Τι έκανε την Κατερίνα που υπέφερε από ψυχογενή ανορεξία να θέσει τέρμα στη ζωή της στα 35 της χρόνια; Ηταν γιατρός μικροβιολόγος. Χρόνια πάλευε με τη φαντασίωση ενός αδύνατου παιδικού σώματος. Στην ντουλάπα της κρέμονταν τα ρούχα που φορούσε στην ΣΤ’ Δημοτικού. Σε αυτά ήθελε να χωρέσει. Δυσφορούσε μέσα στο ενήλικο σώμα της. Τι φταίει; Τραύματα της πρώτης παιδικής ηλικίας, ρωγμές στη σχέση με τη μητέρα, το πρώτο αντικείμενο αγάπης στη ζωή μας. Ναι, όλα αυτά παίζουν καθοριστικό ρόλο.

Ομως το «θέλω να έχω ένα παιδικό σώμα», «επιθυμώ αυτό που δεν γίνεται» εντάσσεται και μέσα σε ένα κοινωνικό πλαίσιο. Μια εκμαυλιστική πραγματικότητα που από τη μια μεριά σού στερεί τόσο πολλά και από την άλλη σου υπόσχεται ότι «όλα είναι δυνατά». Ολα είναι επιτρεπτά. Δικαιούσαι να τα φαντασιώνεις, να τα ονειρεύεσαι, να υποφέρεις από την έλλειψή τους. Δεν σε οδηγούν από μόνα τους προφανώς σε απονενοημένα διαβήματα, αλλά έχουν τον τρόπο να ροκανίζουν το «ευ ζην».

Μια φαντασμαγορία πραγμάτων υπόσχεται σήμερα την κατάργηση της φθοράς. Tο γήρας δεν υφίσταται. Στο διαδικτυακό σύμπαν που κολυμπάμε βασιλεύουν στερεότυπα ομορφιάς που δεν θυμίζουν σε τίποτα την εικόνα μιας πραγματικής γυναίκας, ας πούμε μιας μεσήλικης, πόσω μάλλον μιας γηραιάς γυναίκας. Στο πλασματικό και υπερπραγματικό σύμπαν η ύπαρξή μας συναρτάται με τη δυνατότητα άρνησης του γήρατος. Καμουφλάζ. Η εποχή μας προσφέρει αφειδώς τεχνάσματα συγκάλυψης της φυσικής φθοράς του χρόνου.

Η ψευδαίσθηση του αψεγάδιαστου. Μια γυναίκα 60, 70 ετών με παιδικό πρόσωπο; Σου αρέσει. Ομως τρομάζεις κιόλας. Λες: «Μα δεν είναι αληθινό». «Είναι αφύσικο». Μια άλλη φωνή όμως μέσα σου λέει: «Και λοιπόν; Τι σημασία έχει;». Μπορεί η τεχνολογική υπερ-πρόοδος να δίνει νέα φτερά στις φαντασιώσεις περί νεότητας.

Το ίδιο όμως αγαθό δεν φρόντιζαν να κατακτήσουν στην Αίγυπτο κατά την ελληνιστική περίοδο όταν φιλοτεχνούσαν στη θέση του νεκρού προσώπου τις μάσκες θανάτου, τα εκπληκτικά Φαγιούμ; Να αναγνωρίσει η ψυχή σαν έλθει τον νεκρό, να θυμηθεί το άφθαρτο πρόσωπό του. Ομως η απέραντη θλίψη που κυκλώνει το νεκρό βλέμμα είναι συνταρακτική στα Φαγιούμ. Μια τέτοια αντίληψη απουσιάζει από τα ανέκφραστα σύγχρονα προσωπεία νεότητας.

Στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου εκτίθεται «Η μεθυσμένη γραία», ένα μαρμάρινο ρωμαϊκό αντίγραφο του 2ου π.Χ. αιώνα. Μια γυναικεία μορφή σε βαθύ γήρας εικονίζεται καθιστή να κρατά στο χέρια της λάγηνο με κρασί. Φορά χιτώνα στερεωμένο με πόρπες. Κοιτάζει ψηλά. Ενα συνταρακτικό έργο που απομακρύνεται από τον ιδεαλισμό της κλασικής περιόδου. Δίνει έμφαση στον ρεαλισμό, στο ευμετάβλητο του κόσμου και του ανθρώπινου σώματος.

Εντυπωσιάζει η επιλογή της ηλικίας, το σκαμμένο από τον χρόνο πρόσωπο. Το υψωμένο σαν ικεσία βλέμμα σε κάτι που έχει οριστικά χαθεί. Στη θέα αυτού του συγκλονιστικά όμορφου γλυπτού, άθελά μου κάνω τη σκέψη: «Και γιατί να εστιασθώ στο άσχημο γήρας. Ναι! Στον νου μου ήλθε η λέξη «άσχημο»!

Και εκείνη τη στιγμή λες και η σκέψη μου ταξίδεψε μέσα στο μυαλό ενός 10χρονου αγοριού που εκείνη τη στιγμή μαζί με τη μαμά του παρατηρούν, δίπλα μου, το γλυπτό. Είναι Γάλλοι. «Μαμά» λέει το αγόρι. «Τι άσχημο πράγμα είναι αυτό που βλέπουμε; Aπαίσιο», «degoutant». «Γιατί, μωρό μου;» ρωτά τρυφερά εκείνη. «Μα δες πόσο γριά, πόσο άσχημη είναι. Γιατί πρέπει να το κοιτάζουμε;».

Εσπευσα αμήχανα να απομακρυνθώ. Δεν άκουσα την απάντηση της νέας και πανέμορφης μαμάς. Είχε κάτι το αέρινο. Εμοιαζε με οπτασία. Τι μου φέρνει στον νου αυτή η γυναίκα; Tι μου θυμίζει η δυσαρέσκεια του μικρού αγοριού; Δεν ελέγχονται οι συνειρμοί.

Στον νου μου αβίαστα προβάλλει η εικόνα μιας μαγευτικά όμορφης γυναίκας που διανθίζει τη φρίκη στο αριστούργημα του Ντέιβιντ Λιντς Ο άνθρωπος-ελέφαντας. Πρόκειται για την απούσα μητέρα του ήρωα, ενός οικτρά παραμορφωμένου πλάσματος με αποκρουστικό πρόσωπο που θυμίζει ελέφαντα. Σε μια συγκλονιστική σκηνή, την ώρα που υφίσταται από τους γύρω του έναν βάρβαρο προπηλακισμό, κραυγάζει: «Ι am not an animal, I am a human being» – «Δεν είμαι ζώο! Είμαι ένα ανθρώπινο πλάσμα» και σωριάζεται χάμω.

Ακούω την κραυγή. «Είμαι ένα ανθρώπινο πλάσμα». Μια έκκληση βοήθειας. Η ζωή που καλεί τη ζωή. Η ζωή που αναζητεί τη ζωή μέσα στη βιαιότητα και στη μοναχικότητα των πραγμάτων. Τη ζωή στον πλανήτη Γη που με βήμα γοργό οδεύει στην καταστροφή και όπου οι σχέσεις των ανθρώπων ολοένα και περισσότερο αφήνουν έκθετο τον άνθρωπο στην αγριότητα του «είμαι μόνος». Αλίμονο! Kάθε άλλο παρά αυτονόητα κατοχυρωμένη είναι η βεβαιότητα «είμαι ένα ανθρώπινο πλάσμα».

Τη νύχτα, στον ύπνο τους, ενήλικοι και υπερήλικοι μεταμορφώνονται σε ένα μικρό παιδί. Ενα παιδί που κραυγάζει μέσα στο σκοτάδι με το σώμα του να τρέμει από τον πυρετό, προσμένοντας, λαχταρώντας να υπάρξει η απάντηση. «Εδώ είμαι, είμαι μαζί σου, δεν κινδυνεύεις». Η κραυγή που κομίζει ένα αίτημα αγάπης. Και η απάντηση στην έκκληση. Το σημείο όπου η ζωή εξανθρωπίζεται. «Είμαι εδώ».

Η κραυγή απευθύνεται στη φαντασίωση μιας απούσας, πανταχού όμως παρούσας μητρικής φιγούρας ικανής να εκπληρώσει το αδύνατο: Nα διώξει μακριά την παραμόρφωση. Να γιατρέψει την αθλιότητα μιας ανάλγητης ζωής.

Η φαντασίωση μιας φροντιστικής παρουσίας ικανής να διασώζει από τη βαρβαρότητα της πραγματικότητας. Το αίτημα του «μη πάσχειν». Αυτό το «εγώ είμαι εδώ για σένα, μωρό μου, και τίποτα και κανείς δεν μπορεί να σε βλάψει».

Ο φόβος του «είμαι μόνος», ο φόβος της εγκατάλειψης, ο φόβος της φθοράς, της κακοποίησης. Ανθρώπινα, τόσο ανθρώπινα, σε έναν κόσμο που με ταχύτητα φωτός μεταμορφώνεται σε απάνθρωπο.

Η κυρία Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι καθηγήτρια Ψυχολογίας, συγγραφέας.