Από τον José Pedro Balmaceda Pascal δεν περιμέναμε ποτέ να γίνει σταρ. Και πράγματι, μέχρι τα 40κάτι του, δεν ήταν. Όχι γιατί δεν είχε το ταλέντο αλλά γιατί για δεκαετίες το Χόλιγουντ δεν είχε χώρο για Λατίνους ηθοποιούς με όνομα που ακούγεται σαν τραγούδι του Manu Chao. Κι όμως, από το “Game of Thrones” και το “Narcos” μέχρι το “The Last of Us” και το “Gladiator II”,  ο Πέδρο Πασκάλ έκανε το αδύνατο: έγινε ο πιο αξιαγάπητος άντρας στην παγκόσμια ποπ κουλτούρα.

Με αφορμή την κυκλοφορία της νέας του ταινίας “Ταιριάζουμε” στους ελληνικούς κινηματογράφους, ας ρίξουμε μια ματιά στο φαινόμενο «Pascal» κι ας δούμε ποια είναι εκείνη η μαγική φόρμουλα που μπορεί να κάνει έναν άνθρωπο τόσο κοινώς αγαπητό. Σίγουρα, δεν είναι απλώς αποτέλεσμα καλού PR. Είναι κάτι που ξεφεύγει από το συνηθισμένο. Είναι cult. Είναι θρησκεία. Είναι, όπως λέει και ο ίδιος αστειευόμενος, ο «daddy» του διαδικτύου, και το safe space των social media.

«Τίποτα δεν μπορούσε να απέχει περισσότερο από την αλήθεια»

Ο ίδιος, βέβαια, δεν φαίνεται να το πιστεύει πάντα. Στη συνέντευξή του στο Vanity Fair, ομολογεί πως όταν η κωμικός Chelsea Handler αποθέωνε το σεξαπίλ του live στην τηλεόραση, εκείνος φορούσε νάρθηκα στο χέρι, είχε καιρό να γυμναστεί κι ένιωθε «υπέρβαρος» και «λίγο απατεώνας». «Φορούσα νάρθηκα, ήμουν υπέρβαρος και, όταν η κάμερα έκανε ζουμ σε εμένα, σκέφτηκα ότι τίποτα δε μπορούσε να απέχει περισσότερο από την αλήθεια».

Μιλάει ανοιχτά για τον τραυματισμό στην πλάτη από τα γυρίσματα του Gladiator II αλλά και για την εξάρθρωση στον ώμο του από μια πτώση στις σκάλες του πατρικού του στη Χιλή. Δεν μπορούσε να κάνει ούτε ένα push-up όταν ξεκίνησαν τα γυρίσματα του “Ταιριάζουμε” και ένιωθε, όπως είπε, «πιο γέρος από ποτέ». Να σημειωθεί ότι τον Απρίλιο, ο Πέδρο Πασκάλ έκλεισε τα 50. Όταν είχε γίνει σταρ μετά το “The Last of Us”, δήλωνε στα ισπανικά μίντια «Τι συμβαίνει στον κόσμο μας, για να σας φαίνομαι σέξι εγώ ο γέρος;». Κι όμως, για το κοινό, αυτή η ειλικρίνεια είναι ελκυστική.

View this post on Instagram

A post shared by Vanity Fair (@vanityfair)

Οι ρίζες του Πέδρο Πασκάλ: Μια οικογένεια στον δρόμο της εξορίας

Ο José Pedro Balmaceda Pascal γεννήθηκε το 1975 στο Σαντιάγο της Χιλής, από γονείς που δεν ήταν καθόλου τυχαίοι κι όχι μόνο λόγω μόρφωσης, αλλά κυρίως λόγω στάσης ζωής. Ο πατέρας του, José Balmaceda, ήταν γιατρός ειδικευμένος στη γονιμότητα. Η μητέρα του, Verónica Pascal Ureta, ήταν παιδοψυχολόγος, αλλά πάνω απ’ όλα μαρξίστρια ακτιβίστρια και μέλος του κινήματος κατά της δικτατορίας του Πινοσέτ. Μάλιστα, ήταν ξαδέλφη του Andrés Pascal Allende, ο οποίος με τη σειρά του ήταν ανιψιός του Προέδρου Salvador Allende.

Με λίγα λόγια: μιλάμε για μια οικογένεια που, όταν το καθεστώς του Πινοσέτ άρχισε να “καθαρίζει” τους αντιφρονούντες, βρέθηκε κατευθείαν στο στόχαστρο. Το 1976, όταν ο Pedro ήταν ακόμη μωρό, οι γονείς του ζήτησαν πολιτικό άσυλο στην πρεσβεία της Βενεζουέλας στο Σαντιάγο. Από εκεί, κατάφεραν να βγουν από τη χώρα και να βρεθούν πρώτα στη Δανία και στη συνέχεια στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου ο πατέρας του συνέχισε την ιατρική του καριέρα και η μητέρα του στήριξε τα παιδιά και ολοκλήρωσε τις σπουδές της.

Η οικογένεια δεν ήταν πλούσια, αλλά ήταν βαθιά πολιτικοποιημένη και μορφωμένη. Ο Πέδρο Πασκάλ έχει πει επανειλημμένα ότι μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον που του έμαθε τι σημαίνει να είσαι με την πλευρά του αδυνάμου. Αυτή η ιδεολογία, ένα κράμα προσφυγικής ευγνωμοσύνης και επαναστατικής συνείδησης, δεν έφυγε ποτέ από μέσα του.

Εκεί γύρω στα 11 του χρόνια, η οικογένεια μετακόμισε στο Orange County της Καλιφόρνιας, και αργότερα στη Νέα Υόρκη, όπου ο Πέδρο σπούδασε στη σχολή Tisch του NYU. Όταν η μητέρα του αυτοκτόνησε το 1999, εκείνος άλλαξε το επώνυμό του από Balmaceda σε Pascal, προς τιμήν της. Ήταν ένα τεράστιο, συναισθηματικά φορτισμένο βήμα που σημάδεψε όλη την μετέπειτα πορεία του.

Αν είχε γίνει διάσημος στα 25, μάλλον δεν θα ήταν το ίδιο

Είναι πολλοί οι ηθοποιοί που ξεκινούν από το τίποτα. Είναι λίγοι όμως εκείνοι που μένουν στο τίποτα για 20 χρόνια και δεν γίνονται κυνικοί. Ο Πέδρο Πασκάλ είναι ένας από αυτούς. Μετά τις σπουδές του, πέρασε δυο δεκαετίες κάνοντας μικρούς ρόλους σε σειρές όπως Buffy the Vampire Slayer, Law & Order, CSI, The Good Wife (αυτές οι σειρές ήταν σαν εφορευτική επιτροπή στις ΗΠΑ, όλοι οι ηθοποιοί θα περνούσαν κάποια στιγμή από αυτές). Ήταν εκείνος ο ηθοποιός που «τον σκοτώνουν στο πρώτο επεισόδιο» ή που παίζει τον σερβιτόρο #3.

Εν τω μεταξύ… ήταν κυριολεκτικά σερβιτόρος. Και δεν ντρέπεται καθόλου γι’ αυτό. Αντίθετα, μιλά γλυκά και τρυφερά για το πώς η Sarah Paulson τον βοηθούσε οικονομικά τότε, με χαρτζιλίκια και φαγητό. «Αν δεν τα καταφέρω μέχρι τα 29, τελείωσε», είχε πει πολλές φορές στον εαυτό του, μια υπόσχεση που ευτυχώς δεν κράτησε.

Ο κόσμος τον πρόσεξε μαζικά μόνο μετά τα 40 του, πρώτα ως Oberyn Martell στο Game of Thrones (2014), μια ερμηνεία-πυροτέχνημα που, ειρωνικά, τελείωσε με τον πιο βάναυσο τηλεοπτικό θάνατο της δεκαετίας. Από εκεί κι έπειτα ήρθαν οι ρόλοι που τον καθιέρωσαν: Narcos, The Mandalorian, The Last of Us. Αυτό που λέει ο ίδιος; «Δεν ξέρω πώς θα ήμουν αν είχα γίνει διάσημος πιο νωρίς. Ίσως να ήμουν μα***κας. Τώρα όμως έχω ζήσει. Και δεν παίρνω τίποτα ως δεδομένο». Και αυτή είναι η διαφορά. Γιατί ο Pedro δεν εκπροσωπεί την αμερικανική φαντασίωση της επιτυχίας εν μία νυκτί, αλλά την πιο ταπεινή, ανθρώπινη διαδρομή του ανθρώπου που έμαθε να ακούει πριν μιλήσει, να δουλεύει σιωπηλά και να μη νομίζει ποτέ ότι του χρωστάει η ζωή.

Η τρυφερότητα της ανδρικής ύπαρξης

Στη διάρκεια μιας εκδήλωσης για τη νέα ταινία της MarvelFantastic Four”, ο Pedro Pascal αγγίζει ελαφρά το χέρι της συμπρωταγωνίστριάς του, Vanessa Kirby. Εκείνη, σε μια πράξη σχεδόν αντανακλαστικής φροντίδας, το κρατά. Δεν πρόκειται για ένα αμήχανο στιγμιότυπο, αλλά για μια ευγενική υπενθύμιση: ο Πέδρο Πασκάλ έχει μιλήσει ανοιχτά για το άγχος που του προκαλούν οι δημόσιες εμφανίσεις. Κι η Kirby, γνωρίζοντας το βάρος που φέρει, του προσφέρει το πιο απλό και ανθρώπινο καταφύγιο, δίνοντάς του το χέρι της.

Τον περασμένο Νοέμβριο, στην πρεμιέρα του Gladiator II, ο Pascal σκύβει για να φροντίσει το φόρεμα της αδερφής του, Lux, ώστε να σταθεί σωστά στο κόκκινο χαλί. Στο φετινό Φεστιβάλ των Καννών, ενώ εκείνη ποζάρει, εκείνος τη φωτογραφίζει χαμογελώντας περήφανα: «Είναι η αδερφή μου», λέει σε όσους βρίσκονται γύρω του. Στο Instagram του, λίγες εβδομάδες πριν, είχε ανεβάσει βίντεο εναντίον των απελάσεων Τραμπ, ενώ είχε καταγγείλει και τη λήξη της κρατικής χρηματοδότησης στην αμερικανική τηλεφωνική γραμμή πρόληψης αυτοκτονιών για τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα.

Η δημόσια εικόνα του Πέδρο Πασκάλ έχει εξελιχθεί σε κάτι περισσότερο από απλή διασημότητα. Όπως σχολιάζει η ιστορικός φύλου Nerea Aresti, «πολλές ετερόφυλες γυναίκες έχουν αυξήσει τις προσδοκίες τους απέναντι στους άνδρες». Ο Πέδρο Πασκάλ ενσαρκώνει ένα νέο πρότυπο ανδρισμού που δεν φοβάται να εκτεθεί, να φροντίσει, να σταθεί πλάι σε άλλους ως ίσος. Δεν αμφισβητεί τον δικό του ανδρισμό, αλλά ο ανδρισμός του αμφισβητεί τον παραδοσιακό.

Η ιστορική αναδρομή της Aresti μάς υπενθυμίζει ότι δεν πρόκειται για νέο φαινόμενο. Τη δεκαετία του 1920, το φεμινιστικό κίνημα αμφισβήτησε το μοντέλο του Δον Ζουάν, απαιτώντας από τους άνδρες αντίστοιχη συναισθηματική υπευθυνότητα με εκείνη που επιβαλλόταν στις γυναίκες μέσω της μητρότητας. Σήμερα, σε έναν κόσμο όπου το παραδοσιακό οικογενειακό μοντέλο καταρρέει, οι απαιτήσεις προς τους άνδρες είναι σαφείς: ισότητα, φροντίδα, συναισθηματική διαθεσιμότητα.

Η φιλόσοφος Carolina Meloni επισημαίνει ότι «είναι ο άντρας που κάθε ετερόφυλη ή αμφιφυλόφιλη γυναίκα θα ήθελε δίπλα της». Η γοητεία του, σύμφωνα με την ίδια, δεν περιορίζεται στην εξωτερική εμφάνιση, αλλά εδράζεται στον τρόπο που τοποθετείται πολιτικά, σταθερά υπέρ των αδύναμων, κατά του φασισμού, υπέρ των ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιωμάτων και στον τρόπο που ενσαρκώνει μια νέα, «αισθησιακή» μορφή επιτέλεσης της ανδρικής ταυτότητας: τρυφερή, αφοσιωμένη αλλά και σέξι

Αυτό που λέμε «θετική αρρενωπότητα» -αυτό το θολό, άπιαστο πράγμα που όλοι επικαλούνται αλλά κανείς δεν καταφέρνει να ενσαρκώσει- ο Pascal το φοράει σαν δεύτερο δέρμα. Είναι ανοιχτός στις ανασφάλειές του (για τη μύτη του, για το σώμα του, την ηλικία του, για το αν είναι αρκετός), μιλάει για το άγχος του, για τον φόβο του απέναντι στην απώλεια, για τη δυσκολία να πιστέψει στην αγάπη. Και το κοινό τον ακούει και νιώθει λιγότερο μόνο.

Ένας “daddy” με πολιτική συνείδηση

Ο Πέδρο Πασκάλ δεν έχει ξεχάσει από πού προήλθε. Το λέει συχνά: είναι πρόσφυγας. Μεγάλωσε στις ΗΠΑ με ταινίες, punk συναυλίες και ένα κρυφό όνειρο να παίξει στο θέατρο. Το όνομά του δεν ήταν το πιο εύκολο εισιτήριο για να διαπρέψεις στην τηλεόραση ή στον κινηματογράφο.

«Το να είσαι Λατίνος και να είσαι ηθοποιός είναι ένας μοναδικός αγώνας και μια μοναδική ευκαιρία. Όταν δεν ταιριάζεις στο στερεοτυπικό όραμα… Για κάποιον που λέγεται Pedro, μπορεί να είναι λίγο πιο δύσκολο να προσανατολιστεί». Χρειάστηκαν δεκαετίες. Χρειάστηκε να είναι ο Oberyn Martell στο Game of Thrones, ο Javier Peña στο Narcos, ο Mando στο The Mandalorian, ο Joel στο The Last of Us.

Και κάθε φορά, ταυτιζόμαστε μαζί του, όχι γιατί οι χαρακτήρες του είναι τέλειοι αλλά γιατί είναι συναισθηματικοί, σκοτεινοί και βαθιά ανθρώπινοι. Την ίδια ευαλωτότητα και συναισθηματική ευγλωττία βλέπουμε και στον Πέδρο Πασκάλ εκτός κινηματογραφικών πλατό. Όλα αυτά γίνονται με έναν τρόπο αβίαστο, κάτι που σπανίζει στο Χόλιγουντ, το οποίο είναι συχνά φυτώριο επίπλαστης, μαρκετινίστικης γοητείας.

Για παράδειγμα, ο Πασκάλ είναι πολιτικά συνειδητοποιημένος αλλά όχι με τον κουρασμένο, υποκριτικό τρόπο των περισσότερων celebrities, αλλά με πάθος, βάθος και ριψοκίνδυνη ειλικρίνεια. Υποστηρίζει τους πρόσφυγες, τα τρανς άτομα, τους αγώνες για δικαιοσύνη από τις ΗΠΑ μέχρι την Παλαιστίνη. Όπως είπε στις Κάννες: «Γ@μήστε τους ανθρώπους που προσπαθούν να σας κάνουν να φοβηθείτε. Αντισταθείτε. Μην τους αφήσετε να κερδίσουν».