Τον Νοέμβριο του 1923 η Γερμανία βρισκόταν σε δεινή κρίση. Η εδαφική της ακεραιότητα απειλούνταν από την ανακήρυξη της Δημοκρατίας της Ρηνανίας σε μια περιοχή που κατεχόταν από γαλλικά και βελγικά στρατεύματα, ο υπερπληθωρισμός κάλπαζε ανεξέλεγκτος, οι προηγούμενες πολιτικές δολοφονίες των υπουργών Ματίας Ερτσμπέργκερ και Βάλτερ Ράτεναου προοικονομούσαν τη σταδιακή κανονικοποίηση της πολιτικής βίας, τα μεγάλα εκλογικά κέρδη του Κομμουνιστικού Κόμματος σε Σαξονία και Θουριγγία έμοιαζαν προάγγελοι δυνητικών ριζοσπαστικών εξελίξεων.

Μέσα σε αυτό το κλίμα αποσταθεροποίησης μεταξύ 8 και 9 Νοεμβρίου ο αρχηγός του μικρού εξτρεμιστικού εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος της Βαυαρίας Αδόλφος Χίτλερ θα επιχειρούσε την ανατροπή της κυβέρνησης εκτάκτου ανάγκης που εκπροσωπούσε η τριανδρία του δεξιού πολιτικού Γκούσταβ Ρίτερ φον Καρ, του στρατηγού Οτο φον Λόσοβ και του διοικητή της αστυνομίας Χανς Ρίτερ φον Σάισερ.

Ο επικρατών όρος «πραξικόπημα της μπιραρίας» αποδίδει παραστατικά τόσο τον τόπο, το αχανές Bürgerbraükeller όπου ο Χίτλερ προσπάθησε να προσεταιριστεί την τριανδρία και εξήγγειλε το νέο καθεστώς, όσο και την προχειρότητα του εγχειρήματος που οδήγησε στην παταγώδη αποτυχία του.

Εκ των υστέρων το ίδιο το γεγονός, όπως και η ελαφρά ποινή της πενταετούς φυλάκισης που του επιβλήθηκε από το δικαστήριο, φαντάζουν ως προειδοποιητικά σήματα για τη μετέπειτα πορεία που δέκα χρόνια αργότερα θα τον έφερνε στην εξουσία.

Αυτό δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι η κατάρρευση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ήταν προδιαγεγραμμένη. Οι λανθάνουσες δομικές προϋποθέσεις μιας δυνητικής ανόδου του ναζισμού παρέμεναν στη σφαίρα του απραγματοποίητου ως το 1929, καθώς η βελτίωση των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών δεδομένων οικοδόμησε τη σταθερότητα που διατάραξε τελικά η Μεγάλη Υφεση.

Είναι η εύθραυστη σταθερότητα εκείνης της γερμανικής κοινωνίας, η απώλεια των προσδοκιών, η απήχηση μιας ρητορικής φόβου και μίσους, η γοητεία των μαγικών και αυταρχικών λύσεων που πρέπει να αναλογιστούμε σήμερα, σε μια στιγμή κατά την οποία η επιρροή της άκρας Δεξιάς διευρύνεται πανευρωπαϊκά, όχι μόνο ως προς την κοινοβουλευτική της εκπροσώπηση αλλά και ως προς την ευρύτερη διάχυση των ιδεών, της συλλογιστικής, των πρακτικών της.

Στην Ευρώπη του 2023 όπου με την ανάληψη της πρωθυπουργίας της Ιταλίας από την Τζόρτζια Μελόνι ή την εκφορά υβριδικού ακραίου λόγου αριστερών καταβολών και δεξιών επιρροών από την πρώην συναρχηγό του γερμανικού Die Linke, και νυν ηγέτιδα δικού της κόμματος, Σάρα Βάνγκενκνεχτ, η κανονικοποίηση της Ακροδεξιάς μοιάζει τετελεσμένο γεγονός, τα 100 χρόνια από το πραξικόπημα του 1923 οφείλουν να αποτελέσουν συγκυρία ενδελεχούς αναστοχασμού.