Τα 50 χρόνια Μεταπολίτευσης αποτέλεσαν αφορμή για μια ευρύτερη συζήτηση πάνω στην πορεία της Ελλάδας σε αυτόν τον μισό αιώνα: αφιερώματα στον Τύπο, εκθέσεις, συνέδρια και τηλεοπτικές παραγωγές. Μεταξύ των τελευταίων που συγκέντρωσαν τις προτιμήσεις και το ενδιαφέρον του κοινού και προκάλεσαν μια ευρεία συζήτηση ήταν και η σειρά ντοκιμαντέρ «Η δική μας Μεταπολίτευση» των Στάθη Καλύβα και Παναγή Παναγιωτόπουλου σε σκηνοθεσία Ανδρέα Αποστολίδη και Γιούρι Αβέρωφ.
Πέντε ωριαία επεισόδια, αφιερωμένα στα «χρόνια της αθωότητας (1974-1976)», στα «χρόνια της αναμονής (1977-1981)», στα «χρόνια του Σοσιαλισμού (1981-1990)», στα «χρόνια της χλιδής (1990-2004)» και τα «χρόνια της κρίσης (2005 – σήμερα)». Το ντοκιμαντέρ επικεντρώνεται κυρίως στις εσωτερικές πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις, ενώ σημαντικό μέρος αφιερώνει και στις ραγδαίες πολιτισμικές αλλαγές που μεταμόρφωσαν την ελληνική κοινωνία.
Κατ’ αρχάς, δεν είναι αυτονόητο ότι δύο καθηγητές πανεπιστημίου στις κοινωνικές επιστήμες θα δημιουργήσουν ένα ντοκιμαντέρ που θα καταφέρει να απευθύνεται στο ευρύ κοινό. Συνήθως μεταξύ των δύο κόσμων παρεμβάλλεται ένα ανυπέρβλητο χάσμα, δημιουργημένο από δυσνόητες έννοιες και εξεζητημένα θεωρητικά σχήματα. «Η δική μας Μεταπολίτευση» όχι μόνο τα καταφέρνει, αλλά πετυχαίνει και κάτι άλλο: πραγματοποιεί περάσματα από μια λόγια πολιτική και κοινωνική ανάλυση στην πολιτισμική κριτική και στα σχόλια για τη λαϊκή ή την ποπ κουλτούρα δίχως να είναι σνομπ.
Εντύπωση προκαλεί και η καλειδοσκοπική προσέγγιση αυτή καθαυτήν, που μπορεί να συνδυάζει τις αναλύσεις σε όλα αυτά τα επίπεδα. Ιδίως σε ό,τι αφορά την πολιτιστική διάσταση – τις αλλαγές που επήλθαν στον ιδιωτικό βίο, στις σχέσεις των ανθρώπων, στην αισθητική, στους τρόπους ζωής, στις προσδοκίες και στα πρότυπα –, η αποκατάστασή της είναι από μόνη της εξαιρετικά σημαντική. Διότι πολλές φορές η ίδια η Μεταπολίτευση ήταν που την υποτίμησε, και βέβαια οι «σπουδές» της επαναλαμβάνουν το ίδιο σφάλμα με την εποχή που καλούνται να μελετήσουν. Επιπρόσθετα, είναι και η περιγραφική διάθεση που αναγνωρίζει και ενσωματώνει τις αντιφατικότητες της εκάστοτε περιόδου. Κάποτε, για παράδειγμα, η δεκαετία του 1980 υπήρξε για κάποιους μόνο δεκαετία του λαϊκισμού, για άλλους δεκαετία μιας αγωνιστικής εποποιίας.
«Η δική μας Μεταπολίτευση» μας λέει ότι ήταν ταυτόχρονα εποχή υψηλής πολιτικής πόλωσης («πράσινες και μπλε σημαίες και καφενεία»), πολιτιστικής φιλελευθεροποίησης – με διεύρυνση των οριζόντων της ατομικής αυτοδιάθεσης –, ενός ακόμα βήματος προς την κοινωνία της μαζικής κατανάλωσης (αναντιστοίχως με τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας)· και βέβαια, η εποχή τής τόσο χαρακτηριστικά διφορούμενης στάσης, αγωνιστικής στη ρητορική της, ενσωμάτωσης σε αυτόν τον νέο κόσμο της αφθονίας.
Αυτή η προσέγγιση διατηρείται και σε ό,τι αφορά την πραγμάτευση της ύστερης Μεταπολίτευσης – αν και εκεί οι τοποθετήσεις είναι οι λιγότερο αποστασιοποιημένες ιδεολογικά. Το ντοκιμαντέρ μιλάει από τη σκοπιά του εκσυγχρονισμού, ωστόσο πρόκειται για έναν εκσυγχρονισμό αναστοχαστικό. Που βλέπει και τα εσωτερικά προβλήματα του εγχειρήματος (διαφθορά, κομματισμός ή ενθάρρυνση μιας ιδεολογίας εύκολου πλουτισμού κ.ο.κ.).
Και βέβαια αναλύονται παράλληλα οι διάχυτες νοοτροπίες και συμπεριφορές που κυριαρχούν μέσα και από την ιδιωτική τηλεόραση και διαμορφώνουν την κουλτούρα ενός αμέριμνου λάιφσταϊλ καταναλωτισμού. Καθώς και το συστημικό αδιέξοδο ενός μοντέλου που στηρίζεται στην κατανάλωση, στον φθηνό δανεισμό και στην εργασία των μεταναστών από τα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη, την ίδια στιγμή που αφήνει την παραγωγική βάση να συρρικνώνεται δραματικά. Εν κατακλείδι, αν θα μπορούσε να συναχθεί ένα γενικό συμπέρασμα από το ντοκιμαντέρ, είναι ότι η Μεταπολίτευση, παρ’ όλες τις ήττες, τις αποτυχίες και τις καταστροφές της, πέτυχε να συστήσει ένα αξιοσημείωτης ανθεκτικότητας πλαίσιο δημοκρατίας και ευρωπαϊκού/δυτικού προσανατολισμού.
Δύο κριτικές επισημάνσεις, εν είδει συμβολής στον ευρύτερο διάλογο που προκλήθηκε.
Πρώτον· το δίπολο εκσυγχρονισμού και αντιεκσυγχρονισμού υπήρξε εν τέλει σύμπτωμα «παιδικής ασθένειας» – μιας ιδεολογίας της παγκοσμιοποίησης μεσσιανικής, αυταπατώμενης ότι θα καταργήσει τα έθνη και τα σύνορα. Επί του πρακτέου, μετέβαλε το επίδικο των συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων του κράτους και της οικονομίας σε έναν ταυτοτικό πόλεμο όπου ο δρόμος για την Ευρώπη υποτίθεται ότι περνούσε από την εγκατάλειψη της εθνικής ιδιοπροσωπίας και η υπεράσπισή της συνεπαγόταν την απόρριψη της Ευρώπης. Αυτοϋπονομευτική αντιπαράθεση· χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, όπως η Πολωνία ή η Τσεχία, έχουν αποδείξει πια ότι είναι δυνατή η σύνθεση των δύο, και ευρωπαϊκή και εθνική ταυτότητα (και κυριαρχία) μπορούν να αλληλοσυμπληρώνονται.
Δεύτερον· ήλθε ο καιρός να γίνει μια συζήτηση για το τι κρατάμε και το τι πετάμε από την κουλτούρα της Μεταπολίτευσης. Για παράδειγμα, χρησιμεύει ακόμα η επιμονή στον αντιαυταρχισμό και στην ελευθεριακότητα σε μια κοινωνία που έχει το αντίστροφο πρόβλημα, οριοθέτησης των συμπεριφορών σε ένα πλαίσιο κοινής ευπρέπειας; Ο ευρωπαϊκός/δυτικός προσανατολισμός της Ελλάδας μπορεί σήμερα να συνεπάγεται ακριτικό ρόλο έναντι μιας Τουρκίας αυτοκρατορικής και ευρύτερα του αναδυόμενου ευρασιατικού άξονα· συμβαδίζει με αυτό το πνεύμα της ύστερης Μεταπολίτευσης που καλούσε σε εθνική αποστράτευση; Ακόμη, μπορεί στην εποχή της κλιματικής αλλαγής να επανέλθει η ίδια καταναλωτική προσέγγιση στην ευημερία ή η τελευταία πρέπει να αποκτήσει άλλα κριτήρια;
Ο κ. Γιώργος Ρακκάς είναι πολιτικός επιστήμονας και διδάκτωρ Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.