Ηπορεία της χώρας τη νέα χρονιά, μπορεί να περιβάλλεται από ένα αισιόδοξο περιτύλιγμα, αναφορικά με τους βασικούς μακροοικονομικούς δείκτες, εντούτοις η πραγματική εικόνα για τη μακροπρόθεσμη τάση της οικονομίας είναι εξαιρετικά ανησυχητική. Ο Προϋπολογισμός του 2026 αποτυπώνει τα αδιέξοδα ενός άδικου φορολογικού συστήματος που διευρύνει τις κοινωνικές ανισότητες.

Την ώρα που η μεσαία τάξη ασφυκτιά από τον «φόρο πληθωρισμού», τα φορολογικά έσοδα αυξάνονται θεαματικά: από τα επιπλέον 2,5 δισ. ευρώ που προβλέπονται για το 2026, τα 1,6 δισ. προέρχονται αποκλειστικά από τον ΦΠΑ. Επιπλέον, από το 2019 έως σήμερα, τα συνολικά φορολογικά έσοδα έχουν αυξηθεί κατά 43,8%, ενώ εκείνα από τον ΦΠΑ εκτινάχθηκαν πάνω από 65%.

Πρόκειται για ένα φορολογικό υπερπλεόνασμα που δεν μεταφράζεται σε ανακούφιση για τα νοικοκυριά – αντιθέτως, ροκανίζει συστηματικά το διαθέσιμο εισόδημά τους. Συνεπώς, το μέρισμα από την αύξηση του ΑΕΠ δεν επιστρέφει στην κοινωνία· μένει εγκλωβισμένο σε μεγάλο βαθμό στα λογιστικά βιβλία του κράτους.

Στο μέτωπο της αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας, οι φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έρχονται να επιβεβαιώσουν τη δομική αδυναμία του σημερινού υποδείγματος: μια ανάπτυξη εύθραυστη, μονοδιάστατη και βαθιά εξαρτημένη από την ιδιωτική κατανάλωση. Με τα νοικοκυριά σε καθεστώς αρνητικής αποταμίευσης και τον πληθωρισμό να κινείται σε υψηλότερα επίπεδα από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Η επενδυτική δυναμική, παρά την προσωρινή ώθηση από το Ταμείο Ανάκαμψης, δεν επαρκεί τα επόμενα χρόνια για να χαράξει η χώρα μια νέα, βιώσιμη αναπτυξιακή τροχιά.

Αυτό ακριβώς αναδεικνύεται και από τις προβλέψεις του Πολυετούς Δημοσιονομικού Προγραμματισμού 2026-2029. Μετά το 2026, όταν λήγουν οι πόροι του Το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), η ελληνική οικονομία «κατεβάζει ταχύτητα»: από το 2,4% το 2026, η ανάπτυξη πέφτει στο 1,7% το 2027, στο 1,6% το 2028 και μόλις στο 1,3% το 2029. Πρόκειται για επίσημη επιβεβαίωση ότι η σύγκλιση με την Ευρώπη παγώνει – τη στιγμή μάλιστα που η ΕΕ προβλέπεται να κινηθεί σε παραπλήσια επίπεδα του 1,2-1,3%.

Η αιτία είναι προφανής: η δραματική υποχώρηση των επενδύσεων. Από την προβλεπόμενη αύξηση 10,2% το 2026, οι επενδύσεις περιορίζονται στο 4,1% το 2027 και σχεδόν μηδενίζονται στο 0,8% το 2029. Παρά τις κυβερνητικές δηλώσεις περί «success story», τα στοιχεία αποκαλύπτουν την αληθινή εικόνα.

Με αποτέλεσμα, η παραγωγικότητα να παραμένει στάσιμη, οι μισθοί χαμηλοί και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ καθηλωμένο στο 70% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Ολα τα παραπάνω καταδεικνύουν με τον πιο εμφατικό τρόπο την απουσία στρατηγικού σχεδίου για τη μετά το Ταμείο Ανάκαμψης εποχή, την απουσία στοχευμένων πολιτικών που στηρίζουν τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, την εργασία και τον εκσυγχρονισμό της παραγωγικής βάσης της χώρας.

Σήμερα, η ανάγκη για αλλαγή πορείας είναι κάτι παραπάνω από αναγκαία. Οπως επίσης και η ενίσχυση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με σκοπό την αύξηση παραγωγικότητας και την πραγματική ανθεκτικότητα της οικονομίας. Με απλά λόγια: χωρίς βαθιές αλλαγές, η χώρα δεν μπορεί να διατηρήσει μακροπρόθεσμα την αναπτυξιακή της δυναμική.

Σε αυτό το περιβάλλον, οι πέντε εθνικές προτεραιότητες που παρουσίασε το ΠΑΣΟΚ στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης δεν αποτελούν απλώς ασκήσεις επί χάρτου. Συνιστούν μια αξιόπιστη εναλλακτική εθνική στρατηγική για μια Ελλάδα που συγκλίνει πραγματικά με την Ευρώπη σε καίριους τομείς: στην αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος· την αύξηση του βιοτικού επιπέδου με ορίζοντα το 2035· τη μείωση ανισοτήτων· την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας· την αναδιοργάνωση του κράτους με διαφάνεια, αποτελεσματικότητα και δικαιοσύνη.

Αυτό το φιλόδοξο σχέδιο απορρίπτει τις παλιές λογικές του πελατειακού κράτους και προτάσσει συγκεκριμένους άξονες: λιγότερους μετακλητούς, περισσότερη διαφάνεια, φορολογική δικαιοσύνη, στήριξη μικρομεσαίων, αγροτών και εργαζομένων. Είναι μια στρατηγική που στοχεύει στην ουσιαστική σύγκλιση της ποιότητας ζωής, της αξιοπρέπειας και της κοινωνικής συνοχής.

Η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να συνεχίσει σε μια πορεία που ο παραγόμενος πλούτος κατευθύνεται σε λίγους και η ανασφάλεια καταλαμβάνει τους πολλούς. Σε μια περίοδο διεθνών ανακατατάξεων και γεωπολιτικών προκλήσεων, η χώρα χρειάζεται εθνικό σχέδιο – ένα πραγματικό σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης, που θα επενδύει στον πρωτογενή τομέα, τη μεταποίηση, την Τεχνητή Νοημοσύνη, την τεχνολογία και την πράσινη ενέργεια.

Πάνω απ’ όλα, χρειάζεται μια άλλη κουλτούρα διακυβέρνησης με τον πολίτη στο επίκεντρο: όχι μόνο ως αριθμητικό δεδομένο, αλλά με πειστικές πολιτικές επιλογές για ένα σύγχρονο κοινωνικό κράτος και ανοδική κοινωνική κινητικότητα. Για εμάς η κοινωνική δικαιοσύνη δεν είναι πολυτέλεια· είναι όρος για μια πραγματικά ανθεκτική και συμπεριληπτική ανάπτυξη.

Η ώρα της πολιτικής αλλαγής έχει φτάσει – είναι στο χέρι μας να οικοδομήσουμε μια Ελλάδα για όλους.

Ο κ. Νίκος Ανδρουλάκης είναι πρόεδρος του ΠαΣοΚ-Κινήματος Αλλαγής.