Η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον νέο προϋπολογισμό (MFF) έρχεται σε μια κρίσιμη στιγμή, όπου η Ευρώπη καλείται να αντιμετωπίσει πρωτοφανείς προκλήσεις, αλλά και να επανακαθορίσει τον ρόλο της σε παγκόσμιο επίπεδο. Ως γενικό σχόλιο θα λέγαμε ότι η πρόταση της ΕΕ επιβεβαιώνει το έλλειμμα μιας ευρωπαϊκής ολιστικής στρατηγικής που θα έθετε τα θεμέλια της απαιτούμενης ριζικής ανανέωσης.

Αντί η ΕΕ να επιβεβαιώσει τη θέση της ως ένα πολιτικό υποκείμενο στις διεθνείς εξελίξεις και να χρησιμοποιήσει τον προϋπολογισμό ως εργαλείο χάραξης και προώθησης κοινών στόχων, προς την κατεύθυνση υλοποίησης της ευρωπαϊκής ενοποίησης, επέλεξε μια τεχνοκρατική προσέγγιση επιδιώκοντας την εύρεση σημείων ισορροπίας μεταξύ των κρατών-μελών μέσω της προτεραιοποίησης συγκεκριμένων στοχεύσεων και αντίστοιχης κατανομής πόρων.

Οσον αφορά το μέγεθος της πρότασης, συνολικού ύψους 1,8 τρισ. ευρώ (το 1,2% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ), ενώ είναι η μεγαλύτερη που έχει γίνει ποτέ, δεν φαίνεται να καλύπτει τις πραγματικές οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες της Ενωσης.

Στην έκθεσή του ο Ντράγκι είχε αναφέρει ότι η κάλυψη του επενδυτικού και παραγωγικού κενού της Ευρώπης, ως προϋπόθεση για τη μη περαιτέρω υποχώρηση της δυναμικής της στο συνεχώς ανταγωνιστικότερο παγκόσμιο περιβάλλον, απαιτεί ετήσιους πόρους της τάξης των 800 δισ. ευρώ.

Σε αντίστοιχο άρθρο τον Ιούνιο είχαμε αναφέρει τον στόχο του 2,5% του ΑΕΠ ως ένα ικανοποιητικό μέγεθος για την κάλυψη των μελλοντικών προκλήσεων.

Στα θετικά στοιχεία της πρότασης συγκαταλέγονται η δημιουργία του Ταμείου Ανταγωνιστικότητας (400 δισ. ευρώ) με έμφαση στη χρηματοδότηση της τεχνολογίας, η απαιτητική προγραμματική αλλαγή κατανομής των πόρων του Ταμείου συνοχής ανά χώρα αντί των περιφερειών που ισχύει σήμερα και η εστίαση σε υποδομές και δίκτυα διασύνδεσης. Η προσπάθεια εύρεσης νέων ίδιων πόρων σαφέστατα είναι θετική αλλά άτολμη.

Η ουσιαστική εγκατάλειψη της παγκόσμιας συμφωνίας για την εφαρμογή ενός ελάχιστου εταιρικού φόρου, λόγω των αντιδράσεων της κυβέρνησης Τραμπ, η αφωνία στη διαχρονική πρόταση διεθνών οργανισμών για την υιοθέτηση ενός minimum φόρου 2% στα φυσικά πρόσωπα και η μη αναφορά στη δυνατότητα κοινού δανεισμού (όπως έγινε με το Ταμείο Ανάκαμψης & Ανθεκτικότητας) είναι ενδεικτικές των προθέσεων και του ελλείμματος πολιτικής τόλμης.

Οι σημαντικά αυξημένες δαπάνες για άμυνα και ασφάλεια σαφώς δείχνουν τον νέο προσανατολισμό της ΕΕ, ωστόσο είναι εμφανής η αδυναμία σύνδεσής τους με τη χάραξη μιας κοινής εξωτερικής πολιτικής, που θα λάμβανε υπόψη τις ιδιαιτερότητες όλων των κρατών-μελών, όπως της Ελλάδας.

Από την άλλη οι μειωμένες δαπάνες για την αγροτική παραγωγή, τη γαλάζια οικονομία και την πράσινη μετάβαση δείχνουν ότι υποτιμούνται τόσο οι προκλήσεις που βάζει η κλιματική αλλαγή όσο και η ανάγκη ενίσχυσης της κοινωνικής ευημερίας στην περιφερειακή διάστασή της.

Οσον αφορά την κοινωνική συνοχή, ελλοχεύει ο κίνδυνος μείωσης των απαραίτητων πόρων παρά την αναγνώριση της αύξησης των ανισοτήτων και της ανάγκης στήριξης των ευάλωτων ομάδων. Ωστόσο, απαιτείται μια τολμηρότερη προσέγγιση. Η μετάβαση προς μια νέα εποχή δεν πρέπει να αφήσει στο περιθώριο καμία κοινωνία ή άτομο. Η Ευρώπη έχει την ευκαιρία να επανακαθορίσει το κοινωνικό της συμβόλαιο, δίνοντας εκ νέου προτεραιότητα στη δικαιοσύνη, την ισότητα και τη συμπερίληψη.

Συνοψίζοντας, η πρόταση προϋπολογισμού της ΕΕ ανοίγει μια συζήτηση που ενώ επεκτείνεται σε σωστές κατευθύνσεις απαιτεί μια πιο τολμηρή και συνεκτική προσέγγιση. Ο προϋπολογισμός πρέπει να αντανακλά όχι μόνο τις οικονομικές ανάγκες της εποχής, αλλά και τις αξίες που θα μας οδηγήσουν σε ένα βιώσιμο μέλλον. Στην τελική, είναι το πολιτικό θάρρος και το κοινό όραμα που θα κρίνουν την επιτυχία του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.

Ο κ. Δημήτρης Λιάκος είναι οικονομολόγος.