Υποχώρηση κατά 4% παρουσίασαν πέρυσι στην Ελλάδα οι νέες διαγνώσεις μολύνσεων HIV και AIDS, όπως επισημαίνεται στην επιδημιολογική έκθεση του ΕΟΔΥ για το 2024, συγκριτικά με τις διαγνώσεις του 2023. Παρά τη μικρή μείωση των διαγνώσεων, ο ιός είναι ακόμα εδώ και απαιτεί την προσοχή όλων. Η ανάγκη για συστηματική ενημέρωση, πρόληψη και πρόσβαση στη θεραπεία παραμένει πιο επίκαιρη από ποτέ.

Όπως τονίζει στο ΒΗΜΑ η κ. Βησσαρία Σακκά, Παθολόγος – Λοιμωξιολόγος, Διευθύντρια ΕΣΥ Γ’ Παθολογική Κλινική ΕΚΠΑ, ΓΝΝΘΑ «Σωτηρία», η ετήσια έκθεσή του ΕΟΔΥ για την πορεία της HIV/AIDS λοίμωξης στην Ελλάδα, αποκαλύπτει ένα τοπίο με μικρές νίκες αλλά και σημαντικές εκκρεμότητες.

«Το 2024 καταγράφηκαν 650 νέα περιστατικά HIV. Οι άνδρες παραμένουν οι περισσότεροι από τους διαγνωσθέντες (78,2%), ενώ οι περισσότερες διαγνώσεις αφορούν στην ηλικιακή ομάδα 30–39 ετών. Ο βασικός τρόπος μετάδοσης είναι η σεξουαλική επαφή μεταξύ ανδρών (30,9%), ωστόσο η χρήση ενδοφλέβιων ναρκωτικών αυξήθηκε στο 15% (αυξημένο κατά 51% σε σχέση με το 2022), δείχνοντας ότι η επιτήρηση πρέπει να είναι πολυεπίπεδη. Δυστυχώς για το 37,1% των νέων κρουσμάτων δεν καταγράφεται τρόπος μετάδοσης και αυτό δημιουργεί πρόβλημα στην πλήρη κατανόηση της επιδημιολογίας της νόσου. Το 40% των νέων διαγνώσεων αφορά σε αλλοδαπούς, αναδεικνύοντας κοινωνικές και διαπολιτισμικές προκλήσεις στην πρόσβαση στην υγεία».

Καθυστερημένη διάγνωση: η «σιωπηλή πανδημία»

Ιδιαίτερα ανησυχητική εξακολουθεί να παραμένει η καθυστερημένη διάγνωση και όπως σημειώνει η κ. Σακκά «περισσότεροι από 1 στους 2 (53,7%) διαγνώστηκαν σε προχωρημένο στάδιο της νόσου, με τιμές CD4 κάτω από 350 κύτταρα/mm³ — κάτι που σημαίνει αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών και μεγαλύτερη διασπορά της νόσου, αφού αποδεδειγμένα το μεγαλύτερο ποσοστό μετάδοσης γίνεται από άτομα που δεν γνωρίζουν ότι είναι HIV οροθετικοί.

Η καθυστερημένη διάγνωση είναι πιο συχνή είτε σε άτομα που δεν θεωρούν ότι ανήκουν σε ομάδες κινδύνου όπως άτομα άνω των 50 ετών (64,4%) και ετεροφυλόφιλοι(61,4%), είτε σε άτομα με δυσκολία έγκαιρης πρόσβασης στην υγεία όπως οι χρήστες ενδοφλέβιων ουσιών (60%)».

Αναφέρει ακόμη ότι το 2024 διαγνώσθηκαν 47 περιστατικά προχωρημένης νόσου AIDS, (76,6% άνδρες και 23,4% γυναίκες). Από τις περιπτώσεις αυτές, 78,7% είχαν ήδη εκδηλώσει AIDS όταν διαγνώστηκαν ή εντός 3 μηνών από τη διάγνωση της HIV λοίμωξης.

Με βάση την έκθεση του ΕΟΔΥ, το 2024, καταγράφηκαν στην Ελλάδα δύο περιστατικά κάθετης μετάδοσης, ηλικίας 15 και 22 ετών, τα οποία είχαν μολυνθεί κατά τη γέννησή τους σε χώρα του εξωτερικού. Όσον αφορά στην εθνικότητα, το 57,1% των νέων διαγνώσεων αφορούσε σε άτομα ελληνικής εθνικότητας, το 38,4% σε άτομα προερχόμενα από χώρα του εξωτερικού, ενώ η συγκεκριμένη παράμετρος δεν είχε καταχωριστεί για το 4,5% των νέων περιστατικών.

Το 2024 συνεχίζει να παρατηρείται χαμηλή πληρότητα σε παραμέτρους ιδιαίτερα σημαντικές για την επιδημιολογική επιτήρηση της HIV λοίμωξης, όπως είναι οι τιμές των CD4+ T-λεμφοκυττάρων κατά τη διάγνωση και ο πιθανός τρόπος μόλυνσης.

Οι στόχοι 95-95-95 του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας

Η κ. Σακκά τονίζει ακόμη στο ΒΗΜΑ ότι «ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και το Κοινό Πρόγραμμα του ΟΗΕ για τον ιό του AIDS (HIV), UNAIDS, έχουν θέσει έναν φιλόδοξο στόχο για την εξάλειψη της HIV επιδημίας ως απειλή για τη δημόσια υγεία:

  • 95% των ανθρώπων με HIV να έχουν διαγνωστεί.
  • 95% όσων έχουν διαγνωστεί, να λαμβάνουν θεραπεία.
  • 95% όσων λαμβάνουν θεραπεία, να έχουν μη ανιχνεύσιμο ιικό φορτίο.

«Αυτό στηρίζεται στο γεγονός ότι όταν ένα άτομο που ζει με τον HIV έχει μη ανιχνεύσιμο ιικό φορτίο τότε δεν μεταδίδει «U= U, undetectable = untransmittable». Η αλυσίδα διάγνωση – θεραπεία – καταστολή του ιού είναι ζωτικής σημασίας. Και σήμερα στην Ελλάδα, το 60,3% των ασθενών ξεκίνησε αντιρετροϊκή αγωγή μέσα σε 30 ημέρες από τη διάγνωση, ενώ το 78,8% εντός 90 ημερών. Σημαντική καθυστέρηση στην έναρξη αγωγής καταγράφηκε στους χρήστες ενδοφλέβιων ουσιών (μόλις 59,4% στο πρώτο τρίμηνο). Ωστόσο, για να πετύχουμε τον διεθνή στόχο, αυτά τα ποσοστά πρέπει να βελτιωθούν ακόμη περισσότερο.

Ο HIV δεν είναι πια θανατηφόρο νόσημα, αλλά η αδιαφορία, το στίγμα και η άγνοια μπορεί να αποδειχθούν μοιραία. Η πρόσβαση στην εξέταση και τη θεραπεία πρέπει να είναι δωρεάν, διακριτική και καθολική, ανεξαρτήτως φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού, εθνικότητας ή κοινωνικού status. Και πάνω απ’ όλα, πρέπει να σπάσουμε τη σιωπή και το στίγμα», επισημαίνει η κ. Σακκά.