Το 1914 φτάνει στην Αίγυπτο ένας πολύ γνωστός βρετανός συγγραφέας, που την επόμενη δεκαετία η φήμη του θα έφτανε στο κατακόρυφο. Είχε ήδη εκδώσει δύο από τα καλύτερα μυθιστορήματά του, το Δωμάτιο με θέα (1908) – που παραμένει το πιο δημοφιλές βιβλίο του – και το Χάουαρντς Εντ (1910). Ως μεγάλος συγγραφέας όμως θα καθιερωνόταν το 1924 με το αριστουργηματικό του Πέρασμα στην Ινδία. Ηταν ο Ε. Μ. Φόρστερ, που για μας – και όχι μόνο – έχει μια επιπλέον σημασία, αφού ήταν εκείνος που θα άνοιγε τον δρόμο για την καθιέρωση του Κ. Π. Καβάφη ως ενός από τους κορυφαίους ποιητές του 20ού αιώνα, συστήνοντάς τον στο βρετανικό κοινό και ιδιαίτερα στα μέλη του Κύκλου του Μπλούμσμπερι της Βίρτζινια και του Λέoναρντ Γουλφ. Ο Φόρστερ ήταν κι εκείνος επιφανές μέλος του Κύκλου στις δεκαετίες του 1910 και του 1920.
Η βασίλισσα του Λεβάντε

Το 1915 o Φόρστερ μετέβη στην Αλεξάνδρεια ως υπάλληλος του Αιγυπτιακού Ερυθρού Σταυρού. Η Βρετανία τότε ήταν μια μεγάλη αυτοκρατορία και η Αίγυπτος βρετανικό προτεκτοράτο. Η Αλεξάνδρεια, που τον προηγούμενο αιώνα ο Μεχμέτ Αλή την είχε αναδείξει σε λαμπρή πόλη (τη βασίλισσα του Λεβάντε, καθώς λέγεται), διατηρούσε ακόμη την παλιά της αίγλη και τον διεθνή της χαρακτήρα. Τέσσερις γλώσσες (αγγλικά, ιταλικά, ελληνικά και αραβικά) κυριαρχούσαν στην καθημερινή ζωή, στις εμπορικές συναλλαγές και φυσικά στην κουλτούρα. Ο Φόρστερ, 36 ετών τότε, στις αρχές της παραμονής του στην Αίγυπτο ένιωθε δυσαρέσκεια – κάποτε σε βαθμό απέχθειας – για καθετί αραβικό. Η συναναστροφή του με τον Καβάφη όμως του άλλαξε τις ιδέες του για τους ανθρώπους και την Αλεξάνδρεια. Ο Καβάφης ήταν 53 ετών και στο βιβλίο του για την πόλη με τίτλο Φάρος και φαρίσκος ο Φόρστερ έδωσε την εικόνα του ποιητή σε μια φράση που έμεινε ιστορική: ο Καβάφης ήταν «ένας έλληνας τζέντλεμαν με ψάθινο καπέλο, απολύτως ακίνητος, με μια λοξή γωνία προς το σύμπαν».
Μονομερής φιλία
Ο Καβάφης μύησε τον Φόρστερ στη σχεδόν μυθική ατμόσφαιρα της Αλεξάνδρειας και ο Φόρστερ ως το τέλος της ζωής του θεωρούσε καταλυτική τη γνωριμία και τη φιλία του με τον ποιητή. Η φιλία όμως αυτή ήταν σε μεγάλο βαθμό μονομερής. Ο Καβάφης υπήρξε μεν ευγενής αλλά ουδέποτε διαχυτικός και ενθουσιώδης όπως ο Φόρστερ. Υπήρχε βέβαια μια θεμελιώδης διαφορά στις απόψεις τους για τον ελληνικό κόσμο. Το «Μέγα Πανελλήνιον» του Καβάφη δεν είχε ουδεμία σχέση με την ιδέα του Φόρστερ ότι ο ελληνικός πολιτισμός είναι λίγο-πολύ ένα τεχνητό ευρωπαϊκό προϊόν· ενώ το καβαφικό «Μέγα Πανελλήνιον» αποτυπώνει τη συνέχεια του ελληνισμού μέσα στους αιώνες – άποψη που βασίζεται, σε μεγάλο βαθμό, στον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο.
Δεν πρέπει όμως να παραγνωρίζει κανείς και το γεγονός όχι μόνο γιατί ο επιφανής ιστορικός Αρνολντ Τόινμπι, καθηγητής στο Κινγκς Κόλετζ, καυτηρίασε τις ακρότητες του ελληνικού στρατού κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας, αλλά και διότι το ίδιο έκανε κι ο Φόρστερ σε φιλοτουρκικά άρθρα που είχε δημοσιεύσει, τα οποία ασφαλώς και τα γνώριζε ο Καβάφης. Ο Καβάφης «εισήγαγε» τον Φόρστερ στο αισθησιακό κλίμα της Αλεξάνδρειας – κι έτσι εξηγείται κατά πάσα πιθανότητα το ότι, μολονότι 36 ετών, εδώ γνώρισε την πρώτη ολοκληρωμένη ομοερωτική του εμπειρία –, σε αντίθεση με τον Καβάφη που την είχε αποκτήσει πολύ νεότερος, στην Κωνσταντινούπολη. Γι’ αυτό κι ενώ για τον Καβάφη οι ερωτικές του σχέσεις ήταν περιστασιακές, για τον Φόρστερ ο δεσμός που συνήψε με τον Μοχάμετ, έναν δεκαεπτάχρονο εισπράκτορα στα τραμ, δεν ήταν μόνο σωματικός αλλά και βαθύτατα ψυχικός και συναισθηματικός.
Ο Καβάφης δεν έτρεφε καμιά ιδιαίτερη συμπάθεια για τους λογοτεχνικούς φίλους του Φόρστερ. Ηταν βέβαια ευγενής και διακριτικός – αλλά ως εκεί. Και την Αλεξάνδρεια άρχισε να την αγαπά στο τέλος του 19ου αιώνα. Τότε όμως είχε στερεωθεί μέσα του η πεποίθηση πως η ποίησή του είναι σπουδαία και πως της ανήκει το μέλλον, πράγμα για το οποίο ο χρόνος τον δικαίωσε κατά τον πλέον πανηγυρικό τρόπο. Απέφυγε διακριτικά – και χωρίς να θίξει το θέμα – την πρόταση του Φόρστερ να εκδώσει βιβλίο με ποιήματά του στην Αγγλία. Αλλωστε και στα ελληνικά όσο ζούσε τύπωνε χωριστά σε φύλλα τα ποιήματά του και τα έστελνε σε όποιον του τα ζητούσε. Ηξερε πως το μεγάλο ταξίδι που πραγματοποιούσε στο ελληνικό παρελθόν τον μετέφερε στο μέλλον.
Η μνήμη: μούσα του Καβάφη
Ο Σεφέρης, που ως ποιητής δεν είχε καμία σχέση με τον Αλεξανδρινό, προέβη σε δύο εξαιρετικές παρατηρήσεις: πρώτον, ότι ο Καβάφης έξω από την ποίησή του δεν υπάρχει και, δεύτερον, ότι από ένα σημείο και έπειτα, μολονότι το κάθε ποίημά του έχει την αυτονομία του, στο σύνολό τους τα ποιήματά του συνιστούν έργο εν προόδω. Μούσα του είναι η μνήμη, δηλαδή η μούσα της Ιστορίας, η Κλειώ.
Η σχέση του Καβάφη λοιπόν με τον Φόρστερ ήταν σημαδιακή, όχι τόσο για τον ίδιο, όσο για τον Φόρστερ. Κι αυτό αποδεικνύεται περίτρανα από το βιβλίο Φίλοι σε ελαφράν απόκλιση, που κυκλοφόρησε το 2009 και περιλαμβάνει τα γράμματα τα οποία αντάλλαξαν μεταξύ τους μέσα σε μια δεκαπενταετία. Μπαίνει κανείς στον πειρασμό να αναφερθεί στον Λάο Τσε, ο οποίος έλεγε πως γνώριζε όλον τον κόσμο χωρίς να χρειαστεί να μετακινηθεί από το σπίτι του. Ο Φόρστερ ταξίδεψε στον χώρο αλλά ο Καβάφης στον χρόνο, γι’ αυτό και οικειοποιείται με τέτοια μοναδικότητα τα ιστορικά περιστατικά, που τα καθιστά προσωπικές εμπειρίες, και όταν καταφεύγει στα ατομικά του βιώματα τους προσθέτει την πατίνα του χρόνου.
Ισως χωρίς τη συμβολή του Φόρστερ η ανάδειξη της ποίησης του Καβάφη διεθνώς να είχε κάπως καθυστερήσει και θα παρουσίαζε ασφαλώς ενδιαφέρον να δει κανείς ποια ήταν η επίδραση της καβαφικής ποίησης στο έργο του Βρετανού. Χωρίς αμφιβολία υπήρξε πολύ σημαντική – έστω και έμμεση. Αν ο τελευταίος δεν είχε γνωρίσει και συναναστραφεί τον Καβάφη ίσως να μην είχε γράψει – ή να ήταν διαφορετικό – το βιβλίο του Alexandria: A History and a Guide (Αλεξάνδρεια: Ιστορία και οδηγός), που εκδόθηκε το 1922.
Το ερώτημα γιατί υπάρχει τόση ενδοχώρα στο καβαφικό έργο ενώ τα πεζά του ούτε αρκετά είναι ούτε σπουδαία το απαντά η ίδια η ποίησή του. Δεν υπήρξε ο πρώτος ποιητής πόλης. Προηγήθηκαν ο Σαρλ Μποντλέρ και ο Γουίλιαμ Μπλέικ. Κι όμως, όταν μιλά κανείς για τη σχέση με την πόλη, ο πρώτος που του έρχεται στον νου είναι ο Καβάφης. Αυτός ο αριστοκρατικός, κατά τα άλλα, στις ιδέες και στην εμφάνιση, έδειξε στον Φόρστερ τη λαϊκή Αλεξάνδρεια και τον γοητευτικό, τότε, πολεοδομικό και ιστορικό της λαβύρινθο. Και μόνο γι’ αυτό είναι δικαιολογημένος ο χαρακτηρισμός που του αποδίδεται: Αλεξανδρινός.
Μακριά από τον πόλεμο
Ο Λόρενς Ντάρελ έφτασε στην Αλεξάνδρεια το 1941, όχι βέβαια για να «περπατήσει» στα ίχνη της ζωής του Καβάφη. Η ζωή του Αλεξανδρινού καθαυτή μικρό ενδιαφέρον θα είχε για έναν συγγραφέα που η τυχοδιωκτική του φύση και οι περιστάσεις της ζωής του τον οδήγησαν σε τόσα μέρη: στην Ευρώπη, την Κέρκυρα, την Αίγυπτο, την Κύπρο. Ο Ντάρελ φεύγει από την Κέρκυρα για την Κρήτη μαζί με τη σύζυγό του και το μικρό παιδί τους (15 μηνών) μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Αξονα. Η Κρήτη ήταν το τελευταίο μέρος της χώρας που κατέλαβαν οι Γερμανοί. Με το πρώτο πλοίο, στο οποίο κατάφερε ο Ντάρελ να επιβιβαστεί με την οικογένειά του τον Απρίλιο του 1941, αναχώρησε για την Αίγυπτο. Πρώτα στο Κάιρο και κατόπιν στην Αλεξάνδρεια, όπου διορίστηκε ακόλουθος Τύπου. Ο πόλεμος μαινόταν στην Αφρική και το Ελ Αλαμέιν απείχε λιγότερο από 120 χιλιόμετρα από την Αλεξάνδρεια.
Ο Ντάρελ, ο οποίος έκανε τέσσερις γάμους, θεωρούσε τον εαυτό του Μεσογειακό, αντιπαθούσε τη Βρετανία και είχε απίστευτα περιπετειώδη ζωή, έμεινε στην Αλεξάνδρεια ως το 1945, όταν τον απέσπασαν στη Ρόδο. Οι περιπέτειές του έχουν λεπτομερώς καταγραφεί και είναι εύκολο να τις πληροφορηθεί κανείς κάνοντας μια απλή περιήγηση στο Διαδίκτυο, αλλά τα χρόνια που πέρασε στην Αλεξάνδρεια είναι πολύ σημαντικά, αφού εδώ άντλησε τις εμπειρίες που τον βοήθησαν αποφασιστικά στο να γράψει το σημαντικότερο – και διασημότερο – έργο του: την τετραλογία Αλεξανδρινό κουαρτέτο.
Ο Ντάρελ ήταν και ποιητής, διόλου ασήμαντος μάλιστα. Εδώ έγραψε ένα από ωραιότερα ποιήματά του με τίτλο Αλεξάνδρεια, όπου αναδεικνύει τη διαβρωτική ατμόσφαιρα της πόλης και τη μοναξιά του, μολονότι εκείνα τα χρόνια η Αλεξάνδρεια βρισκόταν ακόμη στην ακμή της και δεν είχε «αραβοποιηθεί», όπως συνέβη μετά την άνοδο στην εξουσία του Νάσερ το 1952.
Μοντερνιστικό επίτευγμα
Πέρασαν χρόνια ώσπου να γράψει και να εκδώσει το Αλεξανδρινό κουαρτέτο (από το 1957 ως το 1960) ο Λόρενς Ντάρελ. Αποτελείται από τέσσερα μυθιστορήματα. Στα τρία πρώτα (Ιουστίνη, Βαλτάσαρ, Μαουντολίβ) έχουμε τα ίδια γεγονότα, που αναφέρονται στην προ και κατά τα διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου περίοδο, υπό διαφορετική όμως οπτική γωνία το καθένα. Στο τέταρτο βιβλίο (Κλέα) έχουμε μια αναδρομή στα γεγονότα των τριών πρώτων, αναδρομή όμως που πραγματοποιείται μερικά χρόνια αργότερα. Η κίνηση μέσα στον χρόνο είναι διαρκής αλλά το υπόστρωμα της αφήγησης παραμένει ενιαίο και δεν μπερδεύει τον αναγνώστη. Αυτή η παλινδρομική αφήγηση έχει μια γοητεία που θεωρήθηκε και πρωτότυπη και ανεπανάληπτη στον καιρό της. Κι αυτό το γνώρισμα ήταν αρκετό για να χαρακτηριστεί το Αλεξανδρινό κουαρτέτο μοντερνιστικό επίτευγμα. Ο Ντάρελ χωρίς να αφίσταται των πεζογραφικών κανόνων δεν ξεχνά τον ποιητή, που ενώ δεν τον προβάλλει στο προσκήνιο, του επιτρέπει να πλουτίσει την αφήγηση με τη βαθιά ποιητικότητα που υπάρχει και στους χαρακτήρες και στον περίγυρο.
Η ομορφιά των γυναικών
Ο Ντάρελ βρίσκεται στα καλύτερά του όταν γοητεύεται περισσότερο από τον μαγνητισμό και την ατμόσφαιρα των τόπων παρά από εκείνο που αποκαλούμε ανθρώπινη κατάσταση. Και ως «ορκισμένος» γυναικάς αφήνεται να παρασυρθεί από το μυστήριο και την παράξενη ομορφιά των γυναικών της Αλεξάνδρειας που τον συναρπάζει. Το ερωτικό πάθος είναι κυρίαρχο και σε μεγάλο βαθμό η κινητήρια δύναμη της αφήγησης που χρωματίζει τα γεγονότα και τον περίγυρο, το πώς άνδρες και γυναίκες συνυπάρχουν, ερωτεύονται και συγκρούονται μέσα στα ερείπια των αρχαίων πολιτισμών.
Αυτό είναι ένα μάθημα που το άντλησε από έναν μεγάλο συγγραφέα που θαύμαζε: τον Ντ. Χ. Λόρενς. Κι εκείνου τα βήματα ακολουθεί κοροϊδεύοντας τις λογοτεχνικές θεωρίες. Το σπουδαίο αποτέλεσμα όμως οφείλεται στην αφηγηματική του δεινότητα, τις δραματικές ιστορίες που εντάσσει στις αφηγήσεις του, την ικανότητά του να παίρνει στα σοβαρά – κι αυτό να το μεταβιβάζει στον αναγνώστη – τα κωμικά όσο και τα δραματικά στοιχεία. Κι εδώ ακολουθεί τα βήματα ενός άλλου συγγραφέα που θαύμαζε: του Χένρι Μίλερ. Δεν λείπει φυσικά ο Καβάφης, διότι Καβάφης σημαίνει Αλεξάνδρεια. Δύο ποιήματα του Αλεξανδρινού (από τα διασημότερα), τα «Η πόλις» και «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον», τα περιλαμβάνει στο Αλεξανδρινό κουαρτέτο σε δική του μετάφραση.
Εχει ο καιρός γυρίσματα
Με το ίδιο σκεπτικό είναι γραμμένα και τα μεταγενέστερα βιβλία του Ντάρελ, αλλά την αρμονική σύνθεση του Κουαρτέτου δεν κατάφερε να την επιτύχει ξανά. Σήμερα ο συγγραφέας αυτός δεν διαβάζεται από το πλήθος των αναγνωστών που τον διάβαζε στον καιρό του. Αλλά, κατά την κοινοτοπία, πού ξέρεις; Εχει ο καιρός γυρίσματα.
Υπάρχει ένα σημαντικό βιβλίο, του Μάικλ Χάαγκ, που έχει εκδοθεί και στα ελληνικά: το Αλεξάνδρεια. Πόλη της μνήμης (2005), όπου ο συγγραφέας θεμελιώνει την άποψή του ότι τρεις μορφές ορίζουν το πρόσωπο της Αλεξάνδρειας: ο Φόρστερ, ο Ντάρελ και ο Καβάφης. Αλλά εμείς θα πρέπει να προσθέσουμε και μία ακόμη: του Στρατή Τσίρκα, ενός κορυφαίου πεζογράφου, οι Ακυβέρνητες πολιτείες του οποίου δεν έχουν σε τίποτε να ζηλέψουν το Αλεξανδρινό κουαρτέτο.
Μαρινέτι, Ουνγκαρέτι, Γιουρσενάρ
Δύο σημαίνουσες μορφές των ευρωπαϊκών Γραμμάτων γεννήθηκαν στην Αλεξάνδρεια: Ο πάπας του φουτουρισμού Φιλίπο Τομάσο Μαρινέτι και ένας από τους μείζονες ιταλούς ποιητές: ο Τζουζέπε Ουνγκαρέτι. Ο πρώτος προσπάθησε το 1930 σε συνάντησή του με τον Καβάφη να τον εντάξει στους φουτουριστές. Ο τελευταίος, αφού με βυζαντινή διπλωματικότητα επαίνεσε τον φουτουρισμό (και τον ελεύθερο στίχο) αρνήθηκε την ένταξη.
Ο Μαρινέτι ισχυρίστηκε πως ο Καβάφης είναι πνευματικά φουτουριστής και πως το κίνημα πάει πέρα από τον ελεύθερο στίχο· είναι ο «ύμνος του μεγάλου μας πολιτισμού της ταχύτητας» – αλλά βέβαια δεν έπεισε τον Καβάφη.
Ο Τζουζέπε Ουνγκαρέτι, που γνώρισε τον Καβάφη όταν ήταν έφηβος, πρωτοστάτησε στην προβολή του έργου του στην Ιταλία. Οπως άλλωστε και μια άλλη σημαντική μορφή της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, που τον μετέφρασε στα γαλλικά.
Και οι τρεις ταξίδεψαν πολύ. Ο Καβάφης όμως έμεινε στο «ακίνητο σημείο»: την πόλη που σήμερα ως φυσική παρουσία παρακμάζει αλλά μέσα στο έργο του ταξιδεύει διασχίζοντας τον χρόνο και μας μιλάει όπως κανείς άλλος για την εποχή μας. Γιατί όπως έλεγε ένας σημαντικός ποιητής, ο Γιόζεφ Μπρόντσκι, που τον θαύμαζε, τον Καβάφη τον αγαπάς αλλά είναι αδύνατον να τον μιμηθείς γιατί είναι μοναδικός – και άρα ανεπανάληπτος.



