Ρώτησα ένα γεμάτο αμφιθέατρο αν γνώριζε το στιχάκι από τη «Συγκέντρωση της ΕΦΕΕ»: μόνον δύο αποκρίθηκαν…!!
Όταν ο Σαββόπουλος σκάρωνε τους στίχους αυτούς, προφανώς δεν είχε στον νου του ότι το βαθύ γήρας της Μεταπολίτευσης και ιδίως ο 21ος αιώνας θα εύρισκε τις πλατείες της χώρας γεμάτες μεν, αλλά μόνον για … τρέξιμο…
Και επαινετές οι αθλοπαιδιές αλλά ανεπιθύμητη η μαζοποίηση.
Στα χρόνια του ’50 οι πλατείες της Ελλάδος συγκλονιζόντουσαν από εκατοντάδες χιλιάδες ψυχές, που πάλλονταν για τα δίκαιο του Κυπριακού Ελληνισμού.
Στα χρόνια του ’60 οι ίδιες πλατείες δονούνταν από τις ιαχές εκατομμυρίων πολιτών για την προάσπιση των ατομικών δικαιωμάτων στην παιδεία, την ισότητα, για το κράτος δικαίου, εν γένει. Για τα μεγάλα διακυβεύματα του Ανένδοτου Αγώνα, της σύγκρουσης για τα Ιουλιανά του ’65, το 114.
Στα χρόνια του ’70 -και όχι μόνον με κάποιες επετειακές αφορμές- στους χώρους συγκέντρωσης παρατηρείτο κοσμοπλημμύρα με συνθήματα υπέρ της δημοκρατικής ομαλότητας και υπέρ της ανάγκης διεύρυνσης των ευκαιριών για όλο το κοινωνικό φάσμα.
Ακόμη και με την ευκαιρία των εκλογικών αναμετρήσεων, στις οποίες συμμετείχε κατά μέσο όρο το 80% των εκλογέων, οι πλατείες γέμιζαν: ποιος ιστορικός μελετητής μπορεί να λησμονήσει το μισό εκατομμύριο των Μακεδόνων που γέμισαν την πλατεία Αριστοτέλους για τον εθνικό κηδεμόνα Κωνσταντίνο Καραμανλή το 1974, το ένα σχεδόν εκατομμύριο των αλλόφρονων πιστών οπαδών του σύγχρονου Αλκιβιάδη, του Ανδρέα το 1985 στο Σύνταγμα ή τους χιλιάδες αριστερούς που κατέκλυσαν για μια και μοναδική φορά την ίδια πλατεία τον Ιούνιο του 1989 για τον ενιαίο Συνασπισμό και τον σαγηνευτικό ρήτορα του πολιτικού fair play Λεωνίδα Κύρκο.
Ακόμη και στα πιο απολιτίκ χρόνια της δεκαετίας 1990-2000 οι πλατείες γέμισαν έστω σποραδικά με αφορμή το Σκοπιανό ή τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία.
Για να μην πάμε πολύ πιο πίσω, στην 3η Σεπτεμβρίου του 1843 και τα χρόνια της παραχώρησης του Συντάγματος του Όθωνα, στις συγκρούσεις του γλωσσικού ζητήματος και της μαλλιαρής στις απαρχές του 20ου αιώνα, στις καμπές της Μεγάλης Ιδέας, στις αυθόρμητες λαοσυνάξεις για το ΟΧΙ, για τον θάνατο του Παλαμά, για, για …
Και τώρα τί; Μετά τις διαδηλώσεις για το μνημόνιο, τη Μαρφίν και τον Alexis που φρόντισε να μαντρώσει τους αγανακτισμένους σπίτια τους, οι πλατείες όλων των δήμων της χώρας (τα χωριά δεν έχουν κατοίκους, αλλιώς θα έτρεχαν κι εκεί) γεμίζουν κάθε σχεδόν εβδομάδα, αποκλειστικά από δρομείς: αγώνες ενός χιλιομέτρου, δύο, τριών, τεσσάρων, πέντε, δέκα, είκοσι, σαράντα (μαθαίνουμε πάλι την προπαίδεια, τρέχοντας), μικροί μαραθώνιοι, ημιμαραθώνιοι, μεγάλοι μαραθώνιοι, κάτι σαν μαραθώνιοι, ολίγον από μαραθώνιο…
Δρόμοι κλείνουν για ώρες κατά τις υποτιθέμενες ημέρες της κυριακάτικης ξεκούρασης και ραστώνης. Δήμαρχοι καλύπτουν την απόλυτη κακοδιαχείριση των υποθέσεων των ίδιων δρομέων-δημοτών τους κάτω από τον μανδύα της διοργάνωσης ενός τρεξίματος, μαζώξεις και συνάξεις λαμβάνουν χώρα με selfies και φωτογραφίες στα social.
Καλά όλα αυτά, φιλαθλητικά, ίσως και ανθρώπινα τρόπον τινά. Ωραία η παρέα να τρέχει μια λαμπρή Κυριακή γύρω από το ιστορικό κέντρο της πόλης μας.
Αλλά οι πλατείες δεν είναι στην ουσία γεμάτες από ψυχές, συνθήματα, αιτήματα, διεκδικήσεις και οράματα. Είναι γεμάτες απλώς από κορμιά. Και όταν όλως εξαιρετικά τύχει και επανασυναθροισθεί ο κόσμος για κάποιο πάνδημο αίτημα, είτε αυτό κάπως παραγγέλλεται από τα social είτε καταστέλλεται είτε υποβαθμίζεται ως γεγονός.
Κάποτε στο όχι μακρινό 1994 ο Tom Hanks έτρεχε ως Forrest Gump. Έτρεχε, έτρεχε, έτρεχε, έβγαλε μούσια, συνέχιζε να τρέχει, μάκρυναν τα μαλλιά του, συνέχισε να τρέχει, έγινε αδύνατος και ρακένδυτος, συνέχισε να τρέχει… Έτσι, χωρίς λόγο, χωρίς σκοπό, χωρίς όραμα (χωρίς πρόγραμμα, που έλεγε κι η μακαρίτισσα η Ρεζάν). Απλώς έτρεχε και γύρω του έτρεχαν και άλλοι, έτσι από συνήθεια, από περιέργεια, από μόδα.
Και ναι, αγαπητέ μου Νιόνιο, δυστυχώς, η πλατεία δεν είναι πια γεμάτη.
Ο Δημήτριος Κ. Ρούσσης είναι Επίκ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ, Δικηγόρος Αθηνών.



