Η παράσταση «Λαπωνία», που παρουσιάζεται στο Θέατρο Ζίνα σε σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη, έχει μόλις ρίξει αυλαία και το χειροκρότημα στους τέσσερις πρωταγωνιστές της – τον Μελέτη Ηλία, τη Βίβιαν Κοντομάρη, τη Βάσω Λασκαράκη και τον Σπύρο Τσεκούρα – είναι θερμό. Οταν το κοινό αποχωρεί, ο Μελέτης Ηλίας με υποδέχεται στο καμαρίνι του και είναι πάλι ο εαυτός του. Εχει αποτινάξει από πάνω του τον κυνικό Φινλανδό Ολαβι, που ερμήνευε για μιάμιση ώρα σε αυτή την τρυφερή κωμωδία των Ισπανών Μαρκ Ανζελέτ και Κριστίνα Κλεμέντε, η οποία παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα σε μετάφραση και διασκευή της Μαρίας Χατζηεμμανουήλ.
«Επιτέλους, μιλάτε κανονικά. Δεν τονίζετε όλες τις λέξεις στην πρώτη συλλαβή, όπως ο ήρωάς σας» του επισημαίνω με μία δόση χιούμορ. Γελάει. «Ξέρετε, αυτό το στοιχείο δεν προέκυψε τυχαία. Οταν ήρθε στα χέρια μου ο ρόλος του Ολαβι, επειδή υπήρχαν και αρκετές ατάκες του στα φινλανδικά, ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανα ήταν να επισκεφθώ τη φινλανδική πρεσβεία και να ζητήσω βοήθεια στην προφορά της γλώσσας. Και πράγματι, τρεις ημέρες αργότερα, μου τηλεφώνησε ο Τέμου, ένας πολύ ευγενικός Φινλανδός, παντρεμένος με Ελληνίδα, που διαμένει χρόνια στη χώρα μας. Ηρθε λοιπόν για δύο ημέρες στην πρόβα μας και καθίσαμε μαζί να δουλέψουμε ατάκα-ατάκα, ώστε να βρούμε την προφορά που θα έφερε ένας γνήσιος Φινλανδός στα ελληνικά. Κυρίαρχο στοιχείο των φινλανδικών είναι ότι όλες οι λέξεις τονίζονται στην πρώτη συλλαβή. Θέλησα να το κρατήσω αυτό το κομμάτι μιλώντας ως Φινλανδός ελληνικά».
Και εκ του αποτελέσματος, ορθώς έπραξε, γιατί ουκ ολίγες φορές η προφορά στα ελληνικά του κυνικού Φινλανδού που ερμηνεύει προκαλεί γέλια. Οσο για την υπόθεση; Ο ήρωάς του είναι παντρεμένος με μια Ελληνίδα, τη Νίκη (την ερμηνεύει η Βίβιαν Κοντομάρη), και ζουν στην πατρίδα του, έχοντας αποκτήσει μία τετράχρονη κόρη.
Το έργο ξεκινά όταν η αδελφή της γυναίκας του, Ελένη (την υποδύεται η Βάσω Λασκαράκη), μαζί με τον άντρα της, Μάκη (τον ενσαρκώνει ο Σπύρος Τσεκούρας), και τον πεντάχρονο γιο τους τούς επισκέπτονται για τα Χριστούγεννα. Τι καλύτερο από το να δουν το χωριό του Αϊ-Βασίλη; Μόνο που η μαγεία των γιορτών χαλάει όταν η τετράχρονη κόρη του, ως γνήσιο τέκνο του, αποκαλύπτει στον πεντάχρονο ξάδελφό της ότι ο Αϊ-Βασίλης δεν υπάρχει.
Και τότε ξεσπά η σύγκρουση ανάμεσα στα δύο ζευγάρια. Μαγεία Χριστουγέννων ή ορθολογισμός; «Δεν είναι μια απλή κωμωδία» επισημαίνει ο Μελέτης Ηλίας. «Με αφορμή αυτή τη διαφωνία ανάμεσα στα ζευγάρια, θίγονται διάφορα ζητήματα που ολοκληρώνουν το έργο. Ανοίγει μια συζήτηση, από το πώς μεγαλώνουμε ένα παιδί μέχρι τις διαφορετικές νοοτροπίες ανάμεσα στους μεσογειακούς λαούς και τους Βορειοευρωπαίους, ανατέμνοντας τελικά στερεότυπα και συνήθειες».
Οπως εξηγεί, ο ήρωάς του δεν είναι τελικά τόσο ψυχρός όσο θέλει να παρουσιάζεται. «Στα μέσα της παράστασης αποκαλύπτεται η ρωγμή του και αυτή η εξωτερική κυνικότητα είναι τελικά μία βιτρίνα. Υπάρχει μια ωραία ατάκα στο έργο: “Οταν τους περισσότερους μήνες του χρόνου χιονίζει και τα πάντα σκεπάζει το άσπρο χιόνι, όλα φαίνονται υπέροχα. Αλλά αν σκάψεις από κάτω, θα βρεις λάσπη”».
Το κεφάλαιο «Τερζόπουλος» και ο Λευτέρης Βογιατζής
Ο ίδιος κλείνει σχεδόν 25 χρόνια στο θέατρο. Αλήθεια, ήταν χρόνια με περισσότερες λύπες ή χαρές; «Θα ήμουν αχάριστος να ισχυριστώ ότι οι λύπες ήταν περισσότερες από τις χαρές» απαντά. «Γνώρισα σπουδαίους δασκάλους. Σκεφθείτε μόνο τα φεστιβάλ σε όλες τις ηπείρους, στα οποία έπαιξα ως ηθοποιός του Τερζόπουλου… ένας άλλος κόσμος ανοίχθηκε μπροστά μου». Πώς ήρθε όμως η γνωριμία του με τον σπουδαίο θεατράνθρωπο; «Μέσα από μία περίεργη συγκυρία» απαντά. «Τελειώνοντας τη δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης στις πτυχιακές εξετάσεις με ξεχώρισε κάπως ο Λευτέρης Βογιατζής. Μετά από εξονυχιστικές οντισιόν τριών μηνών, με πήρε για το έργο “Σ’ εσάς που με ακούτε” της Λούλας Αναγνωστάκη. Τελικά αυτή η συνεργασία δεν ευδοκίμησε γιατί στο πεντάμηνο των προβών διαπιστώσαμε και οι δύο ότι δεν μπορούσα να αντέξω αυτού του είδους την πίεση με την οποία δούλευε» θυμάται.
Λίγες ημέρες όμως αργότερα μια δασκάλα του, η Πέπη Οικονομοπούλου, τού είπε ότι ο Θεόδωρος Τερζόπουλος έψαχνε για καινούργιους ηθοποιούς. «Αρχικά είχα δισταγμούς. Ευτυχώς όμως το έπραξα γιατί είδα τελικά μπροστά μου έναν άνθρωπο τρομερά καλοσυνάτο, ευγενικό, υπομονετικό, διορατικό. Το εξαντλητικό, σωματικό training που απαιτούν οι παραστάσεις του ούτε που με απασχόλησε. Γιατί δονούνταν η ψυχή μου, άλλαζα, από όλα αυτά που μάθαινα. Είπα “θα τα δώσεις όλα εδώ. Δεν θα έχεις άλλη ευκαιρία!”. Και έμεινα πέντε χρόνια μαζί του. Αλλά ακόμη και όταν έφυγα από το Αττις δεν σταμάτησε η συνεργασία μας, συνεχίσαμε. Μάλιστα πέρυσι που παρουσίασε την “Ορέστεια” στην Επίδαυρο (σ.σ. η παράσταση θα επαναληφθεί και φέτος) μου πρότεινε τον ρόλο του Αγαμέμνονα. Επρεπε όμως να ξεκινήσει τις πρόβες από τον Ιανουάριο και εγώ δυστυχώς είχα θέατρο και παράλληλα τηλεόραση. Με τεράστιο πόνο ψυχής αρνήθηκα. Μου έστειλε τότε ένα συγκινητικό μήνυμα: “Σου εύχομαι πάνω από όλα να είσαι καλά και μακάρι να συναντηθούμε ξανά γιατί τα χρόνια περνάνε και δεν γυρίζουν”. Αυτόν τον άνθρωπο εγώ τον θεωρώ θεατρικό μου πατέρα».
Η ταμπέλα του «ποιοτικού» και του «εμπορικού» θεάτρου
Ο ίδιος, λοιπόν, είναι ένας ηθοποιός που προήλθε από τα σπάργανα αυτού που, εν συντομία, ονομάζουμε «ποιοτικό θέατρο», αλλά δεν δίστασε να πει το «ναι» στην τηλεόραση, σε μία εποχή που οι ταμπέλες καλά ακόμη κρατούσαν. «Σαν απόφοιτος του Θεάτρου Τέχνης και, αργότερα, ως ηθοποιός του Τερζόπουλου, αρχικά κουβαλούσα έντονα αυτόν τον διαχωρισμό ανάμεσα στο “ποιοτικό” και το “‘εμπορικό”» παραδέχεται. «Ευτυχώς, κατάλαβα κάποια στιγμή ότι το να είναι κάτι “εμπορικό” δεν αναιρεί το ότι μπορεί να είναι ταυτόχρονα και “ποιοτικό”. Ευτυχώς σήμερα οι ταμπέλες εκλείπουν. Βλέπεις σκηνοθέτες του λεγόμενου “ποιοτικού θεάτρου” να συνεργάζονται με “εμπορικούς ηθοποιούς” και επίσης ηθοποιοί του λεγόμενου “ποιοτικού θεάτρου” να κάνουν τηλεόραση, που παλαιότερα θεωρούνταν το απαύγασμα της εμπορικότητας. Στη σκέψη μου έρχεται, για παράδειγμα, ο Δημήτρης Ημελλος. Το ευρύ κοινό τον έμαθε τα τελευταία τρία χρόνια μέσα από τον “Σασμό”. Πόσο πιο κερδισμένο θα ήταν εάν γνώριζε αυτόν τον σπουδαίο ηθοποιό 20 χρόνια πριν;».
Ο ίδιος φέτος πρωταγωνιστεί στη «Μάγισσα φλεγόμενη καρδιά». «Τα γυρίσματα για εμένα τέλειωσαν» αναφέρει. «Ηταν ένα ωραίο ταξίδι. Μία σειρά που έγινε με κινηματογραφικούς χρόνους και όρους, και αυτός είναι και ένας λόγος που θεωρώ ότι δεν πήγε και τόσο καλά στο κομμάτι της τηλεθέασης, με την έννοια ότι δεν είναι ένα σίριαλ που μπορείς να το παρακολουθήσεις από την κουζίνα σου με τον απορροφητήρα ανοιχτό. Θέλει μία άλλη συγκέντρωση…».
Οσο για το καλοκαίρι του, προβλέπεται γεμάτο, καθώς συναντά τον ρόλο του Κρέοντα στην «Αντιγόνη» που θα σκηνοθετήσει ο Θέμης Μουμουλίδης, με την ηθοποιό Λένα Παπαληγούρα να υποδύεται την τραγική ηρωίδα του Σοφοκλή. «Εχω αρκετά χρόνια να ασχοληθώ με το συγκεκριμένο είδος» αναφέρει. «Και η τραγωδία απαιτεί αντοχές και κουράγια αθλητή. Η αλήθεια είναι ότι αλλιώς “χτυπιόσουν” στα 25 ή στα 30 σου στον Τερζόπουλο και αλλιώς σήμερα στα 45 σου. Χρειάζεται ειδικές ικανότητες. Γιατί, όσο και να έχουν παρεισφρήσει οι ψείρες και τα μικρόφωνα στη θεατρική πράξη, η τραγωδία θέλει πνευμόνια!».



