Η έκθεση του προϋπολογισμού του 2026 είναι ένα κείμενο επίπεδο, χωρίς καμιά έξαρση ή τομή σε θέματα ανάπτυξης, δημοσιονομικής σταθερότητας ή ανάσχεσης του κύματος της ακρίβειας το οποίο δοκιμάζει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών τα τελευταία χρόνια. Δεν έχει δραματικές περικοπές σε κάποιον τομέα, ούτε όμως και ουσιαστικές προτάσεις για τα μεγάλα προβλήματα που έχουν πλέον ριζώσει στην ελληνική κοινωνία, όπως η στεγαστική κρίση και το χρόνιο επενδυτικό κενό. Ακόμα και έτσι όμως με τις μικρές μεταβολές, ο προϋπολογισμός δεν είναι άτρωτος από ελλείψεις και νέες στρεβλώσεις τις οποίες συνοψίζουμε.

1 Κόπωση στη μείωση της φοροδιαφυγής: Η μεγαλύτερη φοροδιαφυγή γίνεται στα έσοδα του ΦΠΑ, ο συντελεστής του οποίου έχει αυξηθεί σε μεγάλο βαθμό λόγω των μνημονίων (από 16% σε 24%), παρέχοντας έτσι ακόμα μεγαλύτερα κίνητρα σε όσους τον κλέβουν. Μάλιστα ο προϋπολογισμός δείχνει πως η μείωση αυτή ουσιαστικά ανακόπτεται για το επόμενο έτος και ιδού η απόδειξη: Σύμφωνα με τον προϋπολογισμό, φέτος οι εισπράξεις ΦΠΑ εκτιμώνται στο 11,1% του ΑΕΠ, ενώ το 2026 προβλέπονται στο 11,24% του ΑΕΠ, δηλαδή θα έχουν μια ασήμαντη αύξηση. Ομως ο πληθωρισμός αναμένεται να κυμανθεί μεταξύ 2,5% με 3% και με απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς αυτό θα έπρεπε να οδηγήσει σε μία άνοδο των εισπράξεων τουλάχιστον στο 11,6% (αυτή είναι μέρος της «άνωσης» της έμμεσης φορολογίας λόγω πληθωρισμού). Αρα όχι μόνο δεν βελτιώνεται καθόλου η ικανότητα του μηχανισμού είσπραξης ΦΠΑ, αλλά το 2026 θα χαθεί ένα 0,34% του ΑΕΠ. Αυτό ισοδυναμεί με ένα ποσόν 876 εκατ. ευρώ με τα οποία θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν αρκετά παραγωγικά και κοινωνικά έργα.

2 Δημόσιες επενδύσεις: Το ύψος των δημόσιων επενδύσεων το 2025 ήταν 1,06% του ΑΕΠ, ενώ το 2026 σχεδιάζεται να είναι 1,01% του ΑΕΠ. Συνεπώς, ο τομέας των δημόσιων επενδύσεων υποχωρεί έτι περαιτέρω, σε μία φάση που θα έπρεπε να αυξάνεται σημαντικά και προγραμματισμένα ώστε να αναπληρώσει τη διακοπή του Ταμείου Ανάκαμψης. Είναι γνωστό ότι οι δημόσιες επενδύσεις έχουν τον μεγαλύτερο πολλαπλασιαστή στην οικονομία και σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία θα μπορούσαν να αποτελέσουν σημαντικό ελκυστή ιδιωτικών κεφαλαίων για την ενίσχυση της παραγωγικότητας και της καινοτομίας.

3 Δημόσιο χρέος: Να ξεκινήσω με ένα θέμα της επικαιρότητας που αφορά την πρόωρη αποπληρωμή του χρέους που έχει προκύψει από τα κρατικά δάνεια του πρώτου μνημονίου, τα λεγόμενα GLF και το χρέος προς το ΔΝΤ. Θεωρώ ότι καλώς έγινε αυτή η αποπληρωμή, διότι έτσι αφαιρείται το δικαίωμα σε διάφορους σχετικούς και άσχετους οργανισμούς να υπαγορεύουν τις προτιμήσεις τους στις ελληνικές αρχές για το είδος πολιτικής που πρέπει να ακολουθήσουν. Τώρα το αν η πρόωρη αποπληρωμή ήταν ωφέλιμη από χρηματο-οικονομικής απόψεως, αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Οι πρόωρες αποπληρωμές δανείων είναι συμφέρουσες υπό ορισμένες προϋποθέσεις, όπως το δάνειο να έχει συναφθεί με θηριώδεις όρους, να έχει υπερβολικά επιτόκια ή ο οφειλέτης να μην έχει εναλλακτικές επιλογές για τα κεφάλαιά του. Η κυβέρνηση οφείλει να εξηγήσει λεπτομερώς τι ακριβώς ισχύει χρηματο-οικονομικά, ασχέτως αν και πάλι θα είναι δικαιολογημένη η κίνησή της.

Ενα άλλο σημείο απλοϊκής προπαγάνδας με την αποπληρωμή του χρέους είναι ότι με την κίνηση αυτή το Ελληνικό Δημόσιο κερδίζει τους τόκους που θα κατέβαλλε τα επόμενα χρόνια και ότι ο φορολογούμενος θα απαλλαγεί έτσι από την καταβολή όλων των χρεολυσίων. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει! Το ποσό το οποίο καταβάλλει σήμερα το Ελληνικό Δημόσιο για τους μελλοντικούς τόκους είναι η παρούσα αξία που αυτοί έχουν και αν χρειαστεί να δανειστεί ένα ανάλογο ποσόν στο μέλλον θα τους ξαναπληρώσει (ανάλογα με τα επιτόκια που θα επικρατούν). Πάμε τώρα στην καταμέτρηση του χρέους διότι η μείωση που εμφανίζει είναι πολύ μεγάλη και φαινομενικά ανεξήγητη. Παρόλο που η Eurostat υποχρέωσε την κυβέρνηση να συμπεριλάβει τους τόκους τετραετίας στο δημόσιο χρέος, το χρέος εμφανίζεται αισθητά μειωμένο ως ποσοστό του ΑΕΠ. Φαίνεται ότι αυτό κατέστη δυνατόν επειδή υπήρξε ένας εσωτερικός δανεισμός από φορείς του δημόσιου τομέα που χρησιμοποιήθηκε για εξοφλήσεις υποχρεώσεων, χωρίς όμως να δηλώνεται πουθενά.

Με τον ίδιο τρόπο εξηγείται και ένα άλλο παράδοξο: καθώς το ελληνικό χρέος άρχισε να μειώνεται, η διάθεση για επενδύσεις άρχισε να αυξάνεται έντονα και θα περίμενε κανείς ότι οι ελληνικές αρχές θα έσπευδαν να εκμεταλλευτούν αυτή την αναπάντεχη όρεξη των αγορών. Και όμως, οι δημοπρασίες ομολόγων του Δημοσίου ανεστάλησαν επτά φορές σαν να ήθελαν να αποκλείσουν πρόθυμους αγοραστές.

4 Ταμείο Ανάκαμψης, προτεραιότητες και ρυθμός ανάπτυξης: Από τα 32 δισ. ευρώ του ΤΑΑ έχουν δεσμευτεί μέχρι στιγμής τα 24 δισ. ευρώ και αναμένεται να έχουν απορροφηθεί έως το τέλος του 2026. Σύμφωνα με τον κανόνα του Kaldor, εάν σε μια οικονομία επενδύσουμε ένα ποσό ίσο με α% του ΑΕΠ, τότε ο ρυθμός ανάπτυξης κατά μέσο όρο θα αυξηθεί χονδρικά κατά το ήμισυ του μεριδίου αυτού, δηλαδή (α/2)%. Τα 24 δισ. ευρώ αντιστοιχούν στο 10% του ΑΕΠ. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η περίοδος υλοποίησης του ΤΑΑ 2022-2026 είναι πενταετής, αυτό θα αντιστοιχεί σε επιπρόσθετη αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης κατά 2% ανά έτος. Ο ρυθμός τα προηγούμενα χρόνια ήταν λίγο πάνω από 2,5%, πράγμα το οποίο σημαίνει πως χωρίς τη βοήθεια του ΤΑΑ πιθανώς θα ήταν μεταξύ 0,5% και 1% του ΑΕΠ, όπου και κινδυνεύει να προσγειωθεί μετά την εκπνοή του προγράμματος. Το ΤΑΑ δεν αξιοποιήθηκε επαρκώς σε παραγωγικές επενδύσεις και όταν τελειώσει ταμειακά θα εξατμιστεί και αναπτυξιακά.

Εστω και τώρα, με τα λίγα εναπομείναντα κεφάλαια οι βασικές προτεραιότητες που πρέπει να ενισχυθούν μέσω του ΤΑΑ είναι δύο: (i) Σιδηροδρομικό δίκτυο και (ii) Ηλεκτρικά δίκτυα ενέργειας που θα κάνουν διασυνδέσεις με τους τοπικούς παραγωγούς. Οι δύο αυτές υποδομές είναι από τις πλέον ικανές να προσελκύσουν πολλές νέες επενδύσεις, να διασυνδέσουν τη χώρα φυσικά και ενεργειακά και να συμβάλουν σε μια αξιόπιστη περιβαλλοντική αναβάθμιση.

5 Ανισότητες: Οι ανισότητες που ολοένα και αυξάνονται στη χώρα μας θέλουν κάποια πρακτική αντιμετώπιση, όχι μόνο μέσω της αύξησης μισθών, αλλά και μέσω της μείωσης της απόστασης με άλλες εισοδηματικές κατηγορίες (π.χ. μεταβίβαση κληρονομιών με μεγάλα αφορολόγητα όρια και χαμηλή φορολογία μερισμάτων 5%). Σε αυτά τα ζητήματα ο προϋπολογισμός τηρεί σιωπή με αποτέλεσμα η Ελλάδα να είναι δακτυλοδεικτούμενη σε ολόκληρο τον ΟΟΣΑ.

Να σκεφτεί κανείς ότι στην Ιρλανδία ισχύει ο κατά πολύ χαμηλότερος συντελεστής εταιρικής φορολογίας 12,5%, αλλά τα μερίσματα φορολογούνται με 51%, δηλαδή αθροιστικά 63,5%. Στη χώρα μας o εταιρικός φόρος είναι 22% και μαζί με το μέρισμα ανεβαίνει στο 27%, κάτω από το ήμισυ της Ιρλανδίας. Μερικοί λένε πως έτσι προσελκύονται επενδύσεις στη χώρα μας, αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι: κεφάλαια όντως έρχονται, μπαίνουν σε κερδοφόρες επιχειρήσεις και μετά από ένα-δύο χρόνια παίρνουν τα (σχεδόν) αφορολόγητα μερίσματα και αποχωρούν. Αυτό δεν λέγεται μακροχρόνια επένδυση αλλά ταξιδάκι aller retour!

6 Ιδιοκτησία της οικονομίας: Ενα από τα πιο απειλητικά και δύσκολα αναστρέψιμα φαινόμενα που συμβαίνουν στην Ελλάδα είναι η αθρόα εκποίηση πλουτοπαραγωγικών στοιχείων και η απόκτησή τους από διάφορους ξένους παράγοντες. Η απώλεια ιδιοκτησίας της οικονομίας γίνεται μέσα από τρία κυρίως κανάλια:

Μέσω του καθεστώτος της Golden Visa έχουν αγοραστεί δεκάδες χιλιάδες ελληνικά σπίτια και περιουσίες – πολύ συχνά με αδιαφανείς και ύποπτες διαδικασίες. Οι αγορές γίνονται κυρίως από Κινέζους, Τούρκους και Ισραηλινούς και αν κάποιος κάνει αντιστοιχίσεις εθνικότητας και περιοχών ίσως καταλήξει σε ενδιαφέροντα σενάρια. Πολλές ευρωπαϊκές χώρες όπως η Πορτογαλία, η Αυστρία και η Ισπανία είχαν και αυτές υιοθετήσει κάποιες ανάλογες διαδικασίες αγορών, αλλά βλέποντας την αθέμιτη εκμετάλλευσή τους διέκοψαν αυτούς τους θεσμούς λόγω των εθνικών κινδύνων που ελλοχεύουν.

Δεύτερο κανάλι είναι τα ποικιλώνυμα funds που εγκαθίστανται στη χώρα, δανείζονται από ελληνικές τράπεζες και μετά αγοράζουν με μεγάλο σκόντο ελληνικά σπίτια με μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Στη συνέχεια τα πουλάνε με μεγάλα κέρδη και με την πρώτη ευκαιρία αποχωρούν από την Ελλάδα. Η χώρα εγκατάστασης και λειτουργίας τους παραμένει πάντα μυστηριώδης και οποιαδήποτε προσπάθεια εντοπισμού, ελέγχου ή λογοδοσίας αποβαίνει μάταιη.

Ενα τρίτο και επίσης σημαντικό ζήτημα είναι ότι στο πρόσφατο παρελθόν και υπό τη σφοδρή έλλειψη ρευστότητας η χώρα μας αναγκάστηκε να δεχτεί ξένους επενδυτές – ιδιώτες αλλά κυρίως κρατικούς ή συνδυασμό τους – οι οποίοι την περίοδο των μνημονίων ανέλαβαν τον έλεγχο κρίσιμων εθνικών υποδομών, όπως π.χ. λιμάνια, αεροδρόμια, τηλεπικοινωνίες, ίσως αύριο η ενέργεια, κ.λπ. Η Ελλάδα πρέπει να διαμορφώσει ένα πλαίσιο αμιγούς εθνικού ελέγχου σε αυτές τις υποδομές για να μη βρεθεί παγιδευμένη σε περίπτωση κάποιας γεωπολιτικής όξυνσης όταν ίσως κριθεί απαραίτητη η χρήση τους αλλά ο ξένος μεγαλο-επενδυτής διαφωνήσει.

Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι ομότιμος καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο, πρώην υπουργός.