H ανάδειξη της καταπολέμησης της διαφθοράς στην κορυφή της δημόσιας ατζέντας και η επιρροή πάνω στις δικαστικές αρχές με στόχο την ενίσχυση του κυβερνώντος κόμματος στον κομματικό ανταγωνισμό είναι συνηθισμένες πρακτικές σε ορισμένες σύγχρονες δημοκρατίες. Πρόκειται για τις δημοκρατίες στις οποίες ο συνήθης ορισμός της δημοκρατίας, αυτός που έρχεται αμέσως στον νου πολλών πολιτικών και των περισσότερων πολιτών, είναι ελλιπής.
Αυτός ο ορισμός, διαδεδομένος και στη χώρα μας, περιλαμβάνει μόνο τρία στοιχεία, δηλαδή εκλογές, δικαιώματα των πολιτών και επιβολή της εκλεγμένης κυβέρνησης σε όλους τους άλλους θεσμούς. Αντίθετα με αυτόν, πληρέστερος είναι ο ορισμός ο οποίος συναντάται σήμερα στη βιβλιογραφία για τις σύγχρονες δημοκρατίες και περιλαμβάνει τη διεξαγωγή τακτικών, ελεύθερων και τίμιων εκλογών με τη συμμετοχή των πολιτών, την εναλλαγή κομμάτων στην κυβέρνηση, την κατοχύρωση ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων και τη θέσπιση υποχρεώσεων των πολιτών στο πλαίσιο της νομιμότητας, καθώς και την ισορροπία ανάμεσα σε βασικούς δημοκρατικούς θεσμούς (κυβέρνηση, Βουλή, Δικαιοσύνη, τώρα πια και ανεξάρτητες αρχές).

Λαθεμένη εξίσωση

Ο ελλιπής ορισμός εγκυμονεί κινδύνους, καθώς αντανακλά την αντίληψη ότι δεν χρειάζεται να τίθενται όρια στην εκάστοτε κυβερνώσα πλειοψηφία. Η εξίσωση της δημοκρατίας με τις διαθέσεις της εκάστοτε πλειοψηφίας ακούγεται εύλογη: αφού ο λαός έτσι το θέλησε, δηλαδή να κυβερνήσουν έως τις επόμενες εκλογές αυτοί που κυβερνούν και όχι άλλοι, γιατί να μην αφεθούν οι κυβερνώντες απερίσπαστοι στο έργο τους; Αν είχαν υποσχεθεί προεκλογικά ότι θα στείλουν κάποιους στη φυλακή, γιατί να μην πραγματοποιήσουν την υπόσχεσή τους;
Αυτό άλλωστε δεν σημαίνει εν τέλει λαϊκή κυριαρχία; Ωστόσο, αν αυτό σήμαινε η λαϊκή κυριαρχία, τότε θα υπονομεύονταν δύο βασικές αρχές λειτουργίας της δημοκρατίας. Η πρώτη είναι η αρχή του κράτους δικαίου, η οποία δεν σημαίνει ότι το κράτος είναι δίκαιο (υπάρχει, άλλωστε, πληθώρα άδικων νόμων). Σημαίνει ότι στη δημοκρατία το κράτος λειτουργεί στο πλαίσιο του ισχύοντος δικαίου, δηλαδή του Συντάγματος και των νόμων, και αρμόδιοι να κρίνουν το κατά πόσο ισχύει αυτό είναι οι δικαστές και τα δικαστήρια. Γι’ αυτό τα σύγχρονα Συντάγματα, όπως και το δικό μας, θεσπίζουν τη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών και των δικαστηρίων.
Η δεύτερη αρχή είναι η διάκριση των διάφορων θεσμών μεταξύ τους και κυρίως η εξισορρόπηση του καθενός από τους υπόλοιπους. Εφόσον υπάρχει τέτοια εξισορρόπηση, π.χ. της εκτελεστικής από τη δικαστική εξουσία, τότε ο πολίτης θα προσδοκά ότι οι υποθέσεις του κράτους, αλλά και τα δικαιώματά του, δεν θα εξαρτώνται από τις προθέσεις απόδοσης δικαιοσύνης εκ μέρους των εκάστοτε κυβερνώντων, που άλλωστε εκπροσωπούν μια παροδική πλειοψηφία.
Σε καμία σύγχρονη δημοκρατία δεν επιτυγχάνεται επαρκής εξισορρόπηση μεταξύ των θεσμών και σε όλες η σχετική ισορροπία είναι εύθραυστη. Στη διάρκεια του εικοστού αιώνα η προβληματική τάση ενίσχυσης της κυβέρνησης σε βάρος των υπόλοιπων θεσμών ήταν αδιάλειπτη. Ωστόσο, στα τέλη εκείνου του αιώνα η δικαστική εξουσία ανέλαβε μεγαλύτερο ρόλο από αυτόν που της αναλογούσε (δικαστικός ακτιβισμός). Στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα παρατηρείται ότι η εκτελεστική εξουσία αναλαμβάνει ακόμα μεγαλύτερο ρόλο, καθώς λαϊκιστικές κυβερνήσεις στην Ευρώπη και στην Αμερική, αλλά και άλλες κυβερνήσεις που θεωρητικά αντιστρατεύονται τις πρώτες, παροξύνουν τις τάσεις γιγαντισμού της εκτελεστικής εξουσίας.

Πολλά προβλήματα

Τα προβλήματα με τέτοιους είδους παροξυσμούς είναι πολλά. Πρώτον, όπως ήδη αναφέρθηκε, συνεχίζεται η παρεξήγηση ως προς τι είναι δημοκρατία και ως προς τον ρόλο της εκάστοτε πλειοψηφίας στη δημοκρατία. Δεύτερον, σε ό,τι αφορά τη θεμιτή επιδίωξη για απόδοση δικαιοσύνης σε υποθέσεις διαφθοράς, υπάρχει μια σύγχυση ρόλων: δεν είναι δουλειά της κυβέρνησης να απονέμει ποινική δικαιοσύνη, ακόμα και όταν η διαφθορά ήταν και είναι διάχυτη. Τρίτον, οι νικητές των εκλογών προκρίνονται για να κυβερνήσουν με βάση ένα προεκλογικό πρόγραμμα για το οποίο έπεισαν περισσότερους ψηφοφόρους από όσους έπεισαν οι ηττημένοι των εκλογών. Οι νικητές δεν αξιώνονται να κυβερνήσουν επειδή βρίσκονται σε ανώτερο ηθικό επίπεδο από τους ηττημένους. Το ποιος είναι πιο ηθικός δεν είναι πάντοτε σαφές, ούτε αποτελεί μετρήσιμο κριτήριο επιλογής κυβέρνησης. Και τέταρτον, γίνεται από πολλούς ο εσφαλμένος υπολογισμός ότι αν διωχθούν και ακόμα περισσότερο καταδικαστούν ποινικά ένας ή περισσότεροι πολιτικοί αντίπαλοι, τότε θα ωφεληθεί η πολιτική δύναμη (κόμμα, κυβέρνηση) που έκανε σημαία της τέτοιες διώξεις. Οι περισσότερες σχετικές έρευνες δείχνουν το αντίθετο. Σε διάφορες χώρες εμφανώς διεφθαρμένες κυβερνήσεις έχουν επανειλημμένα κερδίσει τις εκλογές. Σε άλλες χώρες κόμματα της αντιπολίτευσης που στο παρελθόν είχαν εμπλακεί σε υποθέσεις διαφθοράς επίσης έχουν κερδίσει τις εκλογές. Μήπως τελικά οι ψηφοφόροι ηθικοποιούν την πολιτική λιγότερο από ό,τι οι πολιτικοί;
Συνοπτικά, υπάρχει μια τεράστια παρεξήγηση ως προς το τι σημαίνει σύγχρονη δημοκρατία. Η παρεξήγηση συνοψίζεται στον διαδεδομένο αλλά ελλιπή ορισμό της δημοκρατίας, ο οποίος περιορίζει τη δημοκρατική ζωή στη διεξαγωγή εκλογών, υπογραμμίζει τα δικαιώματα των πολιτών ξεχνώντας τις υποχρεώσεις τους, δυσανασχετεί με το κράτος δικαίου και επιτρέπει στους εκάστοτε νικητές των εκλογών να πιστεύουν ότι έχουν λαϊκή εντολή να χειρίζονται τους θεσμούς κατά το δοκούν.
Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, είναι ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ταφτς.