Η Λένι Ρίφενσταλ, η γυναίκα που διαγκωνιζόταν με τον Γιόζεφ Γκέμπελς για τη θέση του πιο επιδραστικού προπαγανδιστή του Χίτλερ, δήλωνε το 1934 σε συνέντευξή της στη βρετανική εφημερίδα Daily Express πως δε χρειάστηκε παρά να διαβάσει την πρώτη σελίδα του βιβλίου «Ο Αγών Μου» για να ασπαστεί με φανατισμό και να υπηρετήσει με τυφλή πίστη το ναζισμό. Στις πρώτες γραμμές του βιβλίου του ο Αδόλφος Χίτλερ μακάριζε την τύχη του για την γέννησή του στο Μπρανάου Αμ Ινν στα γερμοναυστριακά σύνορα. Ήταν, έγραφε, η αφορμή να κατανοήσει ότι οι άνθρωποι με το ίδιο αίμα έπρεπε να ζουν σε μία ενιαία χώρα.

Εννιά χρόνια μετά, τον Οκτώβριο του 1943 οι New York Times φιλοξενούσαν μια βιβλιοκριτική για το «Γερμανικό Best Seller», όπως ήταν ο τίτλος του άρθρου για το 720 σελίδων χιτλερικό μανιφέστο που μόλις είχε μεταφραστεί στα αγγλικά. «Αν και πρόσφατα μας προειδοποίησαν να μην είμαστε σκληροί με επικεφαλής ξένων κρατών, η επαγγελματική ακεραιότητα επιβάλλει στον κριτικό να σας ενημερώσει ότι ο Αδόλφος Χίτλερ είναι ένας κακός συγγραφέας. Μία τέτοια λογοτεχνική κριτική δεν θα παρηγορήσει πολύ τα παιδιά της Βαρσοβίας.

Ωστόσο, κάτι που έχει τυπωθεί ασπρόμαυρο, έχει τοποθετηθεί ανάμεσα σε εξώφυλλα και έχει κατοχυρωθεί με πνευματικά δικαιώματα στην Ουάσινγκτον συνιστά βιβλίο, ακόμα κι αν είναι το “Mein Kampf”. Οπότε να η “πλήρης νέα μετάφραση”, που πωλείται έναντι 3,50 δολαρίων, τα οποία είναι μάλλον πολλά λεφτά για ένα κακό βιβλίο, αλλά πολύ λιγότερα απ’ όσα θα κοστίσει στους Γερμανούς», ξεκινούσε το κείμενό του ο κριτικός της εφημερίδας.

Απαγορευμένος καρπός;

Σήμερα συμπληρώνονται 100 χρόνια ακριβώς από την πρώτη έκδοση του «Ο Αγών Μου». Ή αλλιώς ενός βιβλίου που ενώ όλοι γνωρίζουμε τον τίτλο του, ελάχιστοι έχουμε διαβάσει και ακόμα λιγότεροι παραδεχόμαστε πως το έχουμε διαβάσει. Σε κάθε περίπτωση το συνονθύλευμα ρατσιστικών, μισαλλόδοξων, φανατικών, εθνικιστικών, ολοκληρωτικών και αντισημητικών αντιλήψεων που λειτούργησε ως ιδεολογικό άρμα για το Γ’ Ράιχ, πρόφαση για τον ζόφο που σκόρπισε στον κόσμο και άλλοθι για το Ολοκαύτωμα εξακολουθεί να υπάρχει, να εκδίδεται, να διαβάζεται και να προβληματίζει σε βαθμό διχασμού.

Άλλοτε με αφορμή τη φήμη πως ο Κάνιε Γουέστ κοιμόταν με το magnum opus του Αδόλφου Χίτλερ στο προσκεφάλι του. Aλλοτε λόγω της απαγόρευσης διακίνησής του, όπως συνέβη με την Amazon από το 2020, και άλλοτε επειδή ένα αντίτυπο εντοπίζεται σεταρισμένο με ένα όπλο στο ερμάρι κάποιου Αμερικανού φοιτητή. Το τελευταίο συνέβη πριν από λίγες εβδομάδες στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Φλόριντα (USF).

Η συζήτηση αναφορικά με το εάν επιτρέπεται ή υπάρχει λόγος να ανατρέχει κανείς στο εγχειρίδιο μίσους του Χίτλερ επιστρέφει συχνά στην επικαιρότητα, μολονότι η αλήθεια είναι πως δεν την καταλαμβάνει σε βαθμό μονοπωλίου. Την απάντηση προσπάθησαν να δώσουν με τη συστηματική εργασία τους οι ερευνητές του Ινστιτούτου Σύγχρονης Ιστορίας του Μονάχου, με την κυκλοφορία μιας ογκωδέστατης κριτικής έκδοσης του «Mein Kampf» έκτασης 2.000 σελίδων που περιλαμβάνει 3.500 σημειώσεις από ιστορικούς και fact checkers.

«Μια κριτική ανάγνωση, σε σχολιασμένες εκδόσεις, από ανθρώπους υποψιασμένους, μπορεί να λειτουργήσει παιδευτικά. Να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε το σκοτεινό παρελθόν και να δημιουργήσουμε άμυνες – ατομικά και συλλογικά. Δεν πρέπει να προσεγγίζεται το κείμενο αυτό με αφέλεια ή χωρίς επίγνωση του ιστορικού και πολιτικού του βάρους. Ο αναγνώστης πρέπει να είναι οπλισμένος με κριτική σκέψη και ιστορική συνείδηση», επισημαίνει η Βασιλική Γεωργιάδου, καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Αποδομώντας τον Φύρερ

«Η έκδοση του Ινστιτούτου του Μονάχου βοήθησε να αποδομηθούν ιδεολογικά και ιστορικά πολλές από τις θέσεις του Χίτλερ, αλλά και αυτή αντιμετώπισε κριτική – και δικαίως. Γιατί τέτοια κείμενα μπορεί να οδηγήσουν σε πολλαπλές αναγνώσεις. Ο στόχος πρέπει να είναι πάντα η κριτική ανάγνωση που ενισχύει τη δημοκρατική μας αντίληψη, όχι η αφελής ή ηρωοποιητική προσέγγιση», συνεχίζει.

Η εν λόγω έκδοση έγινε διαθέσιμη την 1η Ιανουαρίου του 2016 και παρέμεινε στην κορυφή των best sellers για 35 εβδομάδες. Η ημερομηνία που επελέγη δεν ήταν τυχαία. Μόλις την προηγούμενη νύχτα είχαν λήξει τα πνευματικά δικαιώματα του βιβλίου, τα οποία μετά την επικράτηση των συμμαχικών δυνάμεων το 1945 είχαν αποδοθεί στην τοπική κυβέρνηση της Βαυαρίας.

«Ο επιστημονικός σχολιασμός του “Ο Αγών Μου” δεν αποτελεί μόνο ακαδημαϊκό καθήκον. Δύσκολα θα βρει κανείς βιβλίο που να είναι τόσο φορτωμένο με πλήθος μύθων, που να προκαλεί τόσο αποστροφή και ανησυχία, που να διεγείρει την περιέργεια και να προκαλεί εικασίες, ενώ ταυτόχρονα αποπνέει μία ατμόσφαιρα μυστηρίου και απαγορευμένου – ένα ταμπού που για ορισμένους μπορεί να αποδειχθεί επικερδές εμπορικά. Κατά συνέπεια, αυτή η κριτική έκδοση είναι μια συμβολή στην ιστορικο-πολιτική ενημέρωση και εκπαίδευση.

Στοχεύει να αποδομήσει διεξοδικά και διαχρονικά την προπαγάνδα του Χίτλερ και έτσι να υπονομεύσει τη συμβολική ισχύ του βιβλίου. Με αυτόν τον τρόπο καθιστά επίσης δυνατό να αντιμετωπιστεί η ιδεολογική-προπαγανδιστική και εμπορική κατάχρηση του», τονίζουν στο ΒΗΜΑ οι υπεύθυνοι του γερμανικού Ινστιτούτου.

Ο Χίτλερ γυμνός

Έστω και με 70 χρόνια καθυστέρηση η Γερμανία μπορούσε να ανατρέξει στο βιβλίο που προοιώνισε την πιο μελανή σελίδα στην ιστορία της και η επανέκδοση του οποίου απαγορευόταν σύμφωνα με το σύνταγμα της χώρας. Επρόκειτο βέβαια για έναν οιονεί περιορισμό αφού χιλιάδες αντίτυπα της πρωτότυπης έκδοσης είχαν διασωθεί ενώ έπειτα από το big bang του διαδικτύου στα τέλη της δεκαετίας του ‘90 καθένας μπορούσε να βρει online τόσο την πρωτότυπη μορφή όσο και τις μεταφράσεις του «Ο Αγών Μου».

Οφείλει να αναγνωρίσει πάντως κανείς στον Αδόλφο Χίτλερ πως στο μανιφέστο του, στο οποίο αναφέρεται 467 φορές η λέξη Εβραίος ή κάποιο παράγωγό της, 64 φορές η λέξη δηλητήριο, 14 φορές η λέξη παράσιτο και υπάρχουν 167 αναφορές στη λέξη αίμα, περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια όσα ανήκουστα και απάνθρωπα σκόπευε να υλοποιήσει εάν ποτέ ανερχόταν στην εξουσία.

Οπως σημείωνε το μακρινό 1981 ο Eberhard Jäckel, Γερμανός ιστορικός και κεντρική φυσιογνωμία του Historikerstreit ή αλλιώς του debate που μαινόταν τη δεκαετία του ‘80 αναφορικά με το εάν πρέπει ή δεν πρέπει ο γερμανικός λαός να ενσωματώσει τη ναζιστική θηριωδία στην ιστορική γνώση του:

«Ίσως ποτέ άλλοτε στην ιστορία να μην έγραψε ένας ηγέτης με τόση ακρίβεια πριν αναλάβει την εξουσία τι επρόκειτο να κάνει αργότερα, όπως έκανε ο Αδόλφος Χίτλερ. Μόνο και μόνο γι’ αυτό, το έγγραφο αυτό αξίζει προσοχής. Διαφορετικά, οι πρώιμες σημειώσεις και αφηγήσεις, οι ομιλίες και τα βιβλία που έγραψε ο Χίτλερ θα είχαν το πολύ μόνο βιογραφικό ενδιαφέρον. Μόνο η υλοποίησή τους στην πραγματικότητα τις αναγάγει στο επίπεδο ιστορικής πηγής».

Πλίνθοι, λίθοι, κέραμοι ατάκτως εριμμένα

Ο Χίτλερ συνέγραψε το πρώτο μέρος του «Ο Αγών Μου» στους εννέα μήνες που πέρασε στις φυλακές Λαντσμπεργκ, καταδικασμένος (σε πενταετή κάθειρξη) έπειτα από το Πραξικόπημα της Μπιραρίας, του οποίου ηγήθηκε το Νοέμβριο του 1923. Φαίνεται μάλιστα πως παρότι φτωχός, απαξιωμένος και αναγκασμένος να χωρέσει στο χαρακτηρισμό του διάττοντα αστέρα της πολιτικής που του απέδιδαν τότε, είχε εξ αρχής πάρει την απόφαση να βάλει σε λέξεις τη θεωρία του.

Αυτό μπορεί να συνάγει κανείς από το γεγονός ότι είχε απαγορεύσει οποιαδήποτε επίσκεψη στους θιασώτες του στη φυλακή. Ήθελε να είναι ολοκληρωτικά δοσμένος στο έργο του, στο οποίο ανακατεύει θεωρίες κατά το δοκούν για να στηρίξει το έωλο αφήγημά του, ξεδιπλώνει με απόλυτη σαφήνεια τον αντισημιτισμό του και το σχέδιο της «τελικής λύσης» (Endlösung) και αναπτύσσει τη σκέψη του περί του περίφημου Lebensraum, του ζωτικού χώρου δηλαδή που ευαγγελιζόταν πως είχε ανάγκη η άρια φυλή για να υπάρξει.

Η γραφή του σύμφωνα με μαρτυρίες συγκρατούμενών του ήταν χαοτική, χωρίς ειρμό και λίγο χειρότερη από παιδαριώδης στην έκφραση. Ελάχιστοι μπορούσαν να παρακολουθήσουν τον κυκεώνα της σκέψης του, ακόμα κι έπειτα από τις παρεμβάσεις και την επιμέλεια του Ρούντολφ Ες, το όνομα του οποίου εννοείται ότι απαλείφθηκε από την πρώτη έκδοση του βιβλίου που έγινε στις 18 Ιουλίου του 1925.

Ο Χίτλερ ήταν τότε 36 ετών. Ακόμα και ο αρχικός τίτλος που είχε επιλέξει (βλ. «Τεσσερισήμισι χρόνια αγώνα ενάντια στο ψέμα, την ανοησία και τη δειλία») είναι δηλωτική της κατάστασης τρικυμίας εν κρανίω στην οποία βρισκόταν. Το «Ο Αγών Μου» προκρίθηκε τελικά ως πιο εμπορικό από τον εκδότη του Χίτλερ και διευθυντή των εκδόσεων του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος Μαξ Άμαν.

Από τα αζήτητα στα ευπώλητα

Εν μέρει είχε δίκιο. Τα 10.000 αντίτυπα που τυπώθηκαν εκείνη τη χρονιά εξαντλήθηκαν, όμως η πορεία του βιβλίου, το οποίο το 1927 απέκτησε κι ένα δεύτερο τόμο με τίτλο «Το εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα», γραμμένο μετά την αποφυλάκιση του Χίτλερ, ήταν φθίνουσα σε πωλήσεις. Οι λίγες χιλιάδες αντιτύπων που πωλούνταν κάθε χρόνο με τίποτα δε μπορούσαν να δικαιώσουν το hype που ο Χίτλερ θεωρούσε ότι θα δημιουργούσε με το αυτοβιογραφικό μανιφέστο του.

Η πορεία ανατράπηκε άρδην το 1932. Έπειτα από τις δύο εκλογικές αναμετρήσεις του Μαρτίου και του Απριλίου που ανέδειξαν το NSDAP σε δεύτερη πολιτική δύναμη το ενδιαφέρον για τον Χίτλερ μεγεθύνθηκε και το «Ο Αγών Μου» απέκτησε δυναμική best seller. Μόνο εκείνη τη χρονιά οι πωλήσεις έφτασαν τις 250.000 ενώ τον επόμενο χρόνο, όταν και ο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα πήρε την εξουσία, τετραπλασιάστηκαν.

Έκτοτε και μέχρι την πτώση του ναζιστικού καθεστώτος το βιβλίο θα παρέμενε το δεύτερο πιο δημοφιλές στη Γερμανία μετά τη Βίβλο. Υπολογίζεται ότι στη διάρκεια αυτών των 13 σκοτεινών ετών τυπώθηκαν και αγοράστηκαν ή διανεμήθηκαν συνολικά 10 με 12 εκατομμύρια αντίτυπα. Το manual του μίσους, το οποίο διαρκώς αναθεωρούνταν ώστε να γίνεται πιο ευανάγνωστο και κατανοητό, χωρίς βέβαια ποτέ να αναφέρονται οι συνεργάτες του Χίτλερ που αναλάμβαναν τη βρόμικη δουλειά, ήταν παντού.

Στα βιβλιοπωλεία, στα σχολεία, στις εκκλησίες, στις δημόσιες υπηρεσίες. Κάθε μαθητής αλλά και κάθε νεόνυμφο ζευγάρι λάμβανε ένα αντίτυπο τιμής ένεκεν. Η διείσδυση και η επιτυχία του βιβλίου ήταν τέτοια ώστε ο Χίτλερ έγινε εκατομμυριούχος αλλά και φοροφυγάς, αφού για χρόνια δεν απέδιδε τους φόρους από τα έσοδα στο δημόσιο. Αλλά και αυτό το έλυσε με ένα νεύμα του.

Η ναζιστική μήτρα

Έναν αιώνα μετά την έκδοσή του «Ο Αγών Μου» και 80 χρόνια μετά το τέλος του πιο αιματηρού πολέμου στην ιστορία της ανθρωπότητας, η μισαλλοδοξία, ο φανατισμός, η τοξικότητα, ο φόβος για τον άλλο φαίνεται όχι μόνο να αναμοχλεύονται αλλά να αρθρώνονται ως εναλλακτική πολιτική πρόταση και πολύ περισσότερο να απηχούν στο μυαλό αλλά κυρίως στο θυμικό των πολιτών. Βρίσκουμε άραγε ασφάλεια σε αυτά τα μισαλλόδοξα κηρύγματα;

«Δεν θα έλεγα ότι προσφέρουν ασφάλεια. Περισσότερο κινητοποιούν αυτό που λέμε «παράπονα» – τα grievances. Πολλοί άνθρωποι νιώθουν αδικημένοι, εγκαταλελειμμένοι, και σε συνθήκες διαδοχικών κρίσεων, αυτά τα συναισθήματα εντείνονται. Τα ακροδεξιά ρεύματα δεν θεραπεύουν τα παράπονα· τα ενισχύουν. Τα τροφοδοτούν και τους προσφέρουν έναν αποδιοπομπαίο τράγο: η δημοκρατία, οι ξένοι, οι διαφορετικοί, οι ελίτ. Είναι ένας μηχανισμός απόδοσης ευθυνών – blame attribution – που τροφοδοτεί τον αυταρχισμό», λέει η κυρία Γεωργιάδου.

Όσο για το εάν η σύγχρονη ακροδεξιά αντλεί ιδέες και αφηγήματα από το χιτλερικό μανιφέστο; «Αυτό που αποκαλούμε ακροδεξιά δεν είναι ενιαίο ούτε ομοιογενές φαινόμενο», εξηγεί η καθηγήτρια του Παντείου Πανεπιστημίου. «Κάποια ρεύματα σίγουρα αντλούν ιδέες από αυτό το βιβλίο, από το ιστορικό παρελθόν, τον φασισμό, τον ναζισμό, από αντιδημοκρατικές και ολοκληρωτικές ιδεολογίες. Κάποια άλλα, όμως, όχι. Έχουν διαφορετική αφετηρία και ιδεολογικό στίγμα.

Η σύγχρονη εκδοχή της λαϊκιστικής, ριζοσπαστικής δεξιάς δεν αντλεί κυρίως από τη δεξαμενή του φασισμού ή του ναζισμού, αλλά μάλλον από αντιλήψεις που σχετίζονται με την εναντίωση στην παγκοσμιοποίηση, την αντίθεση στη μετανάστευση, το αίτημα για εθνική ομοιογένεια, τον φόβο της εθνικής απειλής και τον συντηρητισμό. Αυτά είναι τα κυρίαρχα ιδεολογικά ρεύματα από τα οποία τρέφεται.

Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν φασίζοντα ή φιλοναζιστικά ρεύματα – και στη χώρα μας είχαμε μια τέτοια πρόσφατη εμπειρία. Η Χρυσή Αυγή, για παράδειγμα, ήταν ξεκάθαρα νεοναζιστικό μόρφωμα, αντλούσε απευθείας από αυτή τη μήτρα, χωρίς να προσπαθεί να το καμουφλάρει. Στα κείμενά της και τις εκδόσεις της εκθείαζε τον ναζισμό, τον φασισμό και τον ίδιο τον Χίτλερ. Άρα η απάντηση είναι: εξαρτάται. Ορισμένα ρεύματα αντλούν όντως από αυτές τις ιδεολογικές δεξαμενές», καταλήγει.

Ο Φύρερ στην εποχή της AI

Υπάρχει όμως ένα γιατί. Γιατί οι άνθρωποι δε μαθαίνουμε από το παρελθόν και δε διδασκόμαστε από την ιστορία. Πώς γίνεται να επιστρατεύεται ακόμα και η Τεχνητή Νοημοσύνη για να αναπαράγει στην αγγλική γλώσσα τις ρητορείες μίσους του Χίτλερ ή το Grok, δηλαδή το περίφημο chatbot του Χ, να διασπείρει φιλοναζιστικά κηρύγματα και να υιοθετεί ανήκουστες συνωμοσιολογίες, όπως τη θεωρία περί «γενοκτονίας της λευκής φυλής»;

«Δεν διδασκόμαστε απαραίτητα από την ιστορία», τονίζει η κυρία Γεωργιάδου. «Όπως έλεγε και ο Χέγκελ, το μόνο που διδάσκει η ιστορία είναι ότι δεν διδασκόμαστε από αυτήν. Κάποιοι άνθρωποι δεν θα διδαχθούν ποτέ. Το κακό –αν μπορώ να χρησιμοποιήσω αυτή τη λέξη– πάντα καραδοκεί. Και σήμερα, που η δημοκρατία δοκιμάζεται σε πολλές δυτικές κοινωνίες, βλέπουμε να επανέρχονται αυταρχικά, ολοκληρωτικά ρεύματα. Μάλλον σημαίνει ότι δεν έχουμε διδαχθεί όσο θα έπρεπε».

Τελικά, έναν αιώνα μετά είμαστε «ασφαλείς» και κυρίως αρκετά καταρτισμένοι για ανοίξουμε τη βίβλο του μίσους και του έρεβους ή κινδυνεύουμε να βρεθούμε μπροστά σε ένα κουτί της Πανδώρας; Μπορεί ένα βιβλίο που σκόρπισε τον όλεθρο με αμπαλάζ τη δημαγωγία να κυκλοφορεί ελεύθερο εκεί έξω ή θα έπρεπε να το απαγορεύσουμε; Η καθηγήτρια του Παντείου έχει μια πολύ σαφή θέση.

«Δεν είμαι υπέρ των απόλυτων διλημμάτων: ούτε “να απαγορευτεί εντελώς”, ούτε “να κυκλοφορεί ανεξέλεγκτα”. Πιστεύω ότι πρέπει να συνοδεύεται από αυστηρούς κριτικούς σχολιασμούς. Ο αναγνώστης, ειδικά αν είναι μη υποψιασμένος, χρειάζεται καθοδήγηση για να κατανοήσει το σκοτεινό ιδεολογικό φορτίο του κειμένου.

Από την άλλη, η απαγόρευση μπορεί να οδηγήσει στην ιστορική αμνησία ή να ενισχύσει τη γοητεία του, να το αναγάγει σε έναν “απαγορευμένο καρπό”. Χρειαζόμαστε εκδόσεις υψηλής ποιότητας, όχι μόνο για ειδικούς, αλλά και για το ευρύτερο κοινό. Όχι με στόχο να διαδώσουμε το κείμενο, αλλά για να εκπαιδεύσουμε τον αναγνώστη. Να μην βρεθεί μπροστά σε τέτοια κείμενα ανυποψίαστος».