα παραπάνω επιβεβαιώνουν την αριστοτελική ρήση ότι «για να αποφύγεις την κριτική, πρέπει να μην κάνεις τίποτα, να μη λες τίποτα, να είσαι τίποτα». Με τη διαφορά ότι όταν πρόκειται για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, το τίποτα δεν είναι ανεκτό.
Το ερώτημα για το τι μοντέλο Προέδρου χρειάζεται η χώρα παραμένει ανοιχτό, με τον Σπ. Βλαχόπουλο να επισημαίνει ότι το πολιτικό προσωπικό πρέπει να ξεφύγει από την αντίληψη που θέλει τον Πρόεδρο να είναι ένα πρόσωπο χωρίς ουσιαστικό ρόλο.
«Σήμερα», λέει ο κ. Βλαχόπουλος, «η συνταγματική θεωρία θεωρεί ότι ο Πρόεδρος πρέπει να λειτουργεί αυτοματοποιημένα, ακολουθώντας αυστηρά τυπικές διαδικασίες, ενώ του απαγορεύεται να εκφράζει δημόσια τις απόψεις του, καθώς κάθε τοποθέτηση θεωρείται παρέμβαση στην πολιτική ζωή».
Επικαλούμενος ευρωπαϊκά παραδείγματα, τονίζει ότι η ενεργή θεσμική παρέμβαση του Προέδρου δεν ισοδυναμεί απαραίτητα με πολιτική ανάμειξη. Αναφέρει την περίπτωση της Πορτογαλίας, όπου το Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε τη συνταγματικότητα των περικοπών μισθών κατά την οικονομική κρίση, έπειτα από προσφυγή του ΠτΔ. «Μια τέτοια κίνηση, που στην Ελλάδα θα προκαλούσε κατηγορίες για πολιτική ανάμειξη, έγινε εκεί δεκτή ως θεσμική λειτουργία» εξηγεί.
Η τρέχουσα κατάσταση είναι προβληματική, σημειώνει ο Σπ. Βλαχόπουλος, λόγω της έλλειψης ουσιαστικών θεσμικών αντιβάρων.
«Εκτός από την ανεξάρτητη Δικαιοσύνη και τις ανεξάρτητες αρχές, το πολιτικό σύστημα πλήττεται από τον πρωθυπουργοκεντρικό χαρακτήρα του» αναφέρει, προσθέτοντας ότι αυτό προκαλεί σοβαρή δυσλειτουργία στο κοινοβουλευτικό σύστημα.
«Δεν μπορούμε να περιορίζουμε τον Πρόεδρο σε καθήκοντα που αφορούν μόνο τελετές και εθνικές εορτές» παρατηρεί. Στο πλαίσιο της επόμενης συνταγματικής αναθεώρησης, προτείνει ο Πρόεδρος να έχει ουσιαστικό λόγο στην επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης και των επικεφαλής των συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων αρχών.
«Επαρκές το Σύνταγμά μας»
Διαφορετική θέση στο θέμα αυτό εκφράζει η Ιφιγένεια Καμτσίδου, η οποία υποστηρίζει ότι «πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά τον εκδημοκρατισμό της διαδικασίας επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, αλλά και των επικεφαλής των συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων αρχών, αποφεύγοντας την ανάθεση αυτής της διαδικασίας σε ένα μονοπρόσωπο όργανο, όπως ο ΠτΔ.
Το Σύνταγμα της χώρας μας είναι ήδη επαρκές ως προς τις αρμοδιότητες που απονέμει στον Πρόεδρο», σημειώνει, προσθέτοντας ότι «το πολίτευμά μας χρειάζεται ουσιαστικότερη συμμετοχή των πολιτών, ώστε να επηρεάζουν πιο αποτελεσματικά την πολιτική διεύθυνση της χώρας.
Ο ΠτΔ ασκεί εξουσίες που επιτρέπουν στα κρατικά όργανα να επικοινωνούν» εξηγεί, τονίζοντας ότι δεν έχει κυβερνητική εξουσία, αλλά αναλαμβάνει τη συνταγματική διεύθυνση, ενεργοποιώντας διαδικασίες που στηρίζουν τη λειτουργία των κοινοβουλευτικών θεσμών. Επισημαίνει ότι ο Πρόεδρος διαθέτει έμμεση νομιμοποίηση, καθώς εκλέγεται από τη Βουλή και όχι από τον λαό.
Η νομιμοποίηση αυτή, τονίζει, «ροκανίστηκε με την τελευταία αναθεώρηση», επιτρέποντας στον Πρόεδρο να αναδειχθεί ως εκλεκτός της κυβερνώσας πλειοψηφίας. «Για όλους αυτούς τους λόγους», καταλήγει, «είναι επισφαλές να επιφορτιστεί ο αρχηγός του κράτους με πρόσθετες εξουσίες».






