Στην Καμπαλά (συγκεκριμένα στη λουριανική Καμπαλά, μια σχολή που πήρε το όνομά της από τον ραβίνο του 16ου αιώνα Ισαάκ Λούρια), υπάρχει ένας μύθος γνωστός με την ονομασία «σεβιράτ χα-κελίμ», που σημαίνει «συντριβή των αγγείων».

Ο μύθος περιγράφει πώς, στην αυγή της Δημιουργίας, το άπειρο φως του Θεού μπήκε μέσα σε αγγεία που προορίζονταν να το συγκρατήσουν, όμως τα αγγεία αποδείχθηκαν εύθραυστα, έσπασαν και σκόρπισαν τα θραύσματά τους σε όλο το σύμπαν, με κάθε κομμάτι να φέρει παγιδευμένη μια σπίθα θεϊκού φωτός.

Ο κόσμος όπως τον γνωρίζουμε, σύμφωνα με τον μύθο, είναι φτιαγμένος από αυτά τα θραύσματα – κατακερματισμένος, ανολοκλήρωτος, αλλά μυστικά φωτεινός. Κάθε ον, κάθε αντικείμενο, οτιδήποτε υπάρχει γύρω μας φέρει μέσα του τόσο το κατάλοιπο της θραυσματικότητας όσο και μια κρυμμένη σπίθα.

Στον άνθρωπο αποδόθηκε, έτσι, ένα καθήκον («τικούν» στα εβραϊκά), που αφορά το έργο της αποκατάστασης: με δίκαιες πράξεις, με μνήμη και με προσοχή να βοηθήσει να απελευθερωθούν οι σπινθήρες από τα θραύσματά τους, αποκαθιστώντας έτσι σταδιακά τη Δημιουργία.

Συνεπώς, η θραυσματικότητα δεν είναι κάποιου είδους ατύχημα, αλλά η ίδια η συνθήκη της πραγματικότητας.

Η λύτρωση είναι ταυτόσημη με την αναγνώριση του φωτός μέσα στα ερείπια. Η συντριβή των αγγείων δεν είναι απλώς ένα κοσμογονικό συμβάν, αλλά μια αλληγορία για το πώς κάθε αρχή συνοδεύεται από μια καταστροφή. Το φως που δεν αντέχει να περιοριστεί διαλύει τα σκεύη του και σκορπίζεται σε θραύσματα.

Αυτή η πράξη δεν υποδηλώνει αποτυχία, αλλά την αλήθεια του γεγονότος ότι η Δημιουργία δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο σε κατάσταση διάσπασης. Ο κόσμος συγκροτείται ως σύνολο από ρωγμές και σε κάθε ρωγμή φωλιάζει μια σπίθα που μαρτυρεί την απώλεια του όλου.

Εδώ, το θραύσμα λειτουργεί ως η βασική μορφή της πραγματικότητας: κάτι ανολοκλήρωτο, μα φορτισμένο με υπόσχεση. Ο άνθρωπος δεν καλείται να ανακατασκευάσει το σύμπαν όπως ήταν, αλλά να μάθει να αναγνωρίζει τις λάμψεις μέσα στα ερείπια.

Το «τικούν» δεν είναι μια μηχανική επανόρθωση, αλλά μια χειρονομία προσοχής: να σταθεί κανείς απέναντι στο σπασμένο και να δει σε αυτό όχι μόνο την ένδειξη απώλειας, αλλά και το ίχνος μιας κρυμμένης πληρότητας. Στην αναγνώριση αυτή, η λύτρωση εμφανίζεται όχι ως τέλος της Ιστορίας, αλλά ως φωτεινή διακοπή της.

Αυτόν τον μύθο τον έβρισκα ανέκαθεν πολύ ανακουφιστικό. Ο κόσμος είναι πράγματι φτιαγμένος από ερείπια, θραύσματα και απορρίμματα, που εκπροσωπούν την ίδια τη δυνατότητα για κάτι άλλο.

Η ύπαρξη του ερειπίου αποδεικνύει την ύπαρξη μιας ροής, η ύπαρξη του θραύσματος αποδεικνύει την ύπαρξη μιας συνοχής, η ύπαρξη του απορρίμματος αποδεικνύει την ύπαρξη μιας λειτουργίας. Εάν να είμαστε άνθρωποι σημαίνει να υπηρετούμε διαρκώς την ανάγκη να κινούμαστε, να εργαζόμαστε, να παράγουμε, να πορευόμαστε, τότε δεν μπορούμε να αισθανθούμε ευτυχισμένοι μέσα στο τέλειο. Ακόμα κι αν το επιδιώκαμε, δεν θα μπορούσαμε να το αναγνωρίσουμε ως τέτοιο, αφού θα μας έμοιαζε ως κάτι ξένο, που απλώς μας επιβλήθηκε.

Ζώντας ανάμεσα στα σπασμένα κομμάτια του κόσμου μας, είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε τον σκοπό μας, να πούμε πως δεν περιστρεφόμαστε μάταια γύρω από ένα «τέλειο» που δεν είναι δικό μας, αλλά ανταποκρινόμαστε στο «τικούν» μας: δεν συμβάλλουμε στο χτίσιμο του ίδιου του σύμπαντος που μας περιβάλλει «ξανακολλώντας» τα διάσπαρτα κομμάτια του, αλλά κατανοώντας τα, ένα προς ένα.

Αν υπάρχει ευτυχία, μάλλον είναι αυτό: η αναγνώριση του παθητικού χρέους μας ανάμεσα στα ερείπια. Είναι αυτό που δεν έρχεται ως εκπλήρωση, αλλά ως διακοπή. Η αναζήτησή της στο άθικτο και στο αβλαβές είναι σαν εκούσιος εγκλωβισμός σε μια μυθολογία της προόδου, σε μια ψευδή πεποίθηση ότι το καλό συσσωρεύεται σαν τόκος. Αλλά η ευτυχία δεν μπορεί να ανήκει στην αριθμητική της κατοχής.

Ανήκει στο ξαφνικό, στη διαλεκτική εικόνα. Αποκαλύπτεται εκεί όπου είναι λιγότερο αναμενόμενη: σε αυτό που έχει απορριφθεί, σε αυτό που έχει, με κάποιον τρόπο, δυστυχήσει.

Το δυστυχισμένο πράγμα φέρει μέσα του ένα είδος θεολογίας. Η συντριβή του, το σπάσιμό του δεν είναι κάτι απλώς ατυχές – είναι σχεδόν αλληγορικό.

Το ραγισμένο αγγείο είναι μια παραβολή της ίδιας της Δημιουργίας, μια υπενθύμιση ότι ο κόσμος δεν είναι ολόκληρος αλλά κατακερματισμένος. Κοιτάζοντας το σπασμένο αγγείο, βλέπουμε, έστω και αμυδρά, ακριβώς αυτό: ότι οι σπινθήρες της λύτρωσης παραμένουν στα ερείπια. Γι’ αυτό η ευτυχία δεν ακτινοβολεί μέσα από το πλήρες, αλλά από το ατελές.

Η λάμψη μπορεί να περάσει μόνο από κάτι το οποίο φέρει ρωγμές, κι εμείς δεν είμαστε εδώ για να κλείνουμε ή να ανοίγουμε ρωγμές, αλλά μονάχα για να αναγνωρίζουμε τη λειτουργία τους – να λέμε απλώς, ναι, αν δεν ήταν όλα γεμάτα ρωγμές, τίποτα δεν θα διαπερνούσε τίποτα.

Η ευτυχία δεν είναι ψυχολογικό φαινόμενο, αλλά ιστορικό. Στη θέα του δυστυχισμένου πράγματος, η ροή των ημερών μάς μοιάζει κενή, συναντάμε πια μια χρονικότητα διαφορετική, άλλη από την οικεία αλληλουχία παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος: συναντάμε ένα τώρα ενιαίο, μεσσιανικό, ένα τώρα όπου ερείπια, λείψανα, απομεινάρια καταλύουν το συνεχές και δημιουργούν ρωγμές απ’ όπου μπορεί επιτέλους να περάσει στον κατά τα άλλα περίκλειστο βίο του ανθρώπου μια μικρή αχτίδα εξέγερσης.

Η ευτυχία δεν είναι το αντίθετο της δυστυχίας, η πραγματική πολικότητα δεν υφίσταται ανάμεσα σε «χαρά» και «θλίψη», αλλά ανάμεσα στην εθελοτυφλία και στην αναγνώριση. Το δυστυχισμένο πράγμα αποκαλύπτει την ευτυχία όχι καταργώντας (μάλλον αποκρύβοντας) τη θλίψη, αλλά καθιστώντας τη θλίψη κατανοητή. Μας διδάσκει ότι ακόμη και το πιο άθλιο φέρει μέσα του ένα πλεόνασμα, μια κρυμμένη σπίθα, που περιμένει να απελευθερωθεί.

Η ευτυχία δεν είναι η ηρεμία του ακέραιου αλλά η αναλαμπή του ραγισμένου. Δεν λάμπει στο ολοκληρωμένο, αλλά στο θραυσματικό που μαρτυρεί την απουσία του όλου. Οπως τα αγγεία που δεν άντεξαν το βάρος του φωτός, έτσι και η ζωή δεν μπορεί να συγκρατηθεί παρά μόνο ως συντριβή. Στην παύση της συνέχειας, στην ασυνέπεια του καθημερινού, η εμπειρία ανακαλύπτει το δικό της μεσσιανικό βάθος: το θραύσμα γίνεται τόπος αποκάλυψης.

Η συμφιλίωση με αυτή τη θραυσματικότητα δεν είναι ήττα αλλά αποδοχή της αληθινής μορφής του κόσμου. Η ευτυχία δεν καταργεί τη θλίψη – τη μετατρέπει σε μάρτυρα του φωτός που κρύβεται μέσα της.

Κάθε ρωγμή είναι μια υπενθύμιση ότι η δημιουργία συνεχίζεται όχι με την αποκατάσταση μιας χαμένης τελειότητας, αλλά με την αδιάκοπη ανάδυση σπινθήρων από το ερείπιο. Το «τικούν», το «καθήκον», δεν είναι τίποτε άλλο παρά να διατηρούμε το βλέμμα στραμμένο στα ερείπια, αναγνωρίζοντας τη δυνατότητα του νοήματος και το νόημα της δυνατότητας, αφήνοντας κατά μέρος την ανάγκη να δημιουργούμε και να αναδημιουργούμε, να αποκτούμε και να κατέχουμε, επιδιδόμενοι απλώς στο να καταλαβαίνουμε.