Γιατί απέτυχε ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα στις εκλογές του 2023 γκρεμίζοντας την απήχησή του από το 31,5% του 2019 στο 17%; Ή διαφορετικά: Είναι λογικό να κοστίζει σε ένα κόμμα περισσότερο η περίοδος στα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης απ’ ότι μια ταραχώδης και συγκρουσιακή κυβερνητική θητεία;
Και όμως ο ΣΥΡΙΖΑ επί προεδρίας Τσίπρα κατέχει και αυτήν την πρωτιά της Μεταπολίτευσης. Επί τέσσερα χρόνια δεν έδειξε το παραμικρό σημάδι ότι μπορεί να αποτελέσει αξιόπιστη εναλλακτική διακυβέρνησης. Ο ηγέτης, μαζί του και το κόμμα, απλώς περίμεναν τον Μητσοτάκη να πέσει σαν άλλο ώριμο φρούτο, κυρίως εξαιτίας έλλειψης «ενσυναίσθησης».
Η απογοητευτική αντιπολιτευτική εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ εκείνα τα χρόνια οφείλεται πρωτίστως στον Αλέξη Τσίπρα και όχι σε αυτούς που σήμερα ο πρώην πρωθυπουργός πετάει από το καράβι της «Ιθάκης» στη μαύρη θάλασσα που κατά πάσα πιθανότητα σε ξεβράζει στην πολιτική αφάνεια.
Ακόμα και αν κανείς δεχθεί ότι πολλά από τα δεινά της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ οφείλονται στις διάφορες αγκυλώσεις της Αριστεράς, τις συνιστώσες και τις αλλεπάλληλες ομαδοποιήσεις, αλλά την έκτακτη κατάσταση εξαιτίας της διαπραγμάτευσης κλπ, δεν ισχύει το ίδιο στην εποχή της αντιπολίτευσης. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είχε όλο το χρόνο, το προσωπικό κύρος εντός του χώρου και μια σειρά από αφορμές πρώτον για να μετεξελιχθεί ο ίδιος και στη συνέχεια να αλλάξει το κόμμα.
Τι έπραξε; Απολύτως τίποτα. Παρέμεινε αδρανής λες και δεν γνώριζε ποιοι είναι και τι θέλουν οι δικοί του σύντροφοι. Πίστεψε ότι η λαϊκίστικη αντιμνημονιακή συνταγή του 2015 θα έπιανε και το 2019. Επιχείρησε να ενεργοποιήσει λίγο παραπάνω τον παλαιοπασοκικό πυρήνα εντός του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς επιτυχία αφενός εξαιτίας της εσωτερικής αντίδρασης αφετέρου καθώς το εγχείρημα ήταν εξαρχής θνησιγενές. Με λίγα λόγια, ο Αλέξης Τσίπρας θέλει να πείσει σήμερα ότι το πρόβλημά του ως αρχηγού ήταν η εσωτερική αντιπολίτευση. Τότε όμως, ως αδιαφιλονίκητος ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ, δεν έκανε τίποτα για να το λύσει. Θέλει, κάπως απότομα να το λύσει τώρα καθώς διαφορετικά δεν θα πετύχει το rebranding.
Στην πραγματικότητα, το πρόβλημα του πρώην πρωθυπουργού, και τότε και τώρα, είναι πως προέρχεται από την ίδια πολιτική μήτρα με τους παλιούς συντρόφους του. Εξ ου και του ήταν αδύνατο να αποτινάξει από πάνω του είτε αυτούς ως πρόσωπα είτε την αριστερίστικη πολιτική τους, την οποία άλλωστε ο ίδιος πρώτος χάραζε και ακολουθούσε. Και είναι φυσικά αβέβαιο αν θα μπορέσει από εδώ και στο εξής να πείσει το εκλογικό ακροατήριο ότι δεν είναι πια ο Τσίπρας του πρόσφατου παρελθόντος. Το βέβαιο είναι ότι ντροπιαστικές κινήσεις, όπως αυτές της εξορίας στον εξώστη όχι απλώς δεν αρκούν, ίσως να γυρίσουν εναντίον του.
Τα προβλήματα για τον Αλέξη Τσίπρα δεν τελειώνουν εκεί. Μαζί και τα ερωτήματα: Τι το πολιτικό ή το αντιπολιτευτικό έκανε ο πρώην πρωθυπουργός από την ημέρα που παραιτήθηκε από την ηγεσία του κόμματος έως σήμερα; Επιχείρησε να δώσει δαχτυλίδι διαδοχής στην Έφη Αχτσιόγλου ουσιαστικά φορτώνοντάς της τα δεινά του 17%. Έφερε τον Στέφανο Κασσελάκη στο προσκήνιο. Επιχείρησε να τον ανατρέψει. Έγραψε, αρκετά πρόχειρα, την πολιτική αυτοβιογραφία του. Κοινός παρονομαστής όλων αυτών ότι πάντα ο ίδιος τελούσε εν αναμονή της επιστροφής του. Παρεμπιπτόντως παραιτήθηκε από τη βουλευτική έδρα του, περισσότερο ως κινηματική πράξη αντίστασης- μια αντισυμβατική επιλογή ώστε να αποδείξει ότι ο ίδιος δεν είναι μέρος του κατεστημένου που για δεύτερη φορά θα προσπαθήσει να καταπολεμήσει.
Ποιος είναι ο αντιπολιτευτικός λόγος του σύγχρονου Αλέξη Τσίπρα; Αν κανείς κρίνει από τα όσα ακούστηκαν στις έως σήμερα δημόσιες παρεμβάσεις του τότε μάλλον το αποτέλεσμα είναι πάλι απογοητευτικό. Γενικόλογες διακηρύξεις, καταπολέμηση της διαφθοράς, «σοκ εντιμότητας, δικαιοσύνης και δημοκρατίας» καθώς και μια νέα «ηθική της διακυβέρνησης». Το πράγμα γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρον καθώς η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει τόσα κακώς κείμενα προς αντιπολίτευση που σε άλλες εποχές θα είχε ήδη ανατραπεί. Απέχουμε όμως παρασάγγας από ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Όπως παρασάγγας απέχει και ο αντιπολιτευτικός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ και της Νέας Αριστεράς από το να χαρακτηριστεί εποικοδομητικός και κυρίως αποτελεσματικός. Άρα, το πρόβλημα τόσο του Αλέξη Τσίπρα όσο και των συντρόφων του δεν περιορίζεται στις μεταξύ τους σχέσεις. Είναι δομικό ζήτημα ελλειμματικού πολιτικού λόγου- λόγου αδύναμου να ανταποκριθεί στις ανάγκες της σύγχρονης συγκυρίας. Είτε αυτές αφορούν την οικονομία, τη διπλωματία και τη γεωπολιτική είτε απλώνονται παραπάνω στην Τεχνητή Νοημοσύνη, το δημογραφικό κλπ.
Και αν τα στελέχη του νυν ΣΥΡΙΖΑ και της Νέας Αριστεράς δεν είναι ικανά να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις, τότε ο πρώην πρωθυπουργός θα πρέπει να υποδείξει το νέο δικό του επιτελείο που θα τραβήξει τη χώρα μπροστά. Εξαιρετικοί οι επιστήμονες του Ινστιτούτου, ειδικά οι ιστορικοί, αλλά όπως είχε πει ένας παλαιός καγκελάριος «αρκούν τρεις καθηγητές για να καταστραφεί το κράτος». Και πέραν αυτού να εξηγήσει την αντίφαση της δημιουργίας ενός κόμματος ή αλλιώς κινήματος «από τα κάτω». Μια αρχηγοκεντρική αυτό-οργάνωση.
Η «Νέα Μεταπολίτευση» του Αλέξη Τσίπρα έχει πολύ από Ανδρέα Παπανδρέου και ολίγο από Κωνσταντίνο Καραμανλή- του 1974 και του 1981. Τότε, όμως, τα διακυβεύματα και κοινωνικά αιτήματα ήταν παρόντα. Θεσμική απαλλαγή από τις παρεμβάσεις του στέμματος και του στρατού στην πολιτική ζωή. Νέο Σύνταγμα. Ομαλός πολιτικός βίος. Πρόσβαση των αποκλεισμένων του Εμφυλίου στην πολιτική και την οικονομία. Εκδημοκρατισμός των δομών. Αν το αίτημα σήμερα είναι απλώς «να φύγει ο Μητσοτάκης» τότε το εγχείρημα του κ. Τσίπρα θα έχει βραχύ μέλλον.






