Την επίλυση της μίας και μόνης διαφοράς της με την Τουρκία – της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης – θέτει η Αθήνα ως στόχο του ελληνοτουρκικού διαλόγου σε βάθος χρόνου.

Με τη συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να ανοίγει μία συζήτηση πόσο κοντά βρίσκονται Ελλάδα και Τουρκία σε μία προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Με τον Πρωθυπουργό να ξεκαθαρίζει ότι ακόμα υπάρχει πολύς δρόμος για να φτάσουμε στη Χάγη. Ενας δρόμος που όπως παραδέχθηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης ίσως χρειαστεί «υποχωρήσεις» που δεν θα υπονομεύουν τα εθνικά συμφέροντα.

Στην ίδια γραμμή στάθηκαν και διπλωματικές πηγές, σημειώνοντας ότι πρέπει να είναι σεβαστές στην οποιαδήποτε συζήτηση οι κόκκινες γραμμές και των δύο πλευρών. Και να μην απαιτούνται υποχωρήσεις σε υπαρξιακά ζητήματα της εξωτερικής τους πολιτικής. Με τη λύση να θεωρείται μία ικανή παρακαταθήκη για που θα βάλει τελεία στον φαύλο κύκλο των εντάσεων για τις επόμενες γενιές.

Οσο υπάρχει διένεξη υπάρχει υποχρέωση αποχής από μονομερείς ενέργειες διότι εμποδίζουν τη δυνατότητα συμφωνίας για οριοθέτηση. Η υποχρέωση συμφωνίας συνεπάγεται υποχρέωση καλόπιστης διαπραγμάτευσης, που θα εξαντλεί κάθε δυνατότητα επίτευξης συμφωνίας.

Εστω και αν δεν υπάρχει υποχρέωση αποτελέσματος. Και σύμφωνα με το Δικαστήριο, η οριοθέτηση είτε με συμφωνία είτε με δικαστική απόφαση, είναι συστατική πράξη για την άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων. Μόνο με τον τρόπο αυτόν κατοχυρώνονται τα δικαιώματα υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ. Σε διαφορετική περίπτωση τα κράτη έχουν διεκδικήσεις και όχι δικαιώματα, τα οποία θα είναι σε θέση να ασκήσουν εφόσον οριοθετηθούν οι θαλάσσιες ζώνες. Με το πλαίσιο άσκησης των δικαιωμάτων να είναι καθορισμένο από τη Σύμβαση όπως την έχουν ερμηνεύσει αυθεντικά τα διεθνή δικαστήρια.