Το πρόσφατο νομοσχέδιο του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών σχετικά με την ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2024/1265, που θεσπίζει απαιτήσεις και διαδικασίες για τα δημοσιονομικά πλαίσια των κρατών-μελών, θέτει σειρά ζητημάτων σχετικά με τον τρόπο λήψης αποφάσεων δημοσιονομικής πολιτικής και τη λειτουργία του κοινοβουλευτισμού.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (ΕΕ), παρουσιάζοντας την αναθεώρηση του Συμφώνου, υπόσχεται περισσότερη ευελιξία και μεγαλύτερη εθνική κυριότητα των δημοσιονομικών στρατηγικών. Το κείμενο μιλά για «εθνικά μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά και διαρθρωτικά σχέδια» διάρκειας τεσσάρων τουλάχιστον ετών, τα οποία «θα αξιολογούνται από την Επιτροπή και θα εγκρίνονται από το Συμβούλιο με βάση κοινά κριτήρια της ΕΕ».
Πρακτικά αυτά τα σχέδια, από κοινού με το όριο των καθαρών πρωτογενών δαπανών, που θέτουν με τη σειρά τους τις κατευθύνσεις στις δημόσιες επενδύσεις, την πορεία του χρέους και τις μεταρρυθμίσεις σε κρίσιμους τομείς – παιδεία, υγεία, συντάξεις –, διαμορφώνονται σε στενό κύκλο μεταξύ της εκάστοτε κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Είναι χαρακτηριστικό το πρόσφατο παράδειγμα για το ύψος της φοροδιαφυγής και της χρήσης του δημοσιονομικού χώρου. Ανεξαρτήτως του μεγέθους που συμφωνείται και για το οποίο η ενημέρωση είναι ομολογουμένως περιορισμένη, η τρέχουσα εμπειρία δείχνει ότι η τελική χρήση του δημοσιονομικού χώρου δεν προκύπτει ως αποτέλεσμα πολιτικών συγκλίσεων, αλλά καταλήγει προνόμιο της κυβέρνησης που σε σύντομο διάστημα αμέσως μετά τη συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή έρχεται να ανακοινώσει δέσμη δημοσιονομικών μέτρων.
Απόρροια της διάθεσης για αιφνιδιασμό είναι η υιοθέτηση μέτρων με αμφιλεγόμενες επιπτώσεις, όπως άλλωστε και το πρόσφατο μέτρο για την επιδότηση ενοικίου, που χαρακτηρίστηκε ως αναποτελεσματικό σύμφωνα με το ΚΕΦΙΜ. Αντί λοιπόν ο χώρος να χρησιμοποιηθεί για τον εκσυγχρονισμό και τον μετασχηματισμό της οικονομίας, οι διαθέσιμοι πόροι κατευθύνθηκαν στην τόνωση του πληθωρισμού ενοικίων.
Η οικονομική πολιτική, όμως, οφείλει να διασφαλίζει ότι οι αποφάσεις για χρήση του οποιουδήποτε δημοσιονομικού χώρου λαμβάνονται μέσα από το τρίπτυχο «διαφάνεια, λογοδοσία, συμμετοχή».
Η «ιδιοκτησία», επί των ανωτέρω σχεδίων που αποτελεί προϋπόθεση επιτυχίας των δημόσιων πολιτικών, κατακτάται μέσα από ουσιαστικό διάλογο και ανταλλαγή απόψεων, καθώς και με ξεκάθαρη στόχευση, η οποία θα είναι αποδεκτή από την πλειοψηφία των κοινοβουλευτικών ομάδων.
Είναι ανάγκη, λοιπόν, η Ελλάδα να διεκδικήσει έναν ενεργότερο ρόλο για το Κοινοβούλιο σε σχέση με τη μεσοπρόθεσμη χάραξη της δημοσιονομικής πολιτικής.
Τέτοιου είδους προϋποθέσεις και εξισορροπήσεις είναι σημαντικές καθώς οι συμφωνίες της παρούσας κυβέρνησης με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά σχέδια θα βοηθήσουν στην ουσιαστικότερη «ιδιοκτησία» αυτών των σχεδίων και από τις επόμενες κυβερνήσεις.
Ενας τέτοιος πιο ενεργός κοινοβουλευτικός διάλογος μπορεί να πλαισιωθεί και από άλλα αρμόδια όργανα, όπως το Δημοσιονομικό Συμβούλιο και η Τράπεζα της Ελλάδος.
Σε συνέχεια λοιπόν του ανωτέρου νομοσχεδίου είναι ανάγκη να δοθεί σημασία στη συνεισφορά του δημόσιου διαλόγου κατά την προετοιμασία του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Διαρθρωτικού Προγράμματος, δίδοντας λόγο στην κοινωνία ώστε να αντιληφθεί τις προτεραιότητες και να συν διαμορφώσει τις απαραίτητες πολιτικές που θα αυξήσουν την ανθεκτικότητα και θα επιταχύνουν τον οικονομικό μετασχηματισμό.
Ο κ. Γιώργος Παλαιοδήμος είναι τομεάρχης Οικονομικών του ΠαΣοΚ.



