Η Σμαράγδα Καρύδη στη δεύτερη σκηνοθεσία της επέλεξε το έργο του Ντάριο Φο και των Φράνκα Ράμε – Τζάκοπο Φο «Η μαριχουάνα της μαμάς είναι η καλύτερη» και το ανεβάζει σε διασκευή μιούζικαλ. Μετά την επιτυχία που είχε «Του Κουτρούλη ο γάμος», η δημοφιλής ηθοποιός υπογράφει αυτή την ιδιόρρυθμη κοινωνική σάτιρα και ετοιμάζεται για έναν γεμάτο χειμώνα, με παραστάσεις (στο θέατρο Ηβη από τις 18 Οκτωβρίου) και γυρίσματα («IQ»), έτοιμη να τα δώσει όλα.

View this post on Instagram

A post shared by Smaragda Karydi (@smaragda_karidi_official)


Αλήθεια πώς φτάσατε στη «Μαριχουάνα»;

«Το είχα διαβάσει προσφάτως. Οταν ήρθε η πρόταση να αναλάβω το Ηβη, το ανέφερα στον παραγωγό ανάμεσα στα άλλα που μου πρότεινε. Εβρισκα ότι έχει πλάκα αλλά με αρκετά παλιά στοιχεία που ήθελαν ανανέωση, πείραγμα, διασκευή. Τα έργα που μπορείς να πειράξεις και να ξαναφτιάξεις σου δίνουν τρομερή ελευθερία. Ο Ντάριο Φο κάνει θέατρο που φλερτάρει με όλα τα είδη, θεατρένιο, κλοουνερί. Συμβαίνουν εξωφρενικά πράγματα, από το πολύ ρεαλιστικό στο εντελώς εξωφρενικό – αυτό μου αρέσει. Εγώ το έκανα μιούζικαλ, με μουσική και τραγούδια. Διάβασα μια ωραία συνέντευξη του Ντάριο Φο – στον Ανταίο Χρυσοστομίδη – που έλεγε ότι αλλάζει τα έργα διαρκώς και κάθε φορά που καταπιάνεται με ένα παλιό του, του αλλάζει τα φώτα, οπότε νιώθω σαν να έχω την ευχή του. Ηξερε ότι ένα έργο πρέπει να γίνεται εργαλείο για παράσταση. Ετσι άρχισα να το πειράζω, κάτι που συνεχίζεται στις πρόβες».

Η θεματική του;

«Νομίζω ότι ο Φο ήθελε να πει κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που θέλω να πω εγώ. Γράφτηκε πριν την πτώση του Τείχους. Ο ίδιος πίστευε ότι πολλά από τα προβλήματα μπορούν να λυθούν αν αλλάξει η κοινωνία και γίνουμε κομμουνιστές. Είναι λίγο απλοϊκές οι λύσεις, σαν να μην υπάρχει τίποτα υπαρξιακό. Οταν η Φράνκα Ράμε το ξανάπιασε, το ’90, αφαίρεσε πολύ την αναφορά στο όνειρο του κομμουνισμού. Ο Φο ήθελε να μιλήσει πολύ και για τα ναρκωτικά γιατί το ’70 είχε πρωτοσκάσει στη νεολαία η ηρωίνη. Και ήθελε να τους πει «φύγετε από τα ναρκωτικά, υπάρχουν και οι αγώνες». Διατηρώντας το ζητούμενο των αγώνων, το μετατόπισα λίγο, το κάνω πιο υπαρξιακό. Για να ξεφύγουν από την πραγματικότητα οι άνθρωποι κατασκευάζουν κόσμους για να αντέξουν».

Με όχημα την κωμωδία;

«Ναι, την κωμωδία και την υπερβολή. Συχνά αυτό που στήνω μου θυμίζει Μόντι Πάιθονς, αυτές τις φιγούρες που μιλάνε για τα προβλήματα μέσα από μια υπερβολή. Εμπεριέχει και πολλά στοιχεία αυτοσχεδιασμού. Δεν έχω αλλάξει τη βασική δομή ούτε τα πρόσωπα – τα έχω φωτίσει αλλιώς».

Γιατί σκηνοθετείτε;

«Μου αρέσει να λέω ιστορίες, μου αρέσει η αφήγηση, να φτιάχνω έναν κόσμο, με αρχή-μέση-τέλος, λογική. Κι εκεί να εισβάλλει το παράλογο. Τον κόσμο που εγώ έχω στο μυαλό μου σίγουρα δεν μπορεί να μου τον δώσει ένας άλλος σκηνοθέτης. Αλλά δεν θέλω να παίζω τόσο όσο να σκηνοθετώ. Προς το παρόν όμως πρέπει να είμαι κι εγώ μέσα – δύσκολο και κουραστικό. Κάποια στιγμή μπορεί να κάνω κάτι χωρίς να παίζω».

Ποια είναι η μάνα που υποδύεστε;

«Νομίζω έχει τα κλασικά χαρακτηριστικά της ελληνίδας, μεσογειακής μάνας, αλλά παράλληλα κάνει πράγματα που δεν περιμένεις, με χιούμορ. Κι ο παππούς είναι μια τρομερή ιστορία – αν δεν έβρισκα καλό παππού δεν θα ανέβαζα το έργο. Χρειαζόταν ένας κωμικός να πετάει. Ο Τάκης Παπαματθαίου έχει τρομερή θεατρική παιδεία, είναι απίστευτος στη σκηνή, δίνει τον τόνο. Εχω πολύ καλό θίασο – Γιώργος Νούσης, Χάρης Χιώτης, Τάσος Ροδοβίτης, Διαμαντής Αδαμαντίδης, Ιωάννα Λέκκα».

Τι σας βαραίνει;

«Πάντα νιώθω ένα βάρος, μια πίσω σκέψη, αλλά προσπαθώ να τα διώχνω. Πρέπει να πηγαίνεις καθαρός, με γνώμονα αυτό που θες να κάνεις, όχι τι μπορεί να αρέσει. Νιώθω και μια ευθύνη απέναντι στον παραγωγό που με εμπιστεύθηκε, στον θίασο. Είμαι και συγκεντρωτική. Με το που αναλαμβάνω την ευθύνη πρέπει να τα κάνω όλα σωστά. Μικρότερη το απέφευγα και πολύ καλά έκανα, με πνίγει».

Νιώθετε ότι «παίζεται» το όνομά σας;

«Είναι λίγο βαρύγδουπο αυτό. Με τον εαυτό μου είναι η αναμέτρηση, όχι με τους άλλους. Μεγαλώνοντας έχω απελευθερωθεί αρκετά από τη γνώμη των άλλων κι αυτό συνέβη, για να είμαι ειλικρινής, γιατί ένιωσα αποδοχή. Εκανα πράγματα που άρεσαν, έχω παίξεις ρόλους που αγάπησαν, με έχουν αγαπήσει σαν ηθοποιό, οπότε έχω κάπως ησυχάσει».

Είναι η κωμωδία ο δρόμος σας;

«Οχι, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω κάτι που δεν έχει πολύ χιούμορ, είτε δράμα είτε κωμωδία. Δεν λέω ότι τα κάνω όλα καλά, αλλά ό,τι κάνω το κάνω με όλο μου τον εαυτό, και με κουράζει, μερικές φορές – γίνεται εξουθενωτικό».

Εχετε πάρει από το θέατρο ό,τι σας αναλογεί;

«Νομίζω ό,τι όποτε κουράστηκα πραγματικά, ανταμείφθηκα. Δεν πήρα κάτι λιγότερο ούτε περισσότερο. Δεν έχω κανένα παράπονο από το πώς μου συμπεριφέρθηκε η ζωή. Δεν νιώθω ότι κάποιος με αδίκησε».

Πώς σκηνοθετείτε;

«Από την πείρα μου, από τους σκηνοθέτες που έχω δουλέψει, καλούς και κακούς – από τους κακούς περισσότερο, γιατί προσπαθούσα να τους συμπληρώσω. Πάντα είχα γνώμη για τη δουλειά, είτε μπορούσα να την πω είτε όχι. Καιρό σκεφτόμουν τη σκηνοθεσία. Ο Θοδωρής μού το έλεγε χρόνια, μου έλεγε να μη φοβάμαι. Φοβόμουν αν θα είμαι ικανή, την ευθύνη, πώς θα το κάνω. Αλλά μου άρεσε πολύ, αλλιώς δεν θα το έκανα, κι ας χάνω τον ύπνο μου».

Συμπίπτει με μια ωριμότητα;

«Οταν σταμάτησα να με ενδιαφέρει πολύ τι θα πουν, αυτό ήταν η στιγμή της ωριμότητας. Για να είμαι δίκαιη, επειδή πήρα επιβεβαίωση και αισθάνθηκα ασφαλής, είπα ότι μπορώ να κάνω ένα βήμα παραπάνω. Αλλωστε δεν είναι πια άβατον η σκηνοθεσία, όπως επί Μινωτή. Ολοι το κάνουν, πιτσιρίκια, και τα ζηλεύω. Γιατί εγώ στην ηλικία τους δεν μπορούσα να πω ούτε το όνομά μου, όχι να σκηνοθετήσω. Ντρεπόμουν που υπάρχω».

Πώς κρίνετε την πορεία σας;

«Πιστεύω ότι από τότε που ξεκίνησα έχω κάνει άλματα. Ημουν πολύ κλειστό παιδί, με αποτέλεσμα να μην μπορώ να δοκιμάσω τίποτα. Μέσα από το άνοιγμα βρήκα πράγματα και ένιωσα το θέατρο σαν έναν χώρο παιχνιδιού και ελευθερίας. Δεν ξέρω αν έγινα καλή στα μάτια των τρίτων, εσωτερικά ξέρω τι κέρδισα. Παλαιότερα μίλαγα πολύ άσχημα για μένα – έπρεπε να συστηθώ και το είχα πάρει βαριά. Παίρνω τα πράγματα τρομερά στα σοβαρά. Ο,τι έχει βία, πόνο δεν το αντέχω καθόλου, κρύβομαι κάτω από το τραπέζι».

Και τώρα;

«Βλέπω, παρατηρώ το λάθος, αλλά δεν παθαίνω πια πανικό, δεν με στήνω στον τοίχο. Σαν κάπως να έχω λιγότερες φιλοδοξίες, κι ας φαίνεται το αντίθετο. Μπορεί για αυτό να καταφεύγω στην κωμωδία, στην πλάκα. Και στα δικά μου θέματα το ίδιο κάνω. Θέλω να πάω σε κηδεία και να πω ένα ανέκδοτο, δεν ξέρω γιατί, δεν έχω κάνει ψυχανάλυση. Βλέπω τη ζωή όπως στους Μόντι Πάιθονς…».

Με μια παράσταση θέλετε…

«…να περάσει ο κόσμος καλά, κάτι να σκεφτεί, λίγο να τον παρηγορήσει, να φύγει ξαλαφρωμένος».