Η επάνοδος ενός φόβου από το παρελθόν
Του Μάρκου Καρασαρίνη
Ογδόντα χρόνια πριν, στις 6 Αυγούστου 1945, η έκρηξη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα, η οποία ακολουθήθηκε τρεις μέρες αργότερα από εκείνη στο Ναγκασάκι, οδήγησε την Ιαπωνία στην παράδοση, έφερε το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και εισήγαγε την ανθρωπότητα στην πυρηνική εποχή.
Το ατομικό μανιτάρι εγγράφηκε στο υποσυνείδητο του μεταπολεμικού κόσμου ως εικόνα φόβου συνδεδεμένη άρρηκτα με τον ανταγωνισμό ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης, την κούρσα των εξοπλισμών, τη διαδοχή μικρότερων ή μεγαλύτερων κρίσεων μεταξύ των υπερδυνάμεων, με αποκορύφωμα εκείνη των πυραύλων της Κούβας το 1962.
Η σταδιακή ρύθμιση των οπλοστασίων και το γεγονός ότι ο Ψυχρός Πόλεμος δεν μεταβλήθηκε ποτέ σε θερμό άμβλυναν στην πορεία του χρόνου την αίσθηση αυτή, καθώς μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το φάσμα του πυρηνικού πολέμου απομακρύνθηκε.
Οι μεταπολεμικές δεκαετίες, όμως, είχαν προλάβει να κληροδοτήσουν στον μεταψυχροπολεμικό κόσμο ένα σκηνικό διασποράς το οποίο περιέπλεκε τα πράγματα. Και μπορεί την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα στο πλαίσιο της ανάδυσης της Αλ Κάιντα οι ανησυχίες να στράφηκαν στο ενδεχόμενο των αυτοσχέδιων όπλων (το σενάριο της «βρώμικης βόμβας»), τα συστήματα, ωστόσο, της Κίνας, του Ισραήλ, της Ινδίας, του Πακιστάν και αργότερα της Βόρειας Κορέας παρέμειναν ένας δυνητικά υψηλότερος κίνδυνος εφόσον διαιώνιζαν το ενδεχόμενο κλιμάκωσης μιας τοπικής συμβατικής σύγκρουσης σε παγκόσμια πυρηνική.
Με τη σταδιακή αποδιάρθρωση του συστήματος συνθηκών μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας ένας επιπλέον παράγοντας αβεβαιότητας εισήχθη στις εξισώσεις: είναι αυτό το κενό που εκμεταλλεύθηκε ο Βλαντίμιρ Πούτιν εισάγοντας στο λεξιλόγιό του τη ρητή απειλή χρήσης πυρηνικών όπλων μετά την εισβολή στην Ουκρανία. Τα πιθανά διδάγματα που αντλεί η Κίνα σε σχέση με την Ταϊβάν από αυτήν τη σύρραξη και τη διεθνή αντιμετώπισή της είναι ένα ερωτηματικό.
Οσο για το πώς «παγωμένες συγκρούσεις», όπως εκείνη μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν για το Κασμίρ, μπορούν να ξεπαγώσουν απότομα ή μερικότερες διενέξεις να εμπλέξουν ισχυρότερους συμμάχους, όπως ο ακήρυκτος πόλεμος Ισραήλ – Ιράν έφερε τον βομβαρδισμό των ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων από τις ΗΠΑ, οι προηγούμενοι μήνες του 2025 υπήρξαν εξόχως διαφωτιστικοί – και εξίσου ανησυχητικοί. Εν μέσω ενός ασταθούς διεθνούς περιβάλλοντος μια άναρχη πυρηνική συνθήκη είναι ο χειρότερος οιωνός για το μέλλον.
Η γεωπολιτική ισχύς των πυρηνικών όπλων
Του Παντελή Φ. Οικονόμου
Οι πυρηνικοί βομβαρδισμοί στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι τον Αύγουστο του 1945 αποτέλεσαν για τις ΗΠΑ τον μοχλό ανάδειξής τους σε κορυφαία υπερδύναμη. Το γεγονός ότι η Σοβιετική Ένωση μόλις τέσσερα χρόνια αργότερα κατασκεύασε τη δική της πυρηνική βόμβα ήταν καθοριστικό για την καθιέρωσή της σε δεύτερη πυρηνική υπερδύναμη.
Έκτοτε, η απόκτηση πυρηνικών όπλων θεωρήθηκε από ορισμένα κράτη ως το μέσο ανάδειξής τους σε υπερδύναμη. Αλλά διέκριναν στο νέο υπερόπλο την απαραίτητη στρατηγική ισχύ για αποτροπή επίθεσης από πυρηνικό γείτονα ή από συμμαχία αντιπάλων. Τέλος, για κάποια άλλα, η κατοχή της πυρηνικής βόμβας σήμαινε την ανάδειξη της χώρας τους σε περιφερειακό ηγέτη.
Συνολικά, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, 31 χώρες φλερτάρισαν με την πυρηνική βόμβα. Σύμφωνα με το αποτέλεσμα του στόχου τους, χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: Δεκατέσσερις διερεύνησαν τις δυνατότητες απόκτησης πυρηνικών όπλων, αλλά για διάφορους λόγους δεν προχώρησαν.
Επτά επεδίωξαν με πρόγραμμα να αποκτήσουν πυρηνικά όπλα, στη συνέχεια όμως το εγκατέλειψαν. Οι υπόλοιπες δέκα κατάφεραν να αποκτήσουν πυρηνικά όπλα. Το παγκόσμιο πυρηνικό οπλοστάσιο εκτιμάται ότι τώρα αριθμεί 12.121 πυρηνικές κεφαλές, εκ των οποίων 89% βρίσκεται σχεδόν ισάριθμα μοιρασμένο στα οπλοστάσια των δύο υπερδυνάμεων.
Τα οπλοστάσια αυτά είναι αρκετά για να καταστρέψουν την ανθρωπότητα και τον πολιτισμό της περισσότερες από μία φορά! Σημειωτέον, το 1986, στην κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου και του ανταγωνισμού των εξοπλισμών, ο αριθμός των πυρηνικών κεφαλών παγκοσμίως πλησίαζε τις 70.000.
Είναι άκρως ανησυχητικό ότι σήμερα, εκτός από τη Διεθνή Συνθήκη Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων (ΝΡΤ), δεν ισχύει καμία συμφωνία αφοπλισμού, ούτε διεξάγεται σχετικός διάλογος μεταξύ των πυρηνικών δυνάμεων.
Στην ιστορία των βίαιων αντιπαραθέσεων των τελευταίων 80 ετών υπήρξαν πολλές γεωπολιτικές κρίσεις με εμπλεκόμενες πυρηνικές δυνάμεις. Χαρακτηριστικές είναι δύο κατηγορίες κρίσεων, που οδηγούν όμως στο ίδιο συμπέρασμα.
Στο ότι η απειλή χρήσης πυρηνικών όπλων λειτουργεί αποφασιστικά υπέρ του κατόχου τους και επίσης, όταν δεν εγείρεται πυρηνική απειλή, ο κάτοχος πυρηνικών όπλων ηττάται. Στην πρώτη κατηγορία δεσπόζουν οι δύο αμερικανικές πυρηνικές βόμβες που ρίχθηκαν στην Ιαπωνία το 1945.
Υστερα από έξι ημέρες ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε. Δεκαεφτά χρόνια αργότερα, στην κρίση της Κούβας, οι ΗΠΑ απείλησαν τη Σοβιετική Ενωση με πυρηνική επίθεση. Σε 13 ημέρες η τεράστια πυρηνική κρίση τερματίστηκε με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Επίσης, στον αραβοϊσραηλινό πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, το 1973, το Ισραήλ, ευρισκόμενο σε μειονεκτική θέση, απείλησε με χρήση πυρηνικών όπλων.
Οι ΗΠΑ έσπευσαν να το βοηθήσουν. Ο πόλεμος τερματίστηκε με νικητή το Ισραήλ. Τέλος, το 2019, σε μια κορύφωση της διαμάχης Ινδίας – Πακιστάν για το Κασμίρ, το Πακιστάν απείλησε ότι θα κάνει χρήση πυρηνικών όπλων. Σύντομα η διένεξη τερματίστηκε.

Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει ήττες των πυρηνικών δυνάμεων σε πολεμικές διενέξεις, στις οποίες δεν έγινε χρήση πυρηνικής απειλής.
Η Αγγλία ηττήθηκε το 1956 στο Σουέζ, η Γαλλία το 1962 στην Αλγερία, οι ΗΠΑ το 1975 στο Βιετνάμ και το 2021 στο Αφγανιστάν και η Σοβιετική Ένωση το 1989 στο Αφγανιστάν. Τέλος, το 1991 η Σοβιετική Ένωση κατέρρευσε, παρότι διέθετε το μεγαλύτερο πυρηνικό οπλοστάσιο στον πλανήτη.
Καθώς το σύστημα παγκόσμιας ισορροπίας βρίσκεται σε αταξία, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, της βαρβαρότητας στη Γάζα και της πολεμικής σύγκρουσης Ισραήλ και ΗΠΑ με το Ιράν, ο ρόλος των πυρηνικών όπλων των εμπλεκομένων είναι διπλά κρίσιμος.
Τόσο σαν παράγοντας τερματισμού των συγκρούσεων όσο και σαν δαμόκλειος σπάθη επί της ανθρωπότητας. Δεν πρέπει επίσης να αποκλείεται η χρήση πυρηνικών όπλων ως αποτέλεσμα απόγνωσης, ατυχήματος ή ανθρώπινου λάθους.
Σε κάθε περίπτωση όμως είναι βέβαιο ότι μια πυρηνική αντιπαράθεση θα οδηγήσει την ανθρωπότητα αναπόδραστα σε Αρμαγεδδώνα. Στις ημέρες μας, οι διεθνείς θεσμοί έχουν απαξιωθεί και βασικοί παγκόσμιοι κανόνες και πανανθρώπινες αξίες αγνοούνται.
Η Συνθήκη Μη Διάδοσης Πυρηνικών Οπλων (NPT) και οι επιταγές της έχουν βουλιάξει στον γεωπολιτικό βούρκο της βίας και στην υποκρισία των πυρηνικά ισχυρών. Περισσότερο παρά ποτέ, ο πυρηνικός αφοπλισμός είναι αδήριτη ανάγκη. Δεν είναι μια εύκολη διαδικασία, ούτε ένας σύντομος στόχος. Είναι ένα εξαιρετικά περίπλοκο εγχείρημα αλλά και υποχρέωση των πέντε υπερδυνάμεων. Είναι το υπέρτατο καθήκον τους προτού συμβεί το τελευταίο λάθος.
*Ο κ. Παντελής Φ. Οικονόμου είναι πρώην πυρηνικός επιθεωρητής του ΔΟΑΕ, επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ, συγγραφέας του βιβλίου «Το Τελευταίο Λάθος» (εκδ. Παπαδόπουλος, 2023, όπου τα τεκμηριωμένα στοιχεία και αναφορές του άρθρου).
Το παρασκήνιο της Χιροσίμα
Του Σωτήρη Ριζά
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος χαρακτηρίστηκε από τη μαζική χρήση του αεροπορικού όπλου και των τεθωρακισμένων τα οποία πολλαπλασίασαν τα θύματα μεταξύ στρατιωτικών δυνάμεων και αμάχων.
Η ρίψη όμως της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα, στις 6, και στο Ναγκασάκι, στις 9 Αυγούστου 1945, μετασχημάτισε πλήρως τη φύση του πολέμου και της διεθνούς πολιτικής και εισήγαγε την απειλή της πλήρους καταστροφής στην ιστορία του πολιτισμού.
Εως τη δεκαετία του 1960, δηλαδή την εμπλοκή της Ουάσιγκτον στο Βιετνάμ, η κυρίαρχη άποψη στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ότι η ρίψη των ατομικών βομβών υπαγορεύθηκε από τη στρατιωτική ανάγκη συντόμευσης της διάρκειας του πολέμου και περιορισμού των αμερικανικών απωλειών οι οποίες αναμένονταν εκτεταμένες δεδομένης της ιαπωνικής αντίστασης.
Η άποψη αυτή αμφισβητήθηκε στο έργο του Γκαρ Αλπέροβιτς The Decision to Use the Atomic Bomb. Η γραμμή της αμφισβήτησης υποστήριζε ότι η ιαπωνική στρατιωτική μηχανή είχε ήδη υποστεί συντριπτικά πλήγματα και δεν ήταν σε θέση να προβάλει ισχυρή αντίσταση για μακρό χρόνο.
Εξ άλλου, τα επιτελεία των αμερικανικών δυνάμεων είκαζαν ότι ο πόλεμος θα μπορούσε να τερματιστεί έως τον Νοέμβριο του 1945 αν και δεν υπήρχε, ούτε μπορούσε να υπάρχει, βεβαιότητα επ’ αυτού.
Η ευθύνη της απόφασης ρίψης των ατομικών βομβών αποδιδόταν στον πρόεδρο Τρούμαν και ιδίως στον νέο υπουργό Εξωτερικών Τζέιμς Μπερνς (ανέλαβε στις 3 Ιουλίου 1945), ο οποίος πίστευε ότι η ρίψη της ατομικής βόμβας θα αναδείκνυε την αμερικανική υπεροχή και θα υποχρέωνε τη Σοβιετική Ενωση σε αναθεώρηση της πολιτικής της στην Ανατολική Ευρώπη.
Ο Μπερνς επικρίθηκε ιδίως για το γεγονός ότι επηρέασε τη διατύπωση της αμερικανικής δήλωσης, η οποία απαιτούσε παράδοση άνευ όρων και ταυτόχρονα απέφευγε να διαβεβαιώσει για τη διατήρηση του αυτοκράτορα της Ιαπωνίας στον θρόνο του με συνέπεια τη διατήρηση της ιαπωνικής αδιαλλαξίας.

Στην πραγματικότητα η διαβεβαίωση προς τον αυτοκράτορα ήταν αμφίβολο κατά πόσο θα επιτάχυνε την ιαπωνική συνθηκολόγηση δεδομένου ότι το ιαπωνικό στρατιωτικό κατεστημένο απέβλεπε στη διατήρηση όχι μόνο του θρόνου αλλά και της δομής της εξουσίας στην οποία δέσποζε ενώ παράλληλα απέβλεπε στη Σοβιετική Ενωση για διπλωματική λύση της σύρραξης.
Η ελπίδα αυτή δεν εδραζόταν σε πραγματικά δεδομένα καθώς η Σοβιετική Ενωση είχε αναλάβει έναντι των Αμερικανών την υποχρέωση να κηρύξει τον πόλεμο στην Ιαπωνία με τη συμπλήρωση τριών μηνών από τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας αλλά δημιουργούσε, έστω φρούδες, ελπίδες ή και προσδοκίες.
Η ρίψη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα στις 6 Αυγούστου θα υποβάθμιζε εκ των πραγμάτων τη σημασία της επιθετικής πρωτοβουλίας της Σοβιετικής Ενωσης στις 8 Αυγούστου ενώ ο τερματισμός του πολέμου κατέστη υποχρεωτικός για τους Ιάπωνες μετά τη ρίψη και της δεύτερης βόμβας στο Ναγκασάκι στις 9 Αυγούστου με παρέμβαση του αυτοκράτορα Χιροχίτο.
Οπως ομολογεί ο ίδιος ο Αλπέροβιτς, οι ακριβείς προθέσεις των αμερικανών ηγετών παραμένουν ανοιχτά θέματα για την ιστορική έρευνα. Ποιες ήταν όμως οι συνέπειες από τη ρίψη των ατομικών βομβών; Υπήρχε μια «συνέπεια επίδειξης» σχετικά με την καταστρεπτική ικανότητα του νέου όπλου, ασύγκριτα ισχυρότερου από τα υπάρχοντα συμβατικά συστήματα.
Ο κόσμος είχε εισέλθει στην ατομική εποχή. Επέδρασε το ατομικό μονοπώλιο της Αμερικής, το οποίο διήρκεσε τέσσερα χρόνια (1945-1949), σε αυτή τη διαμορφωτική φάση του Ψυχρού Πολέμου; Επέδρασε πολύ λιγότερο από όσο μπορεί να ήλπιζαν ο πρόεδρος Τρούμαν και ο Τζέιμς Μπερνς.
Η Σοβιετική Ενωση δεν μετέβαλε την πολιτική της στην Ανατολική Ευρώπη, αντίθετα επεδίωξε και πέτυχε την εδραίωση του ελέγχου της στην περιοχή με το πραξικόπημα της Πράγας τον Φεβρουάριο του 1948 ενώ επεδίωξε και την εγκατάλειψη του Δυτικού Βερολίνου από τις δυτικές δυνάμεις με τον αποκλεισμό του από τον Ιούνιο του 1948 έως τον Ιούνιο του 1949.
Αυτό που μπορεί να υποτεθεί είναι ότι ο Στάλιν συνειδητοποιούσε πως η επιβεβαίωση της απόλυτης καταστρεπτικής ικανότητας της ατομικής βόμβας ήγειρε ηθικά θέματα, τα οποία καθιστούσαν δυσχερή την εκ νέου χρήση της εάν δεν διακυβευόταν η ασφάλεια του αμερικανικού εδάφους ή της Δυτικής Ευρώπης.
Ταυτόχρονα, ήταν αδιανόητο την επαύριον του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου να χρησιμοποιηθεί ή να απειληθεί η χρήση της ατομικής βόμβας εναντίον ενός μεγάλου εταίρου της αντιφασιστικής συμμαχίας που είχε οδηγήσει στην ήττα της Γερμανίας και του ναζισμού.
Τα ηθικά και στρατηγικά διλήμματα θα συνόδευαν την ανθρωπότητα και τους πολιτικούς και στρατιωτικούς χειριστές των δύο υπερδυνάμεων κατά τον Ψυχρό Πόλεμο (1947-1989), ο οποίος χαρακτηριζόταν από την «ισορροπία του τρόμου» μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας. Η εξάπλωση των πυρηνικών όπλων στη μετα-ψυχροπολεμική εποχή καθιστά την πυρηνική ισορροπία ακόμα περισσότερο πολύπλοκη, αβέβαιη και επικίνδυνη.
*Ο κ. Σωτήρης Ριζάς είναι διευθυντής Ερευνών στο Κέντρο Ερευνας Ιστορίας Νεότερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.
Ο αχαλίνωτος ανταγωνισμός
Του Αθανάσιου Πλατιά
Η θλιβερή επέτειος του βομβαρδισμού της Χιροσίμα το 1945 μας δίνει την ευκαιρία να αναλογιστούμε τι απέτρεψε τη χρήση των πυρηνικών όπλων για οκτώ δεκαετίες και εάν η ανθρωπότητα θα φανεί το ίδιο τυχερή στο μέλλον.
Μια δημοφιλής ερμηνεία για τη μη χρήση πυρηνικών όπλων αναφέρεται στην ύπαρξη ενός «πυρηνικού ταμπού» που την έκανε αδιανόητη, μια «κατάρα» που θα καταπατούσε κάθε ηθικό κανόνα (norm) της ανθρώπινης κατάστασης. Αυτή την ερμηνεία υιοθέτησε ο νομπελίστας οικονομολόγος Τόμας Σέλινγκ, βραβευμένος για την εφαρμογή της θεωρίας παιγνίων στην πυρηνική στρατηγική.
Μια καλύτερη ερμηνεία έχει να κάνει με τον «φόβο αμοιβαίας καταστροφής» που κυριάρχησε μετά την κρίση των πυραύλων της Κούβας (1962), όπου η ανθρωπότητα έφθασε στο χείλος του πυρηνικού ολέθρου.
Αυτό οδήγησε στη δημιουργία μιας καλά σχεδιασμένης «πυρηνικής αρχιτεκτονικής», ενός πλαισίου τυπικών και άτυπων κανόνων, θεσμών και περιορισμών αναφορικά με τον ανταγωνισμό των δύο τότε υπερδυνάμεων (nuclear regime).
Αυτή η «αρχιτεκτονική» συνέβαλε σε στρατηγική σταθερότητα σε καιρούς κρίσης, δραστική μείωση των οπλοστασίων, περιορισμό της διασποράς πυρηνικών όπλων και ελαχιστοποίηση της πιθανότητας ατυχημάτων (accidental use) και «αθέλητης κλιμάκωσης» (inadvertent escalation).
Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου επικράτησε η αισιόδοξη άποψη ότι μειώθηκε ο ρόλος των πυρηνικών όπλων στη διεθνή πολιτική. Αυτό έχει σήμερα εντελώς ανατραπεί. Ο ρόλος τους στη διεθνή πολιτική έχει αυξηθεί κατακόρυφα ενώ η «πυρηνική αρχιτεκτονική» των προηγούμενων δεκαετιών έχει καταρρεύσει.
Την αυτοσυγκράτηση έχει σήμερα αντικαταστήσει αχαλίνωτος ανταγωνισμός εξοπλισμών, εκτόξευση πυρηνικών απειλών και τάση για ριψοκίνδυνες συμπεριφορές που θα ήταν αδιανόητες επί Ψυχρού Πολέμου. Ετσι η πιθανότητα χρήσης πυρηνικών όπλων έχει αυξηθεί περισσότερο από κάθε άλλη στιγμή μετά την κρίση των πυραύλων της Κούβας. Πώς φθάσαμε σε αυτό το σημείο;
Μια συρροή παραγόντων λειτουργούν σήμερα αποσταθεροποιητικά. Πρώτα από όλα, ο νέος Ψυχρός Πόλεμος έχει οδηγήσει σε ξέφρενη κούρσα εξοπλισμών μεταξύ τριών πυρηνικών υπερδυνάμεων: ΗΠΑ, Ρωσίας, Κίνας.
Η Κίνα έχει την τελευταία πενταετία διπλασιάσει τις πυρηνικές της κεφαλές, ενώ σκοπεύει τα επόμενα 10 χρόνια να τις πολλαπλασιάσει με στόχο τις 1.500, όσες κατέχουν ΗΠΑ και Ρωσία. Ταυτόχρονα, οι ΗΠΑ επεκτείνουν τις πυρηνικές τους δυνατότητες διαθέτοντας ένα δυσθεώρητο ποσό ύψους 1,5 τρισεκατομμυρίου δολαρίων γιατί πρέπει να αποτρέψουν όχι μία, αλλά δύο υπερδυνάμεις που βρίσκονται σε συντονισμό μεταξύ τους.
Η αξιοπιστία της αμερικανικής πυρηνικής ομπρέλας έχει αποδυναμωθεί με αποτέλεσμα πολλοί σύμμαχοί τους, όπως οι Ιαπωνία, Νότια Κορέα, Γερμανία, Πολωνία, Τουρκία και Σαουδική Αραβία να εξετάζουν τις πυρηνικές τους επιλογές.
Δεύτερον, έχουν καταρρεύσει όλες οι συμφωνίες μείωσης πυρηνικών εξοπλισμών. Καταργήθηκε η συνθήκη για την αντιπυραυλική άμυνα που αποτελούσε τον θεμέλιο λίθο της «αμοιβαίας αποτροπής», η συνθήκη για τον περιορισμό πυραύλων μεσαίου βεληνεκούς, η συνθήκη για «ανοικτούς ουρανούς» που επέτρεπε την επαλήθευση των συμφωνηθέντων, ενώ η θεμελιώδης New START Treaty, που μείωσε τα στρατηγικά οπλοστάσια στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 60 χρόνων, λήγει το 2026 και δεν θα ανανεωθεί.
Ο πυρηνικός ανταγωνισμός σήμερα, σε αντίθεση με τον πρώτο Ψυχρό Πόλεμο, γίνεται άναρχα, χωρίς κανόνες, διαύλους επικοινωνίας, δεσμεύσεις και περιορισμούς. Επιπλέον, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του είναι εξόχως αποσταθεροποιητικά (κεφαλές μικρής γόμωσης για διευκόλυνση επιχειρησιακής χρήσης, διηπειρωτικοί πύραυλοι φέροντες πολλαπλές κεφαλές με δυνατότητα ανεξάρτητης στόχευσης, υπερηχητικοί πύραυλοι).
Τρίτον, η ύπαρξη πυρηνικών οπλοστασίων, που λειτουργεί ως ασπίδα προστασίας, ενθαρρύνει συμβατικές επιθέσεις κατά ασθενέστερων αντιπάλων (Ρωσία εναντίον Ουκρανίας, Ινδία κατά Πακιστάν, Ισραήλ κατά Λιβάνου, Συρίας, Ιράν, Υεμένης, ΗΠΑ εναντίον Ιράν). Παραδόξως, τα πυρηνικά όπλα αντί να αποτρέπουν πολέμους τούς ενθαρρύνουν. Με βάση αυτή τη στρατηγική λογική στην Ουάσιγκτον φοβούνται ότι η πυρηνική ισχυροποίηση της Κίνας θα της επιτρέψει σύντομα να αναλάβει το ρίσκο επέμβασης στην Ταϊβάν.
Τέταρτον, χώρες όπως οι Ρωσία, Πακιστάν και Βόρεια Κορέα έχουν χαμηλώσει τον πήχη χρήσης. Η Ρωσία έφθασε στο «παρά πέντε» να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα το φθινόπωρο του 2022, όταν η ουκρανική αντεπίθεση έμοιαζε να πετυχαίνει τους στόχους της. Επίσης, άλλαξε το πυρηνικό της δόγμα ώστε να επιτρέπεται η χρήση εναντίον χωρών που συμβάλλουν στον εξοπλισμό της Ουκρανίας.
Πέμπτον, τα όρια μεταξύ συμβατικού και πυρηνικού πολέμου έχουν αρχίσει να γίνονται δυσδιάκριτα, όπως φάνηκε από την ουκρανική επίθεση εναντίον στρατηγικών βομβαρδιστικών της Ρωσίας τον περασμένο Μάιο. Επίσης, μεταξύ Πακιστάν και Ινδίας παίζεται μια ρουλέτα με απρόβλεπτα αποτελέσματα, αφού στρατιωτικές βάσεις του πυρηνικού οικοσυστήματος γίνονται στόχοι συμβατικών επιθέσεων.
Τέλος, τεχνολογικές καινοτομίες, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, δημιουργούν δυναμικές κλιμάκωσης, ενώ ταυτόχρονα μειώνουν τα περιθώρια ανθρώπινης παρέμβασης, ώστε το σενάριο της ταινίας του Στάνλεϊ Κιούμπρικ «Dr Strangelove» να μοιάζει προφητικό.
Ο κ. Αθανάσιος Πλατιάς είναι ομότιμος καθηγητής Στρατηγικής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και πρόεδρος του Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων.






