Στήν Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξαν γεγονότα κρίσιμα, πού διαμόρφωσαν τό παρόν καί τό μέλλον της καί σημάδεψαν τήν πορεία τῆς πίστης καί τοῦ Χριστιανισμοῦ μέσα στούς αἰῶνες. Ἕνα τέτοιο γεγονός, τό ὁποῖο οἱ Χριστιανοί θυμούμαστε ἔντονα φέτος, εἶναι ἡ σύγκληση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού ἔγινε πρίν ἀπό 1.700 ἀκριβῶς χρόνια. Εἶναι, ὄντως, μία ἐπέτειος μέ παγχριστιανική ἐμβέλεια, ἀφοῦ ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀποτελεῖ σημεῖο καμπῆς στήν Ἱστορία καί στή Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας.
Στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἡ ὁποία συνεκλήθη ἀπό τήν Ἐκκλησία στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας, τό 325 μ.Χ., συμμετέσχε καί ἡ παλαίφατη Ἐκκλησία τῆς Κύπρου. Σ’ αὐτήν πήραν μέρος οἱ Ἐπίσκοποι Πάφου Κύριλλος ἤ Κυριακός, Σαλαμῖνος Γελάσιος καί Τριμυθοῦντος Σπυρίδων.
Ἡ ἐλευθερία στήν ἔκφραση καί στή λατρεία, πού ἀποκτήθηκε μέ τό διάταγμα τῶν Μεδιολάνων, τό 313 μ.Χ., ἐνθάρρυνε τίς αἱρέσεις, πού δροῦσαν ὡς φυγόκεντρες δυνάμεις στήν Ἐκκλησία. Ὅπως σήμερα παρατηρεῖται, ἰδιαίτερα μεταξύ τῶν μορφωμένων, πού δέν προσεγγίζουν τά θέματα τῆς πίστης μέ ταπείνωση καί διάθεση μαθητείας, σύγχυση μεταξύ πίστης καί ἐπιστήμης, ἔτσι καί τότε γινόταν σύγχυση ὅρων τῆς Θεολογίας καί ὅρων τῆς Φιλοσοφίας. Κύριος ἐκπρόσωπος αὐτῆς τῆς ὁμάδας ἦταν ὁ Ἄρειος, πού παρά τή μόρφωσή του, ταύτιζε τούς ὅρους τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας «γεννᾶσθαι» καί «γίγνεσθαι», καθώς καί τό «γεννᾶν» μέ τό «ποιεῖν». Στή Θεολογία, ὅμως, αὐτό ὁδηγοῦσε στήν κακοδοξία, γιατί διαφορετική ἔννοια ἔχει τό «ὁ Πατήρ γεννᾶ τόν Υἱόν» καί τό «ὁ Πατήρ ποιεῖ (δημιουργεῖ) τόν Υἱόν». Αὐτό ὁδηγοῦσε, φυσικά, καί στήν κακοδοξία τῆς μή δυνατότητας σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἄν ὁ Χριστός ἦταν δημιούργημα τοῦ Θεοῦ–Πατρός, ὅσο τέλειος καί νά ‘ταν, δέν θά μποροῦσε νά σώσει τό ἀνθρώπινο γένος. Ἕνας ἄνθρωπος, ὅσο τέλειος καί νά ‘ναι, τό πολύ–πολύ πού θα μποροῦσε νά πετύχει ἦταν νά σώσει τόν ἑαυτό του.
Ἡ ἀρειανή κακοδοξία ὑπῆρξε ἡ κυριότερη καί δυναμικότερη πρόκληση γιά τήν Ἐκκλησία. Πέραν τῆς ἀμφισβήτησης τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἔθετε σέ κίνδυνο καί τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Στή Νίκαια οἱ Πατέρες ἔθεσαν τά θεμέλια τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, πού ὁμολογοῦμε διά μέσου τῶν αἰώνων. Ἰδιαίτερα ἑστίασαν τήν προσοχή τους στό Δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ ὁποίου ἀμφισβητήθηκε, ἀπό τόν Ἄρειο, ἡ θεότητα καί τό Ὁμοούσιο μέ τόν Πατέρα. Ἐξέθεσαν μέ σαφήνεια τήν πρό πάντων τῶν αἰώνων γέννησή Του ἀπό τόν Πατέρα, θέτοντας σέ ἀντιδιαστολή τό «γεννηθέντα» μέ τό «οὐ ποιηθέντα», τόν ρόλο Του στή δημιουργία, ἀφοῦ δι’ Αὐτοῦ «τά πάντα ἐγένετο», τήν ἐνανθρώπηση, τή σταύρωση, τήν ταφή, τήν Ἀνάσταση, τήν Ἀνάληψή Του στούς οὐρανούς καί τήν ἀναμενόμενη δεύτερη ἔλευσή Του γιά νά κρίνει «ζῶντας καί νεκρούς». Τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, πού υἱοθετήθηκε στή Σύνοδο τῆς Νίκαιας, διετύπωνε μέ σαφήνεια τίς κεντρικές ἀλήθειες τῆς Χριστιανικῆς πίστης καί ἔχει παραμείνει ἀμετάβλητο στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Σύνοδος ἀσχολήθηκε καί μέ τήν ἡμερομηνία γιορτασμοῦ τοῦ Πάσχα. Χρησιμοποιώντας καί τίς ἐπιστημονικές γνώσεις Ἀλεξανδρινῶν ἀστρονόμων, ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος ὅρισε ὅπως τό Πάσχα ἑορτάζεται τήν πρώτη Κυριακή μετά τήν πανσέληνο τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας.
Ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, πέρα ἀπό τή θεολογική της σημασία, εἶχε καί βαθύ καί ἄμεσο ἀντίκτυπο στήν καθημερινή ζωή τῶν πιστῶν. Ἡ Σύνοδος βοήθησε τούς πιστούς νά κατανοήσουν καλύτερα τή σχέση τοῦ Χριστοῦ, ὡς Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ μέ τόν Θεό Πατέρα καί τή σημασία τῆς Σαρκώσεως καί Σταυρώσεώς Του γιά τή σωτηρία τους. Αὐτή ἡ θεολογική ἀκρίβεια ἐνίσχυσε τήν πίστη τους στήν ἀπολυτρωτική ἀξία τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ καί δημιούργησε τό θεμέλιο γιά τήν πνευματική τους ζωή, μέ κεντρικό πρόσωπο τόν Σωτῆρα Χριστό. Ἐπιπλέον, ἡ Σύνοδος, μέ τήν ὁριοθέτηση τῶν ὀρθοδόξων ἀληθειῶν, προσέφερε στούς πιστούς μιάν ἀσφαλῆ βάση γιά τήν πίστη τους. Οἱ χριστιανοί μποροῦσαν νά βασίζονται στό Σύμβολο τῆς Πίστεως τό ὁποῖο ἐντάχθηκε καί στή λατρεία καί στή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας τήν ὁποία αὐτό ἐξέφραζε, γιά νά πορεύονται στή ζωή τους, νά ἀντιστέκονται στούς πειρασμούς καί νά ζοῦν σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ὅλες οἱ ἀλήθειες τῆς πίστεως εἶναι καταγεγραμμένες μέσα στήν Ἁγία Γραφή. Ἡ Σύνοδος δέν διατύπωσε νέες ἀλήθειες σέ θέματα πίστεως, οὔτε καί πρόσθεσε κάτι νέο. Βασιζόμενη στήν Ἁγία Γραφή καί τήν ἀποστολική παράδοση, ἐντόπισε τίς ἤδη ἀποκεκαλυμμένες ἀλήθειες πού ὑπῆρχαν ὡς διδασκαλία στήν Ἐκκλησία καί τίς ἐξέφρασε μέ σαφήνεια, θεολογική ἀκρίβεια, ἀλλά καί μέ συνοπτικό τρόπο, δηλαδή μέ σύντομες ἁπλές φράσεις, ὥστε νά εἶναι πιό κατανοητές καί νά ἀφομοιώνονται εὔκολα ἀπό τό σύνολο τῶν πιστῶν, ἐνισχύοντας τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτές οἱ σύντομες διατυπώσεις τῆς πίστεώς μας, συνιστοῦν τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ μνήμη μιᾶς Ἐκκλησιαστικῆς ἐπετείου δέν ἀποτελεῖ ἁπλῶς εὐκαιρία ἀπόδοσης τιμῶν καί ἔκφρασης εὐγνωμοσύνης στούς πρωτεργάτες τοῦ γεγονότος στό ὁποῖο ἀναφέρεται. Εἶναι κυρίως μια εὐκαιρία γιά ἀξιολόγηση τῶν ἀποτελεσμάτων πού προέκυψαν ἀπό τό ἑορταζόμενο γεγονός καί ἀνασκόπησης τῆς πορείας τῆς Ἐκκλησίας μέσα στούς αἰῶνες πού ἀκολούθησαν.
Ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ἔχει μοναδική θέση στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, τόσο γιατί ἀπετέλεσε τό πρότυπο τῆς σύγκλησης καί λειτουργίας ὅλων τῶν ἄλλων Συνόδων πού ἀκολούθησαν, ὅσο καί γιατί μᾶς παρέδωσε τό Σύμβολο τῆς Νικαίας πού ἀπετέλεσε ἀπό τότε τό Ἀλφαβητάριο τῶν Χριστιανῶν.
Τά δόγματα συνιστοῦν, γιά τούς πιστούς, τούς ὁδοδεῖκτες πού τούς ὁδηγοῦν στή σωτηρία. Εὐχόμαστε ἔτσι νά δράσουν καί γιά ὅλους μας, ὁδηγώντας μας «εἰς νομάς σωτηρίους».
Ο Αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου κ. Γεώργιος είναι Προκαθήμενος μιας Αυτοκέφαλης Εκκλησίας που ιδρύθηκε με απόφαση της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου το 431 μ.Χ. Και με απόφαση του Αυτοκράτορα Ζήνωνα ο εκάστοτε Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κύπρου: υπογράφει με κιννάβαρη, κρατά αντί της Ποιμαντορικής Ράβδου Αυτοκρατορικό Σκήπτρο και φέρει πορφυρό μανδύα κατά τη διάρκεια των Ακολουθιών.






