Ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν μένει πια εδώ. Και σίγουρα δεν περιμένατε αυτή τη στήλη να το μάθετε. Επίσης, αν έχετε στοιχειώδη παρουσία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αποκλείεται να μην πέσατε τις περασμένες ημέρες σε έναν ποταμό από πένθιμες αναφορές, από γνωστά ή άγνωστα βιογραφικά στοιχεία του, από τους τρόπους, τέλος πάντων, που (σχεδόν) κάθε χρήστρια και χρήστης των social media είχε συνδεθεί με τη ζωή και το έργο του τραγουδοποιού.

Ανάμεσά τους, λιγοστές μεν, διακριτές δε, ήταν και κάποιες δηκτικές επισημάνσεις που αφορούσαν κυρίως τις πολιτικές επιλογές του Σαββόπουλου και δευτερευόντως την καλλιτεχνική του διαδρομή.

Η αφορμή

Αυτές είναι και η αφορμή για το κείμενο που διαβάζετε, το οποίο δεν αφορά, βέβαια, μόνο τον έλληνα καλλιτέχνη, αλλά την αντιμετώπιση του θανάτου στον δημόσιο λόγο.

Τι λέει, άραγε, το σαβουάρ βιβρ για τις νεκρολογίες, ειδικά τώρα που όλοι έχουμε κάποιο είδος δημόσιου λόγου; Οφείλουμε να αναφέρουμε μόνο τις καλές στιγμές του όποιου αποδημήσαντος, αφήνοντας τις αμφιλεγόμενες περιόδους της ζωής του στους ιστορικούς του μέλλοντος; Είναι, αντίστοιχα, δίκαιο να αποχαιρετούμε κάποιον εξαντλώντας ή βασίζοντας τις αναφορές μας σε όσα ατοπήματα θεωρούμε ότι έκανε;

Τα δύο τελευταία ερωτήματα, που κατά τη γνώμη μου ορίζουν τα δύο άκρα της πιθανής στάσης μας απέναντι σε κάποιον που φεύγει από αυτή τη ζωή, μοιάζουν ρητορικά, αλλά πιστεύω ότι, ως συνήθως, η αλήθεια είναι κάπου ανάμεσά τους.

Αν και ακόμη και σε αυτό μπορεί να υπάρχουν εξαιρέσεις. Δεν θα περιμέναμε (και κάπως θα μας ενοχλούσε) να γραφτεί μια νεκρολογία για τον Χίτλερ, τον Στάλιν ή τη Θάτσερ με άξονα το πόσο καλοί οικογενειάρχες ήταν ή το πόσο αγαπούσαν τα ζώα.

Η αμφιθυμία μου απέναντι στην τήρηση κάποιου «κανόνα» έγκειται σε ένα σωρό αντιφατικές συνθήκες. Πρώτα από όλα, υπάρχει η ανάγκη σεβασμού προς το ίδιο το γεγονός του θανάτου και προς τους οικείους του θανόντος. Πώς θα σας φαινόταν να «έφευγε» μια φίλη και το πρώτο σχόλιο που θα ακούγαμε να ήταν: «Αχ, και μου χρωστούσε 100 ευρώ».

Από την άλλη, ένας σωστός αποχαιρετισμός, ειδικά σημαντικών προσωπικοτήτων, μοιάζει λειψός όταν δεν είναι πλήρες το πορτρέτο. Ανθρωπος χωρίς αδυναμίες και λάθη μοιάζει εκ των πραγμάτων ψεύτικος, κάπως αποστειρωμένος. Υπερβολικά καλός για να είναι αληθινός.

Βέβαια, πάντα υπάρχει ο κίνδυνος να κρίνω εγώ με τα μέτρα του 2025 σφάλματα, π.χ., του 1955. Αλλά κι αυτές οι πράξεις μέρος της ιστορίας και του ήθους του δεν είναι; Ναι, αλλά χρειάζεται να μιλήσουμε για αυτές δύο μέρες αφού πέθανε; Και αυτό το πινγκ πονγκ θα μπορούσε να συνεχιστεί για ώρα, αρκεί να βρεις δυο άτομα πρόθυμα να κάνουν τον δικηγόρο του διαβόλου και του αγγέλου, ενώ ο νεκρός ή η νεκρή κατά κανόνα δεν είναι τίποτα από τα δύο.

Σε κάθε περίπτωση, οι πιο επιδραστικοί άνθρωποι είναι καταδικασμένοι να μη μας αφήνουν μόνους και μόνες ούτε μετά τον θάνατό τους. Οι αγιογραφίες μας ή η σκληρή κριτική μας δείχνουν ότι δεν θέλουμε να κλείσουμε τους λογαριασμούς μας. Θέλουμε να τους κρατήσουμε λίγο ακόμη κοντά μας – ή απέναντί μας, αναλόγως.

Ως συνήθως

Αλλά όπως συμβαίνει συνήθως όταν έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους που δεν μπορούν να μας απαντήσουν, καλό είναι να θυμόμαστε ότι όσα εκφράζουμε, λένε περισσότερα για εμάς παρά για το πρόσωπο στο οποίο απευθυνόμαστε.

Οπως έγραψα στην αρχή, το κείμενο αυτό γράφτηκε με αφορμή τον Διονύση Σαββόπουλο και όχι γι’ αυτόν. Οπότε ας μου συγχωρέσετε που θα είναι ένα από τα ελάχιστα πράγματα που θα διαβάσετε αυτό τον καιρό όπου θα υπάρχει το όνομά του, αλλά όχι κάποιος στίχος του…

…ΚΑΙ Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΙΚΟΝΑ

Πόσο περισσότερα επίπεδα ανδραγαθίας μπορούν να χωρέσουν σε μία φωτογραφία;