«Γιατί δεν κάνετε μια συνοπτική αναδρομή σε κάποιες συγκεκριμένες αλλά δυστυχώς μάταιες προειδοποιήσεις σας, που φιλοξενούνταν επί τρεις σχεδόν δεκαετίες στις σελίδες του «Βήματος»;», μου πρότεινε προ καιρού ο εξαίρετος συνάδελφος Ζώης Τσώλης. Προσπάθεια υλοποίησης αυτής της ιδέας ξεκινώ σήμερα για τις μέρες των θερινών διακοπών μου, καθώς κατά πάγια προσωπική παράδοση δεν απουσιάζω ποτέ από αυτή τη στήλη.

Κοινό χαρακτηριστικό της αρθρογραφίας αυτής είναι μερικά σημαντικά που δεν προσέχθηκαν παρά τις προειδοποιήσεις, επειδή οι πολλοί συνεχίζουν να εθελοτυφλούν προτιμώντας να αποδίδουν ευθύνες σε διεθνείς συνωμοσίες ή ενοχοποιώντας τους άλλους και αποφεύγοντας πεισματικά να κοιτάξουν στον καθρέφτη τους τον μεγάλο ένοχο ή συνένοχο. Αρα μπορεί η αρθρογραφία μου για κάποιες εβδομάδες να αγνοεί τα τρέχοντα, αλλά θα διατηρήσει τη διαχρονική επικαιρότητά της.

Και θα ξεκινήσω με τη μητέρα όλων των δεινών, που επέπεσαν στα κεφάλια μας κατά την επταετία των μνημονίων, και που τη νομιμοποίησε ο πρώτος χαρισματικός δημαγωγός της μεταπολεμικής μας ιστορίας, ο πατριάρχης της δυναστείας των Παπανδρέου Γεώργιος, όταν ανέλαβε πρωθυπουργός της κυβέρνησης Ενώσεως Κέντρου το 1964. Ηταν η αφετηρία της μακρόχρονης πορείας προς τον υπερδανεισμό της χώρας προκειμένου να γίνονται γενναιόδωρες παροχές από πλούτο που δεν παρήγε η Ελλάδα, αλλά που μας χορηγούσαν οι «γενναιόδωροι» δανειστές μας. Απρόθυμος έστω, αλλά συνεργός σε αυτή την ανοιχτόχερη πολιτική υπήρξε ο τότε τσάρος επί των οικονομικών, αείμνηστος Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Το ιστορικό αυτό γεγονός επισήμανα στο βιβλίο μου «Ας προσέχαμε» (εκδόσεις Παπαζήση) όταν ξεφυλλίζοντας παλαιούς τόμους του «Οικονομικού Ταχυδρόμου» ανακάλυψα έκπληκτος (καθώς το είχα ξεχάσει) πως τότε διατύπωσα την πρώτη έντονη προειδοποίηση για τον επικίνδυνο κατήφορο στον οποίο αφεθήκαμε για να καταλήξουμε στα σημερινά αστρονομικά νούμερα. Σε ολοσέλιδο εξώφυλλο στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» της 8ης Σεπτεμβρίου 1966, δηλαδή πριν από 57 χρόνια, έκρουα τον κώδωνα του κινδύνου: «Δανειζόμεθα από το εξωτερικόν διά να εξωφλούμε τα χρέη μας προς το εξωτερικόν. Η Ελλάς έφτασε εις αδιέξοδον με τον συνεχή δανεισμόν και με την μη παραγωγική αξιοποίησή του»!

Σε δανεισμό ως γνωστόν καταφεύγουν όλες οι χώρες. Ομως όσες έχουν σώφρονες κυβερνήσεις τον αξιοποιούν για να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη και να αυξάνουν τον εθνικό πλούτο και όχι για να τρώνε στις χασαποταβέρνες και να αγοράζουν μηχανές και αυτοκίνητα μεγάλου κυβισμού. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε με ειλικρίνεια επιβεβαιώσει αυτή την έναρξη δημαγωγικών παροχών στην οποία αντιτάχθηκε, αλλά δεν εισακούστηκε. Προφανώς ο Γέρος της Δημοκρατίας προτιμούσε να ακολουθεί τις οικονομικές συμβουλές του γιου του, Ανδρέα, ο οποίος με τη σειρά του ως πρωθυπουργός αναδείχθηκε στον κορυφαίο διδάσκαλο του «καταναλώνομε περισσότερα απ’ όσα παράγομε», όπως το παραδέχθηκε μεταγενέστερα και ο ίδιος, όταν είχαμε πια εθιστεί. Ηταν πολύ αργά. Και σήμερα, παρά τις όποιες βελτιωτικές προσπάθειες, η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο δημόσιο χρέος μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Σήμερα το δημόσιο χρέος μας έχει ανέλθει σε 401 δισεκατομμύρια ευρώ, το δε ιδιωτικό χρέος ανέρχεται σε 235 δισεκατομμύρια, εκ των οποίων τα 135 είναι προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία, τα 80 προς τις τράπεζες και 20 δισεκατομμύρια προς funds, ενώ άγνωστο είναι το ύψος του χρέους μεταξύ ιδιωτών.