Οπως κάθε επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, έτσι και εφέτος αμφισβητήθηκε το ΟΧΙ του τότε πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά. Δηλαδή στο τελεσίγραφο των Ιταλών το υπερήφανο ΟΧΙ δεν το είπε – λένε – ο δικτάτορας Μεταξάς, αλλά ο ελληνικός λαός. Εκτός αν δεχθούμε ότι ο Μεταξάς εξέφραζε τη βούληση του ελληνικού λαού, οπότε θα πρέπει να δεχθούμε ότι ήταν λαοπρόβλητος και όχι δικτάτορας. Στην πραγματικότητα ο Μεταξάς ήταν από καιρό προετοιμασμένος για την ιταλική απειλή. Ελάχιστοι γνωρίζουν ότι από χρόνια πριν το ΟΧΙ ανέμενε την ιταλική απειλή και προετοιμαζόταν για την απόκρουσή της. Είχε μάλιστα ζητήσει από τον μεγαλοβιομήχανο Μποδοσάκη, ιδιοκτήτη της εταιρείας ΠΥΡΚΑΛ, να αυξήσει την παραγωγή της και να την αποθηκεύσει, ώστε να υπάρχουν άφθονα πυρομαχικά για τον επικείμενο πόλεμο.

Ηδη από το φθινόπωρο του 1936 είχε δηλώσει εμπιστευτικά στην ηγεσία του Πολεμικού Ναυτικού: «Προβλέπω πόλεμο μεταξύ του αγγλικού και του γερμανικού συγκροτήματος. Πόλεμο πολύ χειρότερο από τον προηγούμενο. Εις τον πόλεμο αυτόν θα κάνω ό,τι μπορώ διά να μην εμπλακεί η Ελλάς. Αλλά τούτο δυστυχώς θα είναι μάλλον αδύνατον. Είναι περιττό να σας είπω ότι η θέση μας εις την σύρραξη αυτήν θα είναι παρά το πλευρόν της Αγγλίας».

Τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 30 Οκτωβρίου, δηλαδή δύο μέρες μετά την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, ο Μεταξάς κάλεσε τους ιδιοκτήτες και αρχισυντάκτες του Αθηναϊκού Τύπου για να τους εξηγήσει το ΟΧΙ θέλοντας να εξασφαλίσει την ολόψυχη συμμετοχή τους στην πολεμική προσπάθεια που άρχιζε. Τους είπε ότι προέβλεπε με βεβαιότητα την τελική νίκη του αγγλοσαξονικού κόσμου και ότι έχει την πεποίθηση πως η Ελλάδα, ακόμα και «δουλωμένη προσωρινώς» στη διάρκεια του πολέμου, θα βρισκόταν τελικά στο στρατόπεδο των νικητών μεγαλωμένη, όπως ακριβώς έγινε.

Καθώς γράφω αυτό το σημείωμα ανατρέχω στην παιδική ηλικία μου (γεννήθηκα το 1930) όταν έζησα την εθνική συγκίνηση από τον τορπιλισμό του ευδρόμου «ΕΛΛΗ» από ιταλικό υποβρύχιο και τον εθνικό ενθουσιασμό για την επιτυχή απόκρουση και εν συνεχεία προέλαση του ελληνικού στρατού στη Νότια Αλβανία. Το ότι συμπαραταχθήκαμε με την Αγγλία το αποδεικνύει μεταξύ άλλων το γεγονός ότι κάτω από την ελληνική σημαία, με την ανάρτηση της οποίας πανηγυρίζαμε τις νίκες του στρατού μας, τοποθετούσα και μία μικρή αγγλική σημαία.

Στη μνήμη μου παραμένει έντονος ο ήχος των σειρήνων, ο ενθουσιασμός που ακολουθούσε την αποβολή των Ιταλών από τις πόλεις της Νότιας Αλβανίας, όπως η Κορυτσά, το Αργυρόκαστρο, η Πρεμετή, το Τεπελένι. Κωδωνοκρουσίες στις εκκλησίες, σημαιοστολισμός και γενικός ενθουσιασμός. Ομως θυμάμαι επίσης και τις οδυνηρές ειδήσεις, όπως τα κρυοπαγήματα των στρατιωτών μας και τις επακόλουθες αναπηρίες. Η μητέρα μου, όπως και οι περισσότερες Ελληνίδες, ενεργοποιήθηκαν πλέκοντας ακατάπαυστα μάλλινες κάλτσες και κασκόλ για τους πολεμιστές μας. Στους εράνους που διεξήγοντο για χρηματοδότηση του αγώνα θυμάμαι ότι η μητέρα μου προσέφερε ακόμα και τη βέρα της. Τις πρόσκαιρες νίκες δυστυχώς ακολούθησε η επίθεση των Γερμανών και η τελική ήττα των ήδη αποδυναμωμένων πολεμιστών μας για να ακολουθήσει η σχεδόν τετραετής κατοχή με τις οδυνηρότατες αναμνήσεις της πριν από την τελική ήττα των δυνάμεων του άξονα και τη θριαμβευτική απελευθέρωση με την επέκταση και της εθνικής μας κυριαρχίας στη Δωδεκάνησο.