Η Ελένη Μιχαηλίδου είναι αυτό που θα ονόμαζε κανείς «νέο αίμα» στο ελληνικό θέατρο. Εντυπωσιακή, με βαθιά φωνή, φαίνεται να φέρει μία γνήσια ανησυχία για την υποκριτική τέχνη, όπως μαρτυρεί το πλούσιο βιογραφικό της, παρά το νεαρό της ηλικίας της. Απόφοιτη του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, έχει παρακολουθήσει ακόμη μαθήματα στο DAMU Theatre Faculty of the Academy of Performing Arts στην Πράγα.
Διαλέγοντας τελικά τον δρόμο της υποκριτικής πέρα από τη σκηνή έχει πρωταγωνιστήσει σε απαιτητικά projects όπως το «White Dwarf», μια εγκατάσταση της Γιολάντας Μαρκοπούλου που συνδύαζε όρους εικονικής αλλά και επαυξημένης πραγματικότητας (VR & AR).
Aυτό το διάστημα η ίδια πρωταγωνιστεί στη διαδραστική παράσταση «In motion» στην Εθνική Γλυπτοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, η οποία παρουσιάζεται σε σκηνοθεσία της θεατροπαιδαγωγού και μουσειοπαιδαγωγού Δανάης Μέγα. Πρόκειται για ένα πολυθέαμα σε παραγωγή της ομάδας Flux for Art, το οποίο συνθέτει όλες τις τέχνες μαζί, αγγίζοντας παιδιά και ενηλίκους. Πρόκειται μάλιστα για μία παράσταση η οποία μετά την Εθνική Γλυπτοθήκη θα συνεχίσει το ταξίδι της και σε άλλους μουσειακούς χώρους.
Κυρία Μιχαηλίδου, μιλήστε μας για τη διαδραστική παράσταση «In motion», στην οποία πρωταγωνιστείτε μαζί με τον Στρατή Νταλαγιώργο. Τι σας κεντρίζει σε αυτή;
«Η παράσταση αυτή δίνει την ευκαιρία, σε μικρούς και μεγάλους, να επισκεφθούμε ένα μουσείο, έναν εκθεσιακό χώρο και να τον εξερευνήσουμε μέσα από τη σκηνική δράση. Είναι πολύ όμορφο να βλέπουμε πώς συναντιούνται και συνομιλούν αυτές οι δύο τέχνες: η γλυπτική και το θέατρο. Ο χαρακτήρας που υποδύομαι, η Σελίν, συλλέγει φωτογραφίες γλυπτών από όλο τον κόσμο. Η γλυπτική είναι το καταφύγιό της, όπως λέει η ίδια. Προσπαθεί να βρει πού βρίσκονται τα γλυπτά ή φαντάζεται πού θα μπορούσαν να ζουν.
Κάποια τα “ζωντανεύει” με τη φαντασία της, ενώ για άλλα δημιουργεί φανταστικές ιστορίες. Με λίγα λόγια, ξεφεύγει από έναν κόσμο γεμάτο περιορισμούς, χτισμένο πάνω σε “πρέπει” και κοινωνικά πρότυπα όπως “Κοίτα τι κάνουν οι άλλοι… γιατί δεν το κάνεις και εσύ; Πρέπει όλοι να είμαστε το ίδιο…”. Κάπως έτσι το έργο “Bien Venue” της Βάλλυς Νομίδου ζωντανεύει στον φανταστικό κόσμο της Σελίν και μαζί ανακαλύπτουν τα υπόλοιπα γλυπτά της έκθεσης. Εξερευνούν τη διαφορετικότητα και φωτίζουν την αξία του κάθε ατόμου ως κάτι μοναδικού και αυτόνομου. Υπάρχουν συγκρούσεις, όπως στη ζωή, αλλά ο φόβος, η αλαζονεία και η καχυποψία καταρρίπτονται μπροστά στην ομορφιά της αποδοχής, της αξίας του καθενός και της μοναδικής ομορφιάς που κρύβει το διαφορετικό».
Χώρος δράσης είναι η Εθνική Γλυπτοθήκη. Πόσο γοητευτικό είναι για έναν ηθοποιό να παίζει εκτός της κλασικής σκηνής;
«Σε αυτόν τον χώρο δεν υπάρχουν κουίντες, θεατρικά φώτα ή μουσική. Τα έργα της έκθεσης αποτελούν το σκηνικό. Είναι, στην πραγματικότητα, συμπρωταγωνιστές και συμπαίκτες στην παράσταση. Για μένα, αυτός ο χώρος είναι μαγικός, καθώς τα έργα δημιουργούν μια μοναδική, μυσταγωγική ατμόσφαιρα που ξεχωρίζει από την κλασική σκηνή. Κυριαρχεί η σιωπή, η ηρεμία και η γαλήνη, που μπλέκονται με τον λόγο, τα γέλια και τις ιστορίες που μοιράζονται μικροί και μεγάλοι. Είναι μια πολύ ξεχωριστή συνθήκη».
Οπως είπατε, η παράσταση αναδεικνύει την τέχνη της γλυπτικής. Σας γοητεύει αυτή η σύνθεση μεταξύ των τεχνών;
«Ναι. Οταν οι τέχνες συναντιούνται και συνομιλούν είναι σαν να δημιουργείς έναν νέο κόσμο, όπου τα όρια μεταξύ τους καταρρίπτονται και το αποτέλεσμα είναι κάτι εντελώς μοναδικό. Από τη φύση μου παρατηρώ, εμπνέομαι από τα πάντα, από όλες τις τέχνες. Αυτές οι συναντήσεις μού θυμίζουν ότι το θέατρο μπορεί να υπάρξει παντού και είναι μια τέχνη που αγκαλιάζει όλες τις άλλες».
Ξεκινήσατε αρχικά από το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Τι σας έκανε να καταλάβετε οριστικά ότι ο δρόμος σας είναι τελικά η υποκριτική;
«Στη σχολή υπήρχαν δύο κατευθύνσεις: μία πιο θεωρητική και μία πιο πρακτική. Εγώ ακολούθησα τη δεύτερη. Στην αρχή, με ενθουσίαζαν τα πάντα – σκηνογραφία, ενδυματολογία, υποκριτική, παραγωγή, σκηνοθεσία. Ιδιαίτερα το μάθημα της σκηνογραφίας με την υπέροχη Αση Δημητρολοπούλου ήταν για μένα μια τεράστια πηγή έμπνευσης, όπως και τα μαθήματα κινηματογράφου με τη θεωρητικό Κωστούλα Καλούδη. Ηθελα να δοκιμάσω τα πάντα γύρω από την τέχνη της υποκριτικής. Και έτσι, αυτό το φλερτ μαζί της εξελίχθηκε σε αληθινό έρωτα».
Ως νέα ηθοποιός πόσο ανοιχτή είστε την τηλεόραση; Παλαιότερα αποτελούσε ταμπού για πολλούς συναδέλφους σας…
«Ναι, υπήρχε μια τρομοκρατία ότι αν κάνεις τηλεόραση, μετά είναι δύσκολο να επιστρέψεις στο θέατρο, καθώς στιγματίζεσαι ως “τηλεοπτικός ηθοποιός”. Ακόμη και σκηνοθέτες που εκτιμώ, έχω διαβάσει στο παρελθόν να διαφωνούν με την επιλογή θεατρικών ηθοποιών να στραφούν στην τηλεόραση. Ωστόσο, είναι δουλειά και σίγουρα κάθε εμπειρία, είτε τηλεοπτική είτε θεατρική, βοηθάει έναν ηθοποιό να εξελιχθεί. Δεν υπάρχει η πολυτέλεια να αφοσιώνεσαι μόνο στο θέατρο, γιατί πια δεν υπάρχουν ούτε μεγάλες σεζόν ούτε χρήματα που να στηρίζουν αποκλειστικά αυτή την επιλογή».
Πόσο δύσκολο είναι να είσαι νέος ηθοποιός στην Ελλάδα του 2025;
«Η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίζουμε είναι η αβεβαιότητα. Το να καταφέρεις να έχεις μια σταθερή πορεία απαιτεί τεράστια υπομονή, συνεχή προσπάθεια και πολλές θυσίες. Παρά τις δυσκολίες, το θέατρο είναι τρόπος ζωής για μένα».
Τα social media, ο αριθμός των followers ακούγεται όλο και πιο έντονα ότι παίζουν ρόλο στη σύνθεση των θιάσων. Το έχετε συναντήσει ως φαινόμενο;
«Ευτυχώς, όχι ακόμα. Ωστόσο, είναι αλήθεια ότι ένας “δυνατός” λογαριασμός μπορεί να εξασφαλίσει μία θέση εργασίας. Στο θέατρο και την τηλεόραση παίζει σημαντικό ρόλο, καθώς πολλοί αναζητούν τον τζίρο και όχι την ποιότητα. Δεν είναι όμως κανόνας. Υπάρχει ακόμα αρκετή αγάπη για την ουσία από τους δημιουργούς. Εξάλλου, υπάρχουν και πολλοί καλοί ηθοποιοί με ισχυρά μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι οποίοι όμως δεν καθορίζουν την αξία τους μόνο από την παρουσία τους εκεί».
Μετά το #MeToo αισθάνεστε πιο «ασφαλής»;
«Υπάρχουν ακόμα κατάλοιπα κακοποιητικών συμπεριφορών από την προηγούμενη γενιά. Πάντα υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν, είναι θέμα παιδείας και ανθρώπινης συμπεριφοράς. Από την άλλη, πάντα ξαφνιάζομαι όταν συναντώ απαξιωτικές ή υποτιμητικές συμπεριφορές από συναδέλφους – και για μένα, συνάδελφοι είναι όλοι οι συντελεστές ενός πρότζεκτ. Θεωρώ ότι για να είσαι καλλιτέχνης με την πλήρη σημασία της λέξης, πρέπει να έχεις και λίγη τρυφερότητα στην ψυχή, μια παιδεία, μια ευγένεια.
Ενας καλλιεργημένος άνθρωπος δεν μπορεί να συνδέεται με τέτοιες συμπεριφορές. Δεν αρκεί μόνο το ταλέντο, αλλά και οι αξίες που προάγεις μέσα από τη δουλειά σου, τη συμπεριφορά σου και τη σχέση σου με τους άλλους. Διαχωρίζω την έννοια του καλού δημιουργού από εκείνη του καλού καλλιτέχνη. Μπορεί κάποιος να είναι καλός δημιουργός, αλλά όχι καλός καλλιτέχνης. Και δυστυχώς, έχω απομυθοποιήσει δημιουργούς που θαύμαζα, όταν είδα πόσο “μη καλλιτέχνες” είναι».
INFO «In motion». Στις 8 και 15 Μαρτίου και στις 5 ,6 και 10 Απριλίου στην Εθνική Γλυπτοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου (Αλσος Στρατού, Γουδή – είσοδος από Λεωφ. Π. Κανελλόπουλου).



