Στις 13 Μαρτίου ορκίζεται, σύμφωνα με τον προγραμματισμό, ο νέος Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ο ρόλος που θα παίξει στην πολιτική ζωή της χώρας πιστεύεται ότι δεν μπορεί να είναι ουσιώδης. Πολιτικώς ουδέτερος ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, θα είναι απλώς το σύμβολο της εθνικής ενότητας. Είναι όμως έτσι;
Το Σύνταγμα αναθέτει στον Πρόεδρο τρεις ρόλους, που ο καθένας του κρύβει εξουσίες ικανές να τον αναδείξουν σε καθοριστικό παράγοντα της πολιτικής μας ζωής.
Ρυθμιστής του πολιτεύματος
Το πολίτευμα της Ελλάδας είναι προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Και το βασικό χαρακτηριστικό του κοινοβουλευτισμού είναι η εμπιστοσύνη της Βουλής προς την κυβέρνηση.
Ρύθμιση του πολιτεύματος σημαίνει τη διασφάλιση ότι η χώρα κυβερνιέται από κυβέρνηση που απολαύει της εμπιστοσύνης της Βουλής.
Από την αναθεώρηση όμως του Συντάγματος το 1986, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι μεν ρυθμιστής του πολιτεύματος, αλλά με αρμοδιότητες ρύθμισης ρητώς και δεσμευτικώς προβλεπόμενες στο ίδιο το Σύνταγμα.
Υπάρχουν ωστόσο δύο εξαιρέσεις, όπου ο Πρόεδρος, ανάλογα με την προσωπικότητά του, το κύρος του και ίσως την ευφυΐα του, μπορεί να παίξει αποφασιστικό ρόλο.
Η πρώτη είναι όταν αποτύχουν οι διερευνητικές εντολές. Τότε ο Πρόεδρος καλεί τους αρχηγούς των κομμάτων για να επιβεβαιωθεί – όπως αναφέρει συνταγματική διάταξη – η αδυναμία συγκρότησης σταθερής κυβέρνησης.
Το ρήμα «επιβεβαιώνω» δεν δείχνει ότι έχει μεγάλα περιθώρια. Ομως, του αφήνει πεδίο για πρωτοβουλίες.
Η χώρα δεν μπορεί να οδεύει σε αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις όταν δεν διαφαίνεται ούτε αυτοδύναμη κομματικά κυβέρνηση ούτε δυνατή μετεκλογική συνεργασία κομμάτων.
Αν ο Πρόεδρος έχει καταλλήλως προετοιμαστεί, και αυτό δεν είναι κάτι που θα γίνει σε λίγα 24ωρα, θα μπορεί να φανεί χρήσιμος προτείνοντας λύσεις στον γρίφο της αναγκαίας συναίνεσης, λύσεις που οι αρχηγοί των κομμάτων, τιθέμενοι προ των ευθυνών τους, δύσκολα θα αρνούνταν.
Η δεύτερη εξαίρεση είναι όταν στην ίδια Βουλή έχουν ανατραπεί κοινοβουλευτικώς δύο κυβερνήσεις. Τότε το Σύνταγμα αναθέτει στον Πρόεδρο, και μόνο σε αυτόν, τη σημαντική αρμοδιότητα να κρίνει αν η υπάρχουσα Βουλή εξασφαλίζει ή όχι κυβερνητική σταθερότητα. Και αν ο Πρόεδρος κρίνει ότι δεν εξασφαλίζει, τότε δικαιούται να τη διαλύσει.
Αλλά πριν τη διαλύσει, με όπλο του την απειλή διάλυσης μπορεί, θέτοντας σε εφαρμογή τη διαδικασία των διερευνητικών εντολών, να κατευθύνει τους αρχηγούς των κομμάτων, και μέσω αυτών τους βουλευτές, να βρουν βιώσιμη κυβερνητική λύση, εισφέροντας διακριτικά αλλά επιδέξια και τις δικές του υπηρεσίες.
Προστάτης των δικαιωμάτων
Πολλοί θα έχουν αντίρρηση στο να αναγνωριστεί στον Πρόεδρο μία τέτοια ιδιότητα. Αγνοούν τι υπόσχεται έναντι Θεού και ανθρώπων στον όρκο που δίνει. Το ίδιο το Σύνταγμα ορίζει ότι ορκίζεται «να προστατεύει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των Ελλήνων».
Και βέβαια ο όρκος αυτός φαίνεται να αντανακλά ό,τι έπρεπε να είχε γίνει τη νύχτα της 21ης Απριλίου του 1967, όμως η διατύπωσή του, ευρύτατη, προδήλως δεν αφορά μόνο τις περιπτώσεις κατάλυσης του Συντάγματος
Το ερώτημα που τίθεται ωστόσο είναι πώς, με ποια μέσα ο Πρόεδρος θα ενεργοποιεί αυτή την υπόσχεση.
Οχι ασφαλώς με έκδοση πράξεων χωρίς την προσυπογραφή του αρμόδιου υπουργού.
Στην πραγματική πολιτική ζωή, δεν είναι όμως όλα εκτελεστές πράξεις και έννομες συνέπειες.
Κανένας δεν εμποδίζει τον Πρόεδρο, στις κατ’ ιδίαν συναντήσεις του με τον Πρωθυπουργό, τους υπουργούς ή τους υφυπουργούς, να συμβουλεύει, να παροτρύνει, ακόμη και να αποδοκιμάζει, αν έτσι κρίνει ότι προστατεύει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των Ελλήνων.
Και αν δεν εισακούεται στις προτροπές του, τότε διαθέτει το έσχατο μέσο, την πίεση που μπορεί να ασκήσει στην κυβέρνηση ως θεσμικό της αντίβαρο, παίρνοντας σοβαρότερα τον ρόλο του τού παίκτη αρνησικυρίας.
Παίκτης αρνησικυρίας
Παίκτης αρνησικυρίας; Θα πήγαινε κάποιου το μυαλό στην πολυσυζητημένη αρμοδιότητα του Προέδρου προς αναπομπή στη Βουλή ήδη ψηφισμένου νομοσχεδίου.
Πρακτικά ασήμαντη αρμοδιότητα, που δεν ασκήθηκε ποτέ μέχρι τώρα και που, υπό ομαλές κοινοβουλευτικές συνθήκες, δεν πρόκειται να ασκηθεί. Οι Πρόεδροι θα απολέσουν το κύρος τους αν αποδοκιμαστούν από τη Βουλή.
Αλλού μπορεί να ενεργήσει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ως παίκτης αρνησικυρίας. Μπορεί να αρνηθεί να υπογράψει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου ή προεδρικά διατάγματα. Ή έστω να τα καθυστερήσει ώστε να τα μελετήσει περισσότερο.
Γιατί, αν όντως πιστεύει ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις εκτέλεσης των νόμων, δεν επιδεικνύεται από τα όργανα της εκτελεστικής λειτουργίας η δέουσα προστασία στα δικαιώματα και τις ελευθερίες των Ελλήνων, οφείλει να γίνει πιο προσεκτικός σε ό,τι υπογράφει. Και το μήνυμα έτσι θα περάσει στην κυβέρνηση.
Είναι ίσως η πιο σκοτεινή εξουσία του Προέδρου. Είναι υπαρκτή όμως, και ασκείται όντως. Δεν υπογράφουν τυφλά οι Πρόεδροι τις πράξεις νομοθετικού περιεχομένου που τους προτείνουν οι κυβερνήσεις. Τις ελέγχουν, και στην ουσία τους ακόμη.
Και στα προεδρικά διατάγματα ασκούν έλεγχο, ιδίως στα κανονιστικά, όπου σε αυτά έχουν σύμβουλό τους μάλιστα το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Δεν είναι πια ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο παντοδύναμος ηγεμόνας, όπως τον θέλησε το Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827, ούτε ο μονάρχης που κυβερνούσε τη χώρα με τους υπουργούς «αυτού», όπως τον θέλησαν σχεδόν όλα τα μετέπειτα Συντάγματα.
Ομως, όπως είδαμε, διατηρεί ακόμη κάποιες ουσιαστικές εξουσίες, κρυφές, που, ανάλογα με τις περιστάσεις, πρέπει να τις ανακαλύπτει και με τόλμη, όπου απαιτείται, να τις ασκεί.
Ο κ. Ιωάννης Σαρμάς είναι τέως υπηρεσιακός πρωθυπουργός, επίτιμος Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.