Το 1972, στο ενωτικό συνέδριο του Επινέ, ένας παλιός πολιτικός εκλέχτηκε Πρώτος Γραμματέας ενός Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος του οποίου δεν ήταν καν μέλος.

Ο Φρανσουά Μιτεράν ήταν ένας αστός περασμένων δεκαετιών. Δήμαρχος και βουλευτής μιας μικρής επαρχιακής πόλης αλλά κάτοικος της παρισινής «Rive Gauche», με πολλές κυβερνήσεις κι αρκετές αμφιλεγόμενες ιστορίες στην πλάτη του.

Οπως επέβαλλε η στοιχειώδης αστική αγωγή φορούσε πάντα σακάκι και γραβάτα, διάβαζε γαλλική λογοτεχνία κι όχι μαρξιστική κοινωνιολογία, δεν έχανε ποτέ το μεσημεριανό γεύμα, εκτιμούσε τις ωραίες γυναίκες και το καλό κρασί, ήταν επαρκώς κυνικός, συγκρατημένος και ανεξιχνίαστος.

Μιλούσε σε όλους (ακόμη και στην οικογένειά του) στον πληθυντικό ευγενείας, όπως όριζαν οι καλοί τρόποι.

Μόλις εξελέγη σε ένα κόμμα που του ήταν ελάχιστα οικείο αποφάσισε να κάνει έναν «γύρο της Γαλλίας» για να γνωριστεί με τις οργανώσεις.

Μια μέρα φτάνει σε κάποια εργατική πόλη της βόρειας Γαλλίας όπου όλη η τοπική οργάνωση έχει βάλει τα καλά της και τον περιμένει στον σταθμό.

– Σύντροφε Πρώτε Γραμματέα, σύντροφε Μιτεράν…

Βροντοφωνάζει καλωσορίζοντάς τον ο τοπικός σοσιαλιστής. Κι επειδή αντιλαμβάνεται μια παγωμάρα με τα «συντροφιλίκια» και τις οικειότητες συνεχίζει:

– Αγαπητέ Φρανσουά, καλώς ήλθες. Υποθέτω μιλάμε στον ενικό…

– Οπως θέλετε, ήταν η παγωμένη απάντηση του Μιτεράν.

Είμαι βέβαιος πως αν κάποιος τον ρωτούσε τότε τι σόι είναι οι αριστεροί που τον επέλεξαν για ηγέτη τους θα έλεγε ότι είναι κυρίως ανάγωγοι.

Μιλούν δυνατά και στον ενικό, καλλιεργούν μια θρασεία οικειότητα, η φιλολογική παιδεία τους πάσχει και μοιάζουν (προσθέτω εγώ) με έλληνες δημοσιογράφους. Εχουν δηλαδή γνώμη για όλα και κυρίως για όσα δεν ξέρουν.

Αλλά δεν νομίζω ότι ο άνθρωπος θα έβαζε ποτέ ερωτηματικό στον πατριωτισμό τους.

Κάπως έτσι η συζήτηση με εθνικούς όρους για την απουσία της Αριστεράς από την κηδεία του Σαββόπουλου είναι ανούσια και ανόητη.

Δεν ήθελαν, δεν ευκαιρούσαν, βαριόντουσαν, δεν πήγαν, «σκασίλα μας μεγάλη και δέκα παπαγάλοι» θα έλεγε ο Διονύσης.

Η παρουσία και η απουσία είναι καθαρά ζήτημα αγωγής.

Στο κάτω κάτω η ηγεσία της Ελληνικής Δημοκρατίας ήταν πλήρης και παρούσα στο κατευόδιο, οι φίλοι του Διονύση βρήκαν δεκάδες τρόπους να εκφράσουν τη λύπη και την αγάπη τους, οι κηδείες δεν έχουν υποχρεωτικές παρουσίες, κανείς μεγάλος καλλιτέχνης και πνευματικός άνθρωπος δεν μετρήθηκε ποτέ από το εκκλησίασμα μιας νεκρώσιμης ακολουθίας.

Η δημόσια αναγνώριση δεν είναι απουσιολόγος.

Ενώ, ούτως ή άλλως, η απούσα Αριστερά δεν αποτελεί καμία θεσμική συντεταγμένη της ελληνικής δημοκρατικής πολιτείας. Να κάνουν ό,τι τραβάει η ψυχή τους…

«Ας μη βυθιστούμε και στη γελοιότητα» συνήθιζε να λέει ο Μιτεράν για να κλείσει τις αριστερές λογοδιάρροιες που βαριόταν αφόρητα να ακούει.

Τελειώνει εδώ η συζήτηση; Δυστυχώς όχι.

Αφενός επειδή έχουμε την απόπειρα κάποιων απόντων να ντύσουν απουσίες και παρουσίες σε μια κηδεία με ιδεολογικό κοστούμι (Χαρίτσης στις 25/10, Πολάκης στις 26/10 κ.ά.).

Αφετέρου επειδή η αποκαθήλωση του αριστερού αφηγήματος ή μύθου εκλαμβάνεται από κάποιους περίπου ως έγκλημα δημοκρατίας.

Δεν συγχωρούν ότι ο Σαββόπουλος ήταν από τους πρώτους που επισήμανε ότι η Αριστερά ήταν μια φούσκα. Θέλω να υποθέτω πως του αναγνωρίζεται το δικαίωμα της γνώμης αυτοτελώς κι όχι απλώς ως απόρροια κάποιου «πρότερου έντιμου βίου».

Για τους πρώτους απόντες δεν χρειάζεται να πω πολλά.

Τόσο κόβει το κεφαλάκι τους, αν νομίζουν ότι υπάρχουν άνθρωποι στην Ελλάδα που διεκδικούν να πάρουν pedigree δημοκρατίας από τον Χαρίτση ή τον Πολάκη.

Θα σημειώσω απλώς ότι συχνά στο κεφαλάκι αυτό η έλλειψη αγωγής συμπίπτει με την απουσία νοημοσύνης.

Για τους δεύτερους το πρόβλημα είναι πιο σοβαρό.

Διότι η κηδεία του Σαββόπουλου δεν ήταν παρά η αφορμή για να τεθεί στο τραπέζι ένα πολύ πιο ουσιώδες ζήτημα από το φρόνημα κάθε περαστικού.

Κρίνεται η επιτηδευμένη πεποίθηση πως το «αριστερό» είναι κάτι ευγενικό κι ευλογημένο ενώ το «δεξιό» κάτι νοσηρό και κατάπτυστο.

Η μετακίνηση από το ένα στο άλλο νοείται περίπου ως πράξη ηθικής αποστασίας. Ενώ εξυπακούεται ότι η αντίστροφη πορεία πραγματοποιείται ελευθέρως και με μύριους επαίνους.

Χριστέ και Κύριε!

Προφανώς τίποτα τέτοιο δεν ισχύει. Στη δημοκρατία δεν υπάρχει αξιολογική κατάταξη ιδεολογιών, κομμάτων ή παρατάξεων ώστε να αναδεικνύεται ο καλύτερος, ο αγνότερος ή ο ευγενέστερος. Ούτε καν ο πιο γλυκούλης.

Το ερώτημα συνεπώς δεν είναι ο πατριωτισμός της Αριστεράς. Ούτε οι ψευδαισθήσεις ορθότητας και δικαίωσης των ηλιθίων.

Αλλά η μικρότητα, η μικροπρέπεια και η αρρωστημένη μικρόψυχη νοοτροπία που επέδειξαν κάποιοι υποτιθέμενοι αριστεροί και στην περίπτωση του Σαββόπουλου (Γ. Μυλόπουλος, tvxs, 16/10).

Εδώ λοιπόν οφείλουμε να είμαστε σαφείς.

Δεν φταίει κανένας καλλιτέχνης για τον «στασιμο-αλληθωρισμό» μιας μερίδας ανθρώπων που μπροστά σε έναν κόσμο που αλλάζει επιμένουν στον παλιμπαιδισμό μιας νιότης που έφυγε.

«Α ρε Νιόνιο, μικροί ακούγαμε το Βιετνάμ…». Ναι αλλά ευτυχώς μεγαλώσαμε. Ο πόλεμος στο Βιετνάμ τελείωσε πριν από μισό αιώνα.

Και δεν φταίει καν η Δεξιά κι ο Μητσοτάκης, ούτε η Ευρώπη κι ο φιλελευθερισμός, ούτε ο εκσυγχρονισμός κι ο Σημίτης, αν οι άνθρωποι αυτοί αρνούνται να κοιτάξουν πέρα από τις κατασκευασμένες βεβαιότητες μιας άλλης εποχής.

Στο κάτω κάτω, ο καλλιτέχνης άλλαζε μαζί με τον κόσμο. Αυτά πίστευε κι αυτά έλεγε με τα μάτια του ταλέντου του. Δεν ζήτησε να τον ψηφίσουμε, ούτε έβαλε υποψηφιότητα να κυβερνήσει τη χώρα.

Οποιος τα άκουγε έχει καλώς. Κάτι κέρδισε, αν κάτι κατάλαβε.

Οποιος δεν τα άκουγε, θέμα του. Γιατί σε ό,τι αφορά εμάς τους υπόλοιπους «σκασίλα μας μεγάλη και δέκα παπαγάλοι».