Πιο σαφής δεν θα μπορούσε να είναι ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης με τις προθέσεις του για την πολυθρύλητη άρση της μονιμότητας στο Δημόσιο, την οποία επανέφερε στο προσκήνιο, ανακοινώνοντας μια πρόταση την οποία σκοπεύει να διατυπώσει στο τέλος του χρόνου, που θα ξεκινήσει η συνταγματική αναθεώρηση, και η οποία, υπό τις καλύτερες προϋποθέσεις, θα λάβει σάρκα και οστά το καλοκαίρι 2027.

«Θα δοκιμαστεί το ΠαΣοΚ στη συνταγματική αναθεώρηση», ήταν η χαρακτηριστική φράση την οποία χρησιμοποίησε ο κ. Μητσοτάκης στη ραδιοφωνική συνέντευξη που παραχώρησε μέσα στην εβδομάδα, για να εξαγγείλει την κατάργηση ενός αμφιλεγόμενου μέτρου που ισχύει από τις αρχές του περασμένου αιώνα και κατά καιρούς γίνεται αντικείμενο ιδεολογικών και πολιτικών συγκρούσεων.

Κάνοντας, ωστόσο, σαφέστερη τη στόχευσή του, ο Πρωθυπουργός συμπλήρωσε αμέσως μετά, εν είδει συμπεράσματος: «Άρα, η ίδια η διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης θα είναι μια δοκιμασία πρωτίστως για το ΠαΣοΚ. Μέχρι στιγμής, το ΠαΣοΚ του κ. Ανδρουλάκη – και το τονίζω αυτό – έχει δείξει ότι μάλλον «αλληθωρίζει» προς άλλου είδους κατευθύνσεις. Αλλά αυτό είναι δικό τους θέμα, όχι δικό μου».

Η «φωτοβολίδα» και το «timing»

Με δεδομένο, πάντως, ότι η συνταγματική αναθεώρηση είναι η κατ’ εξοχήν διαδικασία που απαιτεί (πλειοψηφία 180 βουλευτών και άρα) συναίνεση των πολιτικών δυνάμεων, «η θετική στάση της αντιπολίτευσης και πολύ περισσότερο του ΠαΣοΚ είναι κάτι το οποίο θα έπρεπε να ενδιαφέρει την κυβέρνηση», υποστηρίζει γαλάζιος βουλευτής που εκλέγεται στην περιφέρεια. Ο ίδιος δεν διστάζει σε off the record συνομιλία με «Το Βήμα» να χαρακτηρίσει «φωτοβολίδα» (!) την πρωθυπουργική εξαγγελία, αλλά την αποδίδει στο γεγονός ότι «όλοι έχουμε παράπονα από το Δημόσιο» και «η κυβέρνηση με τέτοιες εξαγγελίες κερδίζει όλους τους υπόλοιπους, οι οποίοι είναι βέβαιο ότι έχουν δεινοπαθήσει στις συναλλαγές τους με τις δημόσιες υπηρεσίες».

«Ο πολύς κόσμος είναι δυσαρεστημένος με το Δημόσιο και από τα συχνότερα παράπονα που φθάνουν στα γραφεία μας είναι για δημόσιες υπηρεσίες που δε σηκώνουν τα τηλέφωνα και δεν απαντούν στα emails, επειδή ξέρουν ότι δε θα ελεγχθούν και δε θα υποστούν συνέπειες», αναφέρει πρώην υφυπουργός που εκλέγεται στην πρωτεύουσα. «Η κοινωνία μας είναι ώριμη και ζητάει να σπάσει το ταμπού της μονιμότητας, αλλά την ίδια ώρα, αποστρέφεται τις τυχόν εκδικητικές απολύσεις», συμπληρώνει. Γι’ αυτό και η επιτυχία μιας τέτοιας μεταρρύθμισης «θα εξαρτηθεί από τη διατύπωση και τις δικλίδες που θα μπουν, ώστε η κάθε κυβέρνηση να μην μπορεί να διώχνει όσους δεν τους είναι αρεστοί».

Δεν είναι πάντως λίγα τα πολιτικά στελέχη όλων των αποχρώσεων που εκφράζουν απορία για το timing που επέλεξε η κυβερνητική ηγεσία να φέρει στην επικαιρότητα το εργασιακό καθεστώς των δημόσιων υπαλλήλων, από τους οποίους «μονιμότητα», σύμφωνα με το άρθρο 103 του Συντάγματος, έχουν περίπου 500.000 από τους περίπου 750.000 που υπηρετούν στο Δημόσιο.

Ορισμένοι συνδέουν την ανακίνηση του ζητήματος με την εικόνα διάλυσης του Δημοσίου, που αναδείχθηκε από τη σιδηροδρομική τραγωδία των Τεμπών και κάνουν λόγο για προσπάθεια της κυβέρνησης να αποσείσει τις δικές της ευθύνες, που σχετίζονται με το γεγονός ότι «στα έξι συναπτά χρόνια που κυβερνά, με εξαίρεση κάποιες πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση της ψηφιοποίησης, πολύ λίγα είναι αυτά που έχουν αλλάξει στη λειτουργία του Δημοσίου».

Το «Ιερό Δισκοπότηρο» της ΝΔ

Συμπολιτευόμενοι και αντιπολιτευόμενοι, εξάλλου, επισημαίνουν την αδυναμία της σημερινής κυβέρνησης να προχωρήσει την αξιολόγηση που αποτελούσε το «Ιερό Δισκοπότηρο» για τις ιδεολογικές προσεγγίσεις της ΝΔ, την περίοδο που ήταν στην αντιπολίτευση. «Καταργήσαμε, και σωστά, τις διαδικασίες αξιολόγησης που είχε θεσπίσει ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά η πλειονότητα των διευθυντών και προϊσταμένων που υπηρετούν τώρα, δεν έχουν αξιολογηθεί και κατέχουν τις θέσεις τους στην ιεραρχία με αντίθεση», επισημαίνει κυβερνητικός βουλευτής και προσθέτει: «Πώς αλήθεια όλοι αυτοί μπορούν να αξιολογήσουν τους υφισταμένους τους όταν δεν έχουν αξιολογηθεί οι ίδιοι;».

Μια άλλη διαπίστωση, εξάλλου, που κάνουν πολιτικά στελέχη είναι ότι ο τρόπος με τον οποίο άνοιξε το θέμα της αναθεώρησης του άρθρου 103 δημιουργεί σύγχυση για το κατά πόσο το μεγάλο πρόβλημα είναι η μονιμότητα των υπαλλήλων ή η έλλειψη αποδεκτής μεθοδολογίας για την αξιολόγησή τους. «Δεν νοείται κάποιος δημόσιος υπάλληλος να αρνείται την αξιολόγηση, άρα θα υπάρχουν κυρώσεις για αυτούς, οι οποίοι αρνούνται σε πρώτη φάση την αξιολόγηση», ανέφερε ο κ. Μητσοτάκης, ο οποίος υπενθύμισε ότι ήταν αρμόδιος για τη δημόσια διοίκηση υπουργός στην κυβέρνηση Σαμαρά, χωρίς ωστόσο να κάνει έναν απολογισμό της θητείας του εκεί. Περιορίστηκε να πει ότι «είχα προκαλέσει τεράστιες αντιδράσεις όταν είχα ουσιαστικά νομοθετήσει μια αξιολόγηση η οποία κατέτασσε τους δημοσίους υπαλλήλους σε τρεις βασικές κατηγορίες: τους άριστους, τους καλούς και αυτούς οι οποίοι θα έπαιρναν κάτω από τη βάση».

Από τα ραντάρ της αντιπολίτευσης, πάντως, δεν πέρασε απαρατήρητο ότι μόλις λίγες ημέρες νωρίτερα, μιλώντας μάλιστα από την ίδια ραδιοφωνική συχνότητα με τον Πρωθυπουργό, ο αρμόδιος υπουργός Εσωτερικών Θοδωρής Λιβάνιος είχε ουσιαστικά απορρίψει ως «περιττή» την προοπτική κατάργησης της μονιμότητας. Το επιχείρημά του ήταν ότι και σήμερα είναι δυνατή η απόλυση των υπαλλήλων που είναι επίορκοι, έχουν πλαστογραφήσει τους τίτλους τους ή δεν ανταποκρίνονται στα καθήκοντά τους. Μάλιστα, από το 2019 έως πρόσφατα, είχαν απολυθεί περίπου 1.000 υπάλληλοι.

Τα υπηρεσιακά συμβούλια

Ο ίδιος αναγνώρισε, όπως κάνουν και πολλοί άλλοι που έχουν γνώση της κατάστασης στο Δημόσιο, ότι η βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών θα έρθει μέσα από την αξιολόγηση, αλλά και τη λειτουργία των υπηρεσιακών συμβουλίων στα οποία «λιμνάζουν» επί χρόνια υποθέσεις πειθαρχικών ελέγχων. Όπως άλλωστε επισημαίνεται, «ακόμη και αν αρθεί η μονιμότητα, η απόλυση των ακατάλληλων ή ανεπαρκών υπαλλήλων δε θα γίνεται με υπουργικές αποφάσεις, αλλά έπειτα από κρίση των αρμόδιων υπηρεσιακών συμβουλίων».

Υπό αυτή τη συνθήκη, πολιτικοί παρατηρητές επισημαίνουν ότι τα προβλήματα και οι παθογένειες στη λειτουργία του Δημοσίου αποτελούν κοινό τόπο. Η κατάργηση, όμως, της μονιμότητας, από μόνη της, δε λύνει τα προβλήματα. Ούτε η επικοινωνιακή χρήση του θέματος και η ανάδειξή του στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας συμβάλλουν σε μια νηφάλια συζήτηση για το τι κράτος θέλουμε. Γι’ αυτό και δεν είναι λίγοι εκείνοι που εντάσσουν την πρωθυπουργική εξαγγελία στην προσπάθεια που εδώ και καιρό καταβάλλει το Μέγαρο Μαξίμου να ασκεί ασφυκτική πολιτική πίεση στο ΠαΣοΚ, ώστε η ηγεσία και τα στελέχη του να λειτουργούν με αρνητικό αταβισμό, που τους αποξενώνει από το κεντρώο ακροατήριο, το οποίο κατά τεκμήριο τείνει ευήκοον ους σε εξαγγελίες με μεταρρυθμιστικό περιτύλιγμα.

Η συγκεκριμένη συνταγή, άλλωστε, δοκιμάστηκε στο πρόσφατο παρελθόν – πανεπιστημιακή αστυνομία, μη κρατικά πανεπιστήμια, επιστολική ψήφος στις βουλευτικές εκλογές κ.ά. – και παρότι ήταν εγχειρήματα που προχώρησαν χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, η κυβέρνηση κατέγραψε δημοσκοπικά κέρδη, ενώ το ΠαΣοΚ είχε εσωκομματικές αναταραχές και απώλειες.