Προκειμένου να ασκηθούν τα κυριαρχικά δικαιώματα υφαλοκρηπίδας – που υπάρχουν αυτοδικαίως και εξ υπαρχής (ipso facto και ab initio) – και ΑΟΖ (που θεσπίζονται) στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο απαιτείται συμφωνία ή δικαστική απόφαση. Αυτά προβλέπονται στη σύμβαση ΗΕ για το Δίκαιο Θάλασσας (1982), της οποίας οι ρυθμίσεις περί οριοθέτησης αντανακλούν εθιμικό κανόνα δεσμευτικό ανεξαιρέτως.

Η διμερής συμφωνία είναι απαραίτητη και – εφόσον δεν ευοδώσει – τα κράτη έχουν τη δυνατότητα να καταφύγουν στους μηχανισμούς επίλυσης, ένας εξ αυτών το Διεθνές Δικαστήριο. Προσφυγή στο ΔΔΧ απαιτεί αναγνώριση και από τα δύο κράτη της αρμοδιότητάς του να εξετάσει την προσφυγή. Αυτό είναι δυνατό:

α) εφόσον αμφότερα την έχουν αποδεχθεί με την προσχώρηση στη ρήτρα υποχρεωτικής δικαιοδοσίας  του,

β) με ρήτρα παραπομπής που έχουν αποδεχθεί σε άλλη συμφωνία που αμφότερα είναι συμβαλλόμενα,

γ) εφόσον συνάψουν ειδική συμφωνία (συνυποσχετικό) παραπομπής με τα ερωτήματα που υποβάλουν προς το Δικαστήριο.

Η τρίτη περίπτωση είναι η προτιμότερη ανεξαρτήτως των δύο πρώτων που συχνά χρησιμοποιούνται για να υποβληθεί προσφυγή μονομερώς. Είναι ορθότερο να υπάρχει συναίνεση ως προς τη διατύπωση του ερωτήματος, προς τούτο η σύναψη συνυποσχετικού τη διασφαλίζει. Στην περίπτωση της Τουρκίας μόνο με τη σύναψη συνυποσχετικού είναι εφικτή η προσφυγή, εκτός εάν πέραν των ανωτέρω είναι πρόδηλη η πρόθεσή της περί παραπομπής μέσω ανακοινωθέντος ή ακόμη και προφορικής δηλώσεως.

Εάν η καταρχήν συμφωνία των ηγετών στο Βίλνιους οδηγήσει σε φάση προ-διαπραγμάτευσης, με ουσιαστικότερη την εμπλοκή των υπουργών Εξωτερικών, τότε θα διαφανεί η πρόθεση επίλυσης με συμφωνία και, σε περίπτωση ασυμφωνίας, πρόβλεψη άρσης αδιεξόδου με προσφυγή στη διεθνή δικαιοσύνη. Το ΔΔΧ και τα λοιπά δικαιοδοτικά όργανα μέχρι σήμερα έχουν εξετάσει και αποφανθεί σε 33 προσφυγές οριοθέτησης, δηλαδή από το 1969, 66 κράτη έθεσαν προς διευθέτηση τη διαφορά τους στη δικαστική κρίση. Στις περισσότερες προσφυγές το αρμόδιο Δικαστήριο αποφάνθηκε με την τελική γραμμή με βάση το εθιμικό δίκαιο και τη νομολογία που ανέπτυξε, διότι ή και τα δύο ή ένα από τα δύο κράτη δεν ήταν μέρη στη Σύμβαση Δικαίου Θάλασσας.

Ας σημειωθεί ότι ακόμη και εάν εφαρμόζεται η Σύμβαση, με δεδομένο ότι είναι ασαφής και δεν δίνει οδηγία για τη μέθοδο οριοθέτησης καθοριστικό ρόλο έχει το ΔΔΧ. Η Σύμβαση το μόνο που επιβάλλει είναι η διαπραγμάτευση για συμφωνία με στόχο η οριοθέτηση που θα προκύψει να είναι δίκαιη ως προς το αποτέλεσμα. Το Δικαστήριο με τη νομολογία του που έχει αναπτύξει και σήμερα είναι ο κανόνας με τον οποίο ερμηνεύει αυθεντικά τη Σύμβαση, έχει αναλάβει την επεξεργασία της μεθόδου και των αρχών οριοθέτησης. Κύριο στοιχείο είναι η ανάλυση της επήρειας που αναλογεί στις ακτές με βάση τις γεωγραφικές συνθήκες όπου η οριοθέτηση θα λάβει χώρα. Τα νησιά δεν ενθυλακώνονται, έχουν δικαιώματα, η επήρειά τους όμως θα υπολογίζεται με βάση τις μεθόδους που έχει επεξεργαστεί το Δικαστήριο και την αναλογία των αντικείμενων/παρακείμενων ακτών, καθώς και εάν η θέση τους επηρεάζει τη δίκαιη οριοθέτηση.

Οι ηγεσίες πρέπει να γνωρίζουν πώς κατοχυρώνονται τα κυριαρχικά δικαιώματα και οδηγούν στην πραγματική υλοποίηση, εν αντιθέσει με ό,τι συμβαίνει σήμερα ελλείψει οριοθέτησης, διότι η προσδοκία δικαιώματος δεν δημιουργεί ασφάλεια δικαίου. Οι απαιτήσεις ευλόγως θα υπάρχουν, δεν θα εκλείψουν και όσο δεν διευθετούνται δημιουργούν διένεξη που συχνά προκαλεί ένταση, κάτι που έχει βιώσει η Ελλάδα.

Ο κ. Πέτρος Λιάκουρας είναι καθηγητής Διεθνούς Δικαίου, διευθυντής Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές», στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.